Ετοιμαζόμαστε, θυμάμαι, από νωρίς. Και μη θαρρείτε ότι γινόταν τίποτα σπουδαίο. Μέσα μας μόνο κάτι περίεργο συνέβαινε.
Κάτι μοναδικό, που είχε τη μυρωδιά βιολέτας, τη γεύση της ανάλαδης φακής και αυτή την πένθιμη μελαγχολία του σούρουπου. Όμως πολύ περισσότερο από κάθε μέρα. Ίσως γιατί, τη μέρα αυτή του Επιταφίου, η δύση του ήλιου ήταν πάντα μυστική. Απλώς σκοτείνιαζε και μέσα απ' τα μαύρα σύννεφα, έτρεχαν κι' έπεφταν στη γη χοντρές, αραιές σταγόνες.
Σαν δάκρυα της θλίψης ακριβά.... Και τότε αυτό συνέβαινε: ντυνόμαστε, παίρναμε τα κεριά, κίτρινα πάντα, και ανηφορίζαμε στον χωματόδρομο, ως τις γραμμές του τρένου...
Η νύχτα ήταν πυκνή σαν φτάναμε στο κουρείο του Θανάση. Ήταν ο θείος μας και κράταγε το μαγαζί ανοιχτό, για να μας περιμένει. Μπαίναμε μέσα, μας καλοδεχότανε, μας γέμιζε με χάδια και φιλιά κι αμέσως έπιανε να κουβεντιάζει μυστικά με τη μητέρα. Εμείς ξαπλώναμε στον ψάθινο μεγάλο καναπέ και αρχίζαμε γκριμάτσες στους καθρέφτες. Τεράστιους, κρυστάλλινους, οβάλ, μέσα στην ακριβή κορνίζα, έπιαναν απ' χο πάτωμα σχεδόν, ως το ταβάνι. Στο πάνω μέρος, στην κορυφή, υπήρχαν τα αετώματα με σκαλιστά αγγελάκια. Μπροστά τους οι περίτεχνες ξύλινες κομμωτικές πολυθρόνες, με προεξέχοντα τα αναπαυτικά στηρίγματα ποδιών και τα απαλά πτυσσόμενα μαξιλαράκια.
Ήταν κουρείο κι όμως έμοιαζε, στα παιδικά μας μάτια, σαν ανάκτορο. Με τα μπαρόκ φωτιστικά, τις ξύλινες λακαρισμένες τουαλέτες, με τους γυαλισμένους μπρούντζους, γεμάτες με ξεχωριστά καλλυντικά και ηδονικά μυρωδικά μέσα σε εξαίσια γυάλινα, χρωματιστά δοχεία... Έτσι ξεχνιόμαστε, χαζεύαμε. Και πότε – πότε, βγάζοντας κρυφά από την τσέπη το κλεψιμαίικο κουλουράκι της Λαμπρής, δαγκώναμε, γεμάτοι τύψεις που παραβιάζαμε την αυστηρή νηστεία, μια τόση δα μπουκιά. Μέχρι που ακούγαμε τις πένθιμες καμπάνες να χτυπούν...
Αμέσως βγαίναμε έξω. Τα καταστήματα έκλειναν σιγά – σιγά, τα φώτα σβήνανε κι ο δρόμος γέμιζε με ήχους εκκωφαντικούς απ' τις αδέσποτες μεγάλες τρακατρούκες, που έσκαγαν ξαφνικά μπροστά σου, και τους θορύβους των δικτυωτών ρολών που, κατεβαίνοντας, ασφάλιζαν και κλείδωναν τότε τα μαγαζιά...
Σε λίγο ακούγαμε από μακριά την μπάντα να παιανίζει πένθιμα κι έφτανε αυτό για να ξαναφουντώσει μέσα μας η ιερή αγωνία για το δράμα του Ιησού. Ύστερα βλέπαμε τα εξαπτέρυγα από μακριά κι ευθύς ανάβαμε τα κίτρινα κεριά, καθώς η λυπημένη ατμόσφαιρα της νύχτας εξέπεμπε μια μελωδία δοξαστική, λυτρωτική, βυζαντινή, εν χορώ, γενναία: Αι γενεαί πάσαι υμνον την ταφήν σου προσφέρουσι, Χριστέ μου...
Και τότε βλέπαμε τον Επιτάφιο, τον πιο ωραίο. Με αψίδες από άλικα γαρίφαλα που έπαιρναν σχήμα μίτρας ποιμαντορικής μέσα στη λάμψη απ' τα αναμμένα φαναράκια στις γωνιές και στην κορυφή – τα πλαϊνά ανθοστόλιστα με άσπρες και μοβ βιολέτες και πανσέδες.
Κι έτσι όπως πέρναγε μπροστά μας μες στη νύχτα, ιπτάμενος, στους ώμους των πιστών, φάνταζε στα αθώα μάτια μας, τα παιδικά, σαν την «Αγιά Σοφιά», να περπατάει και αυτή ανάμεσα στα πλήθη των πιστών. Αμέσως, ασυνείδητα, με δέος που έφτανε απ' τη γη ως τον ουρανό, ενώναμε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού, τα φέρναμε στο σώμα εμπρός και κάναμε το σήμα τον σταυρού...
Νίκος Τσαγκρής (Από τη συλλογή Εγώ Εμείς Αυτοί είμαστε, Εκδόσεις Καστανιώτη)
Πηγή: restaro