Σενάριο πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης τον Αύγουστο επαναφέρει ο διεθνής Τύπος, όπως αυτό που αναλύεται σε διαδυκτιακό άρθρο του CNBC, σύμφωνα οι πρόωρες εκλογές θα έδιναν μεγάλη ώθηση στις αγορές.
Στο άρθρο αναφέρεται, ότι πολλοί αναλυτές θεωρούν όλο και πιο πιθανό το σενάριο εκλογών στην Ελλάδα στο διάστημα από τον Σεπτέμβριο μέχρι το τέλος του 2018. «Αυτός είναι πράγματι ένας από τους κινδύνους που περιλαμβάνεται στο σενάριο μας, αλλά πιθανότατα μετά το τέλος του προγράμματος» δήλωσε στο CNBC ο επικεφαλής οικονομολόγος για το ευρώ στην Societe Generale, Yvan Mamalet.
Η Ελλάδα -αναφέρει το άρθρο- αναμένεται να ολοκληρώσει το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης τον Αύγουστο. Ωστόσο, ορισμένες βασικές μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν με τους διεθνείς πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των περικοπών στις συντάξεις, θα τεθούν σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2019 επισημαίνει και υπογραμμίζει, ότι «ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν, ότι από τον Αύγουστο έως τις αρχές του 2019 υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για πρόωρες εκλογές».
Το δημοσίευμα επισημαίνει, ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο κήρυξης πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα και ότι ούτε ο Αλέξης Τσίπρας ξέφυγε από αυτήν την «παράδοση», προσφεύγοντας στις κάλπες τον Σεπτέμβριο του 2015. Σημειώνει, ότι τότε μέσα σε 3 ημέρες ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών υποχώρησε 18%, ωστόσο σήμερα σύμφωνα με το CNBC το οποίο επικαλείται τις προβλέψεις οικονομολόγων «μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες εντός του έτους, θα μπορούσε να αποδειχθεί θετική για τις ελληνικές μετοχές».
Στο άρθρο σημειώνεται, ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η ΝΔ θα επικρατήσει και με διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, ωστόσο επισημαίνει, ότι σύμφωνα με αναλυτές, όπως η Joan Hoey του The Economist Intelligence Unit «τα δημοσκοπικά αποτελέσματα ενδέχεται να δείξουν σημαντική μείωση της διαφοράς πριν τις επόμενες εκλογές», τονίζοντας ότι «ο Τσίπρας είναι αποτελεσματικός στις προεκλογικές εκστρατείες και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μία σημαντική βάση στήριξης στον δημόσιο τομέα».
Οι αναλυτές πάντως σύμφωνα με το CNBC εκτιμούν, ότι όποιος από τους κ.κ. ή Μητσοτάκη κερδίσει τις επόμενες εκλογές, θα μπορούσε να δώσει ώθηση στις τιμές των μετοχών. Σύμφωνα με τον συνεργάτη του think-tank Bruegel, Zsolt Darvas, ακόμη και αν οι εκλογές γίνουν νωρίτερα από το αναμενόμενο, δεν αναμένεται να υπάρξουν πολλές πολιτικές διαφορές. «Η πραγματικότητα είναι, ότι η Ελλάδα έχει πολύ υψηλό επίπεδο χρέους», είπε στον CNBC, προσθέτοντας ότι «ως αποτέλεσμα η επόμενη κυβέρνηση θα έχει πάντα ελάχιστο περιθώριο για αύξηση των δαπανών» και επεσήμανε ότι «το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι περίπου στο 180% του ΑΕΠ της».
Το άρθρο αναφέρεται στην υπόσχεση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι θα μειώσει τον συντελεστή του εταιρικού φόρου στο 20% από 29%, καθώς και του φόρου ακίνητης περιουσίας, σε μια προσπάθεια να φέρει ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα. «Αυτές οι πολιτικές θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως φιλικές προς τις επιχειρήσεις και επομένως να υποστηρίξουν την οικονομία», αναφέρει το δημοσίευμα. Από την άλλη πλευρά, επισημαίνει «το τέλος του προγράμματος διάσωσης θα είναι μια σημαντική στιγμή για το πολιτικό μέλλον του Τσίπρα».
«Οι λεπτομέρειες αυτής της εξόδου δεν είναι ακόμα γνωστές, αλλά αν οι πιστωτές αναγκάσουν την Ελλάδα να ζητήσει περαιτέρω οικονομική βοήθεια, ο Τσίπρας θα μπορούσε να δει τη δημοτικότητά του να πέφτει» επισημαίνει. Σημειώνει ακόμη, ότι παρ 'όλα αυτά, τον Αύγουστο ο Τσίπρας θα πει στους Έλληνες, ότι η χώρα είναι πλέον απαλλαγμένη για πάντα από την τρόικα, η οποία ανάγκασε την Ελλάδα να πραγματοποιήσει τεράστιες περικοπές τα τελευταία χρόνια.
Επίσης, προσθέτει το CNBC «θα ήθελε να ανακοινώσει, ότι οι πιστωτές αναδιάρθρωσαν το χρέος της Ελλάδας, κάτι που αποτελεί μια σημαντική πολιτική δέσμευση, που ανέλαβε η κυβέρνησή του το 2015». Η αναδιάρθρωση του χρέους θα γίνει γνωστή σε όλες της τις λεπτομέρειες από τους πιστωτές αργότερα αυτό το έτος -σημειώνει το δημοσίευμα- και θα μειώσει σημαντικά την χρηματοδότηση της Ελλάδας στο μέλλον. «Αυτό θα επιτρέψει στον πρωθυπουργό να πει στους ψηφοφόρους, ότι κατάφερε να ξεπεράσει τις επικρίσεις από χώρες όπως η Γερμανία», τονίζει το CNBC.