Η κινεζική οικονομική διείσδυση στην ΝΑ Ευρώπη προκαλεί ανησυχία σε πολλούς στα Βαλκάνια που φοβούνται άσκηση πολιτικής επιρροής. Όμως το Πεκίνο ενδιαφέρεται κυρίως για τη μέγιστη οικονομική απόδοση των επενδύσεων.
Χρόνο με το χρόνο αυξάνονται οι κινεζικές επενδύσεις στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Δεν είναι λίγοι ωστόσο εκείνοι που προειδοποιούν για προσπάθειες του Πεκίνου να ασκήσει και πολιτική επιρροή όπου επενδύει. Μιλούν μάλιστα για κινεζικά «γεωστρατηγικά συμφέροντα». Συχνά όμως οι κίνδυνοι που φέρονται να απορρέουν από τον κινεζικό παράγοντα δεν ορίζονται με σαφήνεια από όσους προειδοποιούν.
Για την Κίνα το ζητούμενο στη νοτιοανατολική Ευρώπη είναι η δημιουργία υποδομών έτσι ώστε τα προϊόντα της να φθάνουν ευκολότερα στις αγορές της δυτικής Ευρώπης. Δεν γίνεται τυχαία λόγος για έναν «βαλκανικό δρόμο του μεταξιού», που συνδέει την Κίνα με τη δυτική Ευρώπη.
Η πρώτη μεγάλη κινεζική επένδυση έγινε το 2009 στην Ελλάδα όταν η Cosco διέθεσε περισσότερα από 650 εκατομ. ευρώ για την αξιοποίηση του λιμανιού διάρκειας 35 ετών. Επτά χρόνια αργότερα οι Κινέζοι εξασφάλιζαν με 280 εκατομ. την πλειοψηφία των μετοχών του ΟΛΠ.
Στο μεταξύ η Κίνα επενδύει και σε άλλες βαλκανικές χώρες. Θα πρέπει όμως να ξεχωρίσουμε τις επενδύσεις σε δύο κατηγορίες: τις άμεσες, όπως στο λιμάνι του Πειραιά, και τις έμμεσες που έχουν τη μορφή χαμηλότοκων πιστώσεων από κινεζικές τράπεζες. Όπως εκτιμά ο οικονομικός αναλυτής Γενς Μπάστιαν ειδικός σε ζητήματα κινεζικής διείσδυσης στα Βαλκάνια «για τη χορήγηση των δανείων προβλέπονται όροι, όπως είναι για παράδειγμα η ανάθεση έργων σε κινεζικές εταιρίες».
«Η Κίνα επενδύει πολύ περισσότερα χρήματα στη δυτική Ευρώπη»
Ο γερμανός ειδικός θεωρεί ωστόσο ότι οι επενδύσεις αυτές είναι σχετικά περιορισμένες τις αν συγκρίνουμε με το ύψος των κινεζικών επενδύσεων στην δυτική Ευρώπη. Όταν για παράδειγμα οι Κινέζοι εξαγοράζουν δυτικοευρωπαϊκές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας δαπανούν πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι για τις όποιες επενδύσεις τους στην νοτιοανατολική Ευρώπη. Η επένδυση στον Πειραιά στοίχισε στο Πεκίνο περίπου 1 δις ευρώ, ενώ συγκριτικά μόνο η εξαγορά της γερμανικής εταιρείας κατασκευής ρομπότ 4,5 δις ευρώ. Ένα άλλο παράδειγμα: Η μεγαλύτερη κινεζική επένδυση του 2018 ήταν η αγορά περίπου του 10% των μετοχών της Daimler από τον κινεζικό επενδυτή Li Shufu για συνολικά 7,5 δις ευρώ. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι στην Γερμανία οι Κινέζοι επένδυσαν πέρυσι 13,7 δις ευρώ, ενώ η γερμανική βιομηχανία επένδυσε στην Κίνα περίπου 70 δις ευρώ.
Στην ουσία ο στόχος των Κινέζων επενδυτών είναι ο ίδιος όπως κάθε επενδυτή: η μεγιστοποίηση του κέρδους. Και εδώ έχει δευτερεύουσα σημασία αν η επένδυση γίνεται στη νοτιοανατολική Ευρώπη ή τη Γερμανία. Γεγονός πάντως είναι ότι ισχυρότερες οικονομίες είναι σε θέση να θωρακίσουν αποτελεσματικότερα από ό,τι οι φτωχότερες τους λεγόμενους στρατηγικούς τομείς. Έτσι το Βερολίνο απέτρεψε την εξαγορά του κατασκευαστή επεξεργαστών Aixtron, επικαλούμενο λόγους εθνικής ασφαλείας. Παρόμοια έπραξε το Βερολίνο και με την επιχείρηση παροχής ενέργειας 50Hz.
O Γερμανός ειδικός Γενς Μπάστιαν εκτιμά ότι οι Κινέζοι αναζητούν οικονομικούς εταίρους με αδύναμη διαπραγματευτική θέση διότι έτσι δεν χρειάζεται να καταβάλουν τόσο υψηλά ποσά, όπως στη δυτική Ευρώπη. Σε αντίθεση με τη Ρωσία η Κίνα δεν επιδιώκει κυβερνητικές αλλαγές στις χώρες στις οποίες επενδύει διότι έχει κυρίως οικονομικά συμφέροντα, τονίζει ο Γενς Μπάστιαν. «Το γεγονός ότι η Κίνα δεν κάνει υποδείξεις για τον σεβασμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή της ελευθερίας του Τύπου αποτελεί ένα ευπρόσδεκτο μπόνους για τις κυβερνήσεις των δυτικών Βαλκανίων», καταλήγει ο γερμανός ειδικός.
Deutsche Welle / Ζόραν Αρμπούτινα / Στέφανος Γεωργακόπουλος