Δυσοίωνες οι δημοσκοπήσεις για τον Ερντογάν: Η οικονομία μπορεί να τον νικήσει…

 
Δυσοίωνες οι δημοσκοπήσεις για τον Ερντογάν: Η οικονομία μπορεί να τον νικήσει…

Ενημερώθηκε: 27/05/18 - 08:25

Ο ισλαμιστής πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν βρέθηκε στα μέσα Μαΐου στο Λονδίνο, συνοδευόμενος από υπουργούς και επιχειρηματίες, υποτίθεται για να προσελκύσει επενδύσεις.

Στόχος του: να αποκαταστήσει την εικόνα της τουρκικής αγοράς στα μάτια των «έξω», και ιδιαίτερα των Βρετανών με τους οποίους προσδοκά να έχει στενότερες σχέσεις στη μετά-Brexit εποχή.

Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ωστόσο, το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει «τρόμο και δυσπιστία», όχι μόνο στο Λονδίνο αλλά διεθνώς.

Ο 64χρονος Ερντογάν παρακάθισε το μεσημέρι της Δευτέρας, 14 Μαΐου, σε γεύμα με επενδυτές και επιφανείς επιχειρηματίες στη βρετανική πρωτεύουσα.

Στα αριστερά του, είχε τον υπουργό Οικονομίας Νιχάτ Ζεϊμπεκτσί, έναν πολιτικό που τυχαίνει να έχει σπουδάσει οικονομικά στο Λονδίνο. Και στα δεξιά του, τον αντιπρόεδρο της τουρκικής κυβέρνησης, Μεχμέτ Σιμσέκ, έναν πολιτικό με θητεία στη Bank of America (Merrill Lynch), που έχει σπουδάσει οικονομικά στο Έξετερ της νοτιοδυτικής Αγγλίας.

Και κάπου εκεί, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, η αλλιώς Ζεϊμπεκτσί και Σιμσέκ, ο Ερντογάν δήλωσε στους παρευρισκόμενους εμφατικά δύο πράγματα: ότι αμφισβητεί την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας και ότι προτίθεται να αρχίσει να ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο στη νομισματική πολιτική της χώρας μετά τις εκλογές του Ιουνίου.

Τους είπε, επίσης, ότι τα επιτόκια πρέπει να παραμένουν χαμηλά γιατί όταν ανεβαίνουν… ανεβαίνει μαζί τους και ο πληθωρισμός.

Τους είπε, με άλλα λόγια, ακριβώς όσα… δεν ήθελαν να ακούσουν, ενώ περίπου τα ίδια ανέφερε και σε δηλώσεις του στο πρακτορείο Bloomberg.

Εν έτει 2018, στα μάτια των ανθρώπων που κινούν τις αγορές, το να βγαίνει ένας πολιτικός ηγέτης, χώρας που μάλιστα ανήκει στην ομάδα των G20, και να αμφισβητεί ανοιχτά την ανεξαρτησία μιας Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί κάτι ανάμεσα σε… ανάθεμα, προπατορικό αμάρτημα και αιτία συναγερμού. Εάν εκείνος αρχίσει παράλληλα να αντιστρέφει και βασικές αρχές οικονομικής θεωρίας περί επιτοκίων και πληθωρισμού, τότε ο συναγερμός προφανώς εντείνεται… όπερ και εγένετο.

Οι οίκοι αξιολόγησης “αποκαθηλώνουν” τον Ταγίπ Ερντογάν: Ισχυρό χτύπημα από Fitch και S&P

Βλέποντας τα σημάδια, οι οίκοι αξιολόγησης Fitch και Standard & Poor’s θα έσπευδαν τις επόμενες ημέρες να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου για την τουρκική οικονομία, κάτι που είχαν πρόσφατα κάνει επίσης η Moody’s και το ΔΝΤ.

Ο οίκος Fitch θα χαρακτήριζε την τουρκική οικονομία ως μία από τις τρεις πιο ευάλωτες αναδυόμενες οικονομίες στον κόσμο, μαζί με εκείνες της Αργεντινής και της Ουκρανίας.

Ακούγοντας τον Ερντογάν στο Λονδίνο, εκείνο το μεσημέρι, οι παρευρισκόμενοι αντέδρασαν με «σοκ και δυσπιστία». Εάν σκέφτονταν να επενδύσουν στην Τουρκία, πλέον δεν το σκέφτονται… μέχρι νεωτέρας. Αναλυτές με βαθιά γνώση των τουρκικών εξελίξεων υποστηρίζουν, μιλώντας στο Έθνος της Κυριακής, ότι ο Ερντογάν έχασε εκείνη τη Δευτέρα στο Λονδίνο μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας που ενδεχομένως να του είχε απομείνει στα μάτια των «έξω».

«Τώρα πια θα σορτάρουν την τουρκική λίρα πριν από κάθε ομιλία Ερντογάν», σχολιάζει χαρακτηριστικά ομιλητής σε κλειστή συνάντηση του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) με θέμα τις προεκλογικές εξελίξεις στην Τουρκία.

Η συνέχεια, λίγο πολύ γνωστή, με τη λίρα να υποχωρεί σε ιστορικό χαμηλό την περασμένη Τετάρτη (23 Μαΐου) και την ισοτιμία της να διαμορφώνεται στις 4,9 λίρες ανά δολάριο, προτού η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, σε μια ασυνήθιστη κίνηση για τα τουρκικά δεδομένα, παρέμβει πυροσβεστικά προκειμένου να συγκρατήσει την κατρακύλα, ανεβάζοντας τα επιτόκια δανεισμού.

Τα δομικά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας ωστόσο παραμένουν στο δρόμο προς τις διπλές, προεδρικές και βουλευτικές, εκλογές του Ιουνίου.

Το τουρκικό νόμισμα έχει από τις αρχές του έτους χάσει περίπου το 20% της αξίας του, ενώ συνολικά την τελευταία δεκαετία έχει υποχωρήσει κατά περίπου 70%, με την πτώση μάλιστα να επιτείνεται από το 2014 και μετά.

Για μια χώρα όπως η Τουρκία, που εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει (μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2018, το έλλειμμα του εμπορικού της ισοζυγίου άγγιξε σχεδόν τα 21 δισ. δολ. και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τα 16,4 δισ. δολ., σύμφωνα με την Hurriyet), η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος αποτελεί χαίνουσα πληγή.

Η εν λόγω πληγή κινδυνεύει μάλιστα να κακοφορμίσει εάν συνδυαστεί με τον πληθωρισμό που καλπάζει κοντά στο 11% (ποσοστό τριπλάσιο σε σύγκριση με το μέσο όρο των αναδυόμενων οικονομιών), με τις τιμές του πετρελαίου που ανεβαίνουν διεθνώς (λόγω Ιράν), αλλά και με το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας που γιγαντώνεται.

Οι τουρκικές επιχειρήσεις έχουν λάβει δάνεια συνολικού ύψους περίπου 250 δισ. δολ., τα περισσότερα από τα οποία είναι σε ξένο νόμισμα. Το 40% του δημοσίου χρέους είναι επίσης σε ξένο νόμισμα, ενώ το συνολικό ακαθάριστο εξωτερικό χρέος της Τουρκίας (δημόσιο και ιδιωτικό) ανέρχεται σε περίπου 450 δισ. δολ.

Κι όμως, παρά τις προφανείς εξαρτήσεις από το εξωτερικό, ο Ερντογάν, «εχθρός των επιτοκίων» ο ίδιος ως βέρος ισλαμιστής, επιλέγει να «παίζει» με το τουρκικό νόμισμα. Διακηρύττει ότι «τα υψηλά επιτόκια είναι η μητέρα κάθε κακού», με τα συγκεκριμένα λόγια ωστόσο να ηχούν σχεδόν θεολογικά, όχι οικονομικά.

Παράλληλα, αποδίδει όλα τα τουρκικά προβλήματα σε «συνωμοσίες της Δύσης» και καλεί όποιον Τούρκο «πραγματικά αγαπάει την πατρίδα του, να μην μετατρέπει τις λίρες του σε ξένα νομίσματα». Για όλα τα «στραβά» στην οικονομία, ο Ερντογάν κατηγορεί τους Αμερικανούς, τους Εβραίους και το διεθνές κεφάλαιο, διαμηνύοντας ότι η Τουρκία «πληρώνει το τίμημα» απλώς και μόνο επειδή τολμάει να σηκώνει κεφάλι απέναντι στους ισχυρούς της γης.

Την ίδια ώρα, ο ίδιος συνεχίζει πάντως να μοιράζει ψηφοθηρικές «παροχές» στο εσωτερικό (φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις, δανειακές εγγυήσεις και ποικίλες διευκολύνσεις σε ημετέρους, επενδυτικά κίνητρα και απλόχερες πιστώσεις προσανατολισμένες κυρίως στη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη).

Όταν για παράδειγμα οι Ερντογάν και Γιλντιρίμ Ντεμιρερέν (η συνωνυμία με τα ονόματα των νυν κυβερνώντων είναι μεν τυχαία αλλά ενδεικτική) αγόρασαν στις αρχές Απριλίου τον μιντιακό όμιλο Doğan (Hurriyet, CNN Türk κ.α.), το έκαναν με χαμηλότοκο δάνειο από κεντρική τράπεζα της Τουρκίας.

Κι όταν πιο πρόσφατα, οι τιμές του πετρελαίου άρχισαν να ανεβαίνουν στον απόηχο της απόφασης των Αμερικανών να αποσυρθούν από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έσπευσε με προεδρικό διάταγμα να μειώσει τη φορολογία στα καύσιμα για να μην προλάβουν να φανούν οι αυξήσεις προεκλογικά στις τσέπες των ψηφοφόρων. Το γεγονός ότι έτσι τα φορολογικά έσοδα μειώνονται δεν φαίνεται να τον νοιάζει προς το παρόν. Κάποια στιγμή όμως θα αρχίσει να τον νοιάζει, ειδικά εάν η κατάσταση συνεχιστεί ως έχει.

Υπενθυμίζεται ότι ήταν μια οικονομική κρίση (εκείνη των ετών 2000-2001) που έφερε τον Ερντογάν στην εξουσία το 2002, και μια περίοδος οικονομικής ευημερίας (2002-2007) εκείνη που τον παγίωσε στην εξουσία.

Πίσω στο παρόν, μια νέα οικονομική κρίση θα μπορούσε ακόμη και να του κοστίσει το «θρόνο». Αξίζει να σημειωθεί, άλλωστε, ότι «η τουρκική οικονομία πέτυχε στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν ως συνδεδεμένη με τις διεθνείς αγορές», όπως σημειώνει ειδικός επί των τουρκικών θεμάτων σε κλειστή συζήτηση στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Εάν η εν λόγω διασύνδεση με τις διεθνείς αγορές πληγεί σημαντικά, τότε υπάρχει φυσικά κίνδυνος να πληγούν μαζί της και βασικοί πυλώνες της τουρκικής ανάπτυξης.

Οι δημοσκοπήσεις, πάντως, ήδη διαγράφονται δυσοίωνες για τον Ερντογάν στο δρόμο προς τις διπλές εκλογές της 24ης Ιουνίου. Το ενδεχόμενο εκείνος να χάσει τον έλεγχο της Βουλής είναι πια ορατό. Είναι δε σχεδόν βέβαιο ότι για την εκλογή προέδρου θα χρειαστεί και δεύτερος γύρος. Υπάρχουν, μάλιστα, σενάρια που θέλουν τον Ερντογάν να κηρύττει ξανά πρόωρες εκλογές σε περίπτωση που δεν του αρέσουν τα αποτελέσματα, διαιωνίζοντας έτσι την πολιτική ρευστότητα και… διακινδυνεύοντας παράλληλα νέες κρίσεις ρευστότητας.

Hellasjournal

Πηγή: