Δεν λέει να το βάλει κάτω ο γέρο-Κλιντ. Ένας από τους κορυφαίους εν ζωή σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου πού μπορεί να πλησιάζει τα 90 – στις 31 Μαΐου έκλεισε τα 88 του χρόνια- αλλά συνεχίζει να κάνει ταινίες και μάλιστα έχοντας μια νεανική διαύγεια, τουλάχιστον κινηματογραφική.
Έτσι, ο , ο οποίος έχει πρωταγωνιστήσει σε πάνω από 70 ταινίες και έχει σκηνοθετήσει μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες των τελευταίων τριών δεκαετιών, είναι έτοιμος, μετά από έξι χρόνια απουσίας, να μας παρουσιάσει το 40ό φιλμ του, μια σκληρή περιπέτεια, στην οποία, εκτός από τη σκηνοθεσία κρατά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πρόκειται για το φιλμ "The Mule", που βασίζεται σε αληθινή ιστορία κι έχει ως πρωταγωνιστή έναν βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος έχει ξεμείνει ολομόναχος και αντιμετωπίζοντας, ένα σύνηθες πλέον φαινόμενο, την προσωπική χρεοκοπία, μετατρέπεται σε διακινητή ναρκωτικών, όταν τον προσεγγίζει ένα μεξικάνικο καρτέλ. Κι ενώ δείχνει να ξεφεύγει από το οικονομικό αδιέξοδο, θα τραβήξει την προσοχή ενός αστυνομικού, που τον βάζει στο στόχαστρο.
Στην ταινία, η οποία θα βγει στην Αμερική στις 14 Δεκεμβρίου, δίπλα στον Ίστγουντ πρωταγωνιστούν οι Μπράντλεϊ Κούπερ και Ντάιαν Γουίστ.
Με αφορμή την 40ή ταινία του, που ίσως να είναι και η τελευταία του – εκτός αν θέλει να σπάσει το ρεκόρ του Μάριο Μονιτσέλι, που γύριζε ταινίες μέχρι τα 90 φεύγα- το Πρακτορείο επιχειρεί συνοπτικά να εξηγήσει το φαινόμενο Κλιντ Ίστγουντ και να θυμίσει τις σημαντικότερες στιγμές της πλούσιας καριέρας του, τόσο ως ηθοποιού όσο και πίσω από την κάμερα.
Εποχή Λεόνε
Ο πανύψηλος Κλιντ (1,93) με υπέροχη εμφάνιση, μέχρι να συναντήσει τον Σέρτζιο Λεόνε, έπαιζε ρολάκια δευτερότριτα και η μοναδική του σχετική επιτυχία ήταν η τηλεοπτική σειρά, με καουμπόιδες, “Rawhide”. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 όταν ο αξεπέραστος Λεόνε – ο θρυλικός μετρ των γουέστερν σπαγγέτι- ήθελε να μεταφέρει την κλασική ταινία του Κουροσάβα “Γιοζίμπο” στο φαρ ουέστ. Το “Για μια χούφτα δολάρια” ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ίστγουντ, που εν πολλοίς βασίζεται στην κινηματογραφική δεινότητα του Λεόνε. Ο Ιταλός σκηνοθέτης, που ξεχώριζε για τα υπέροχα κοντινά του πλάνα και την ατμόσφαιρα των ταινιών του, έδωσε άλλη διάσταση στα γουέστερν, χαλώντας το αμερικανικό, σε μεγάλο βαθμό, κλισέ των “καλών και κακών” χαρακτήρων. Ο Ίστγουντ δεν είναι μόνο ο πρωταγωνιστής, αλλά η ψυχή της ταινίας. Με τα αρρενωπά χαρακτηριστικά του, το μόνιμο ειρωνικό υπομειδίαμα, την κοφτερή ματιά, την ψυχρότητα, το πουράκι συνεχώς στο στόμα – παρότι δεν κάπνιζε, φτιάχνει ένα μοναδικού πρότυπου ήρωα.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ακολούθησε το επίσης πετυχημένο “Μονομαχία στο Ελ Πάσο” και το κλασικό πλέον “Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος”, έχοντας ο Ίστγουντ δίπλα του τον Ιλάι Γουάλας και τον Λι Βαν Κλιφ. Οι ταινίες, που ήταν χαμηλού κόστους και έβγαλαν εκατομμύρια όταν προβλήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, έκαναν τον Ίστγουντ πρώτο όνομα και συνώνυμο του γουέστερν, μπαίνοντας δίπλα και απέναντι από τον Τζον Γουέιν.
Ακολούθησε το συμπαθητικό “Κρεμάστε τους ψηλά”, σε σκηνοθεσία Τεντ Ποστ, με τον Ίστγουντ να υποδύεται τον κλασικό πιστολέρο της Άγριας Δύσης, ενώ στη συνέχεια θα γυρίσει ως παραγωγός, καθώς η φήμη και τα κέρδη του, τού επέτρεψαν να στήσει και τη δική του εταιρία παραγωγής ταινιών, το ιδιαιτέρως καλογυρισμένο “Οι γύπες πετούν χαμηλά”, σε σκηνοθεσία Ντον Σίγκελ κι έχοντας ως συμπρωταγωνίστρια τη Σίρλεϊ Μακ Λέιν. Η συνύπαρξή τους στην ταινία απολαυστική. Μπαίνοντας στην εποχή της πτώσης του γουέστερν, ο Ίστγουντ στράφηκε στην αστυνομική περιπέτεια και χάραξε ένα διαφορετικό κινηματογραφικό χαρακτήρα, αυτόν του “Επιθεωρητή Κάλαχαν” (“Dirty Harry”), για τον οποίο δέχθηκε σφοδρή κριτική. Παράλληλα έπαιζε σε αρκετές περιπέτειες της σειράς, με λαμπρή εξαίρεση τη δραματική περιπέτεια “Απόδραση από το Αλκατράζ” (σκηνοθεσία Ντον Σίγκελ), μέχρι να έρθει η ώρα της αναγνώρισης για τη 16η ταινία που γύρισε ο ίδιος και του χάρισε το πρώτο Όσκαρ (1992), το γουέστερν “Οι ασυγχώρητοι”.
Ανάμεσα στους μεγάλους
"Οι ασυγχώρητοι" είναι σαφώς επηρεασμένο από τον Λεόνε, αλλά και τον Ντον Σίγκελ, δύο ανθρώπους που εκτιμούσε αφάνταστα ο Ίστγουντ. Η ταινία, απομυθοποιεί τη βία και ασκεί κριτική στη δύναμη της εξουσίας. Το σενάριο του Ντέιβιντ Γουέμπ Πίπολς, που είχε γράψει και το “Μπλέιντ Ράνερς”, αψεγάδιαστο, όπως και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών Κλίντ Ίστγουντ (υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου), Τζιν Χάκμαν (Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου) και Μόργκαν Φρίμαν. Τελικώς η ταινία θα πάρει και τα σημαντικότερα Όσκαρ, Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας και θα κάνει τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, αλλά το κυριότερο, θα βάλει τον Κλιντ Ίστγουντ στο κάδρο των μεγάλων σκηνοθετών.
Το 1990 θα μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το παρασκήνιο των γυρισμάτων της κλασικής ταινίας “Βασίλισσα της Αφρικής” στο οποίο πρωταγωνιστούσαν Μπόγκαρντ και Χέμπορν και στο οποίο ο σκηνοθέτης της ταινίας Τζον Χιούστον, τον οποίο υποδύεται ο Ίστγουντ, ασχολήθηκε περισσότερο με την εμμονή του, να σκοτώσει ένα λευκό ελέφαντα, θέτοντας σε κίνδυνο τα γυρίσματα και την παραγωγή της ταινίας. Μία εμβάθυνση πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία και στην αδυναμία ενός Δυτικού να κατανοήσει οποιοδήποτε πολιτισμό πέρα από το δικό του, αλλά και τη θέληση να κυριαρχήσει πάνω σε αυτόν. Το 1995 θα γυρίσει το εξαιρετικό και ευαίσθητο “Οι γέφυρες του Μάντισον”, έχοντας ως πρωταγωνιστές τον ίδιο και τη Μέριλ Στριπ, ενώ το 2003 θα σκηνοθετήσει με μαεστρία το υποβλητικό – για τις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ συνηθισμένων ανθρώπων σε μια γειτονιά- “Σκοτεινό ποτάμι”, με πρωταγωνιστές τους Σον Πεν, Τιμ Ρόμπινς, Κέβιν Μπέικον. Τον επόμενο χρόνο θα γυρίσει το “Million dollar baby”, το οποίο θα του χαρίσει το δεύτερο Όσκαρ σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας, ενώ θα δώσει και το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου στη Χίλαρι Σουάνκ και του δεύτερου ανδρικού ρόλου στον Μόργκαν Φρίμαν.
Ωριμότητα κι εμπειρίες
Τις ταινίες, που γυρίζει πλέον ο Ίστγουντ, κοινό και κριτικοί τις περιμένουν με ανυπομονησία. Είναι γεγονότα. Έχουν πάντα το δικό τους ενδιαφέρον και τη δική τους κινηματογραφική αξία. Ωστόσο, η ταινία “Γκραν Τορίνο”, που προβλήθηκε πριν ακριβώς 10 χρόνια, είναι αυτή με την οποία ο Ίστγουντ συμπυκνώνει τις εμπειρίες μιας ζωής. Αφήνει πίσω του τον σκληρό Ρεπουμπλικάνο -παρότι πολλές φορές τα θέματα των ταινιών του πήγαιναν κόντρα στην ιδεολογία της αμερικανικής δεξιάς-, αναθεωρεί τις αξίες και τα στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσε, βλέπει το πως άλλαξαν οι καιροί, πόσο διαβρωμένη είναι η δυτική ψυχή, στέλνει στέρεα μηνύματα κατά της ξενοφοβίας, αποφεύγοντας, ωστόσο, αυτό που απεχθάνεται περισσότερο, την πολιτική ορθότητα και εν τέλει φτιάχνει μια αριστουργηματική ταινία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι στο ίδιο πνεύμα της κλασικής αριστουργηματικής ταινίας “Η αιχμάλωτη της ερήμου”, με την οποία ο πατριάρχης του γουέστερν και ένας από τους δέκα-είκοσι κορυφαίους μάστορες του κινηματογράφου, Τζον Φορντ αναθεώρησε τις απόψεις του κι έδωσε την ευκαιρία στον Τζον Γουέιν να κάνει το ρόλο της ζωής του. Εντάξει, ο Κλιντ Ίστγουντ δεν μπορεί να μπει στο ίδιο βάθρο με τον Φορντ, αλλά σίγουρα είναι από τις λιγοστούς που μας έχουν απομείνει για να ασχολούμαστε στα σοβαρά με τον κινηματογράφο. Τι άλλο, με αγωνία αναμένουμε την τελευταία του ταινία, “The Mule”. Το μουλάρι...