Ήταν Μεγάλη Παρασκευή και τότε. Λίγο νωρίτερα όμως από φέτος, 11 Απρίλη 1947. Άνοιξη, αγέλαστη άνοιξη που θα έλεγε και ο Μενέλαος Λουντέμης. Εμφύλιος στην πατρίδα. Ματώνει ο λαός μας, έκτακτα στρατοδικεία, φυλακές, εξορίες, τρομοκρατία.
Στα χαμηλά υψόμετρα η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Αλλά εκεί ψηλά στα Άγραφα, στο πέρασμα της Νιάλας, ο χειμώνας παραμόνευε…
Στην Ευρυτανία βρίσκονται αποκομμένες μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ), τραυματίες, καταδιωγμένες οικογένειες ανταρτών, κυκλωμένες από τα κυβερνητικά στρατεύματα και από τα συνεργαζόμενα παρακρατικά αποσπάσματα.
Μόνη ελπίδα σωτηρίας τους ήταν να σπάσουν τον κλοιό και να προσπαθήσουν να ενωθούν με τις υπόλοιπες δυνάμεις στην περιοχή Βουλγάρα στο Αρχηγείο Θεσσαλίας.
Αντλούμε στοιχεία από το θαυμάσιο blog του Ευρυτάνα Ιχνηλάτη
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Η απόφαση είναι μία: να διασχίσουν την κορυφογραμμή της Νιάλας ως μόνη οδό διαφυγής. Στο άκουσμα πολλοί κερώνουν. Αντιλαμβάνονται τι σημαίνει να διασχίσει κανείς αυτά τα άγρια ανεμοδαρμένα περάσματα των Αγράφων σε υψόμετρο 2.200 μέτρων, σε γυμνές, παγωμένες και αφιλόξενες κορυφές. Συν τοις άλλοις, υπάρχει υπόνοια μήπως ο στρατός έχει πιάσει τα περάσματα της Νιάλας. Όμως δεν τους απομένει άλλη επιλογή.
Η φάλαγγα συγκροτείται ως εξής: Εμπροσθοφυλακή μπαίνουν 2 μάχιμοι λόχοι, στη μέση τα γυναικόπαιδα και οι λαβωμένοι, οπισθοφυλακή ο 3ος λόχος του Γιάννη Παπαϊωάννου.
Στις 11 του Απρίλη, Μεγάλη Παρασκευή, η πομπή ξεκινά μέσα σε πολύ δυσμενείς συνθήκες, με συνεχόμενη καταρρακτώδη βροχή και πολύ κρύο. Στις επόμενες ώρες της ανάβασης επικρατεί ανείπωτος χαλασμός, κατακλυσμός! Σύντομα θα υπάρξουν τα πρώτα θύματα, αυτοί που παρασύρονται στις χαράδρες μαζί με τα κακοτράχαλα μονοπάτια που δεν αντέχουν τον κατακλυσμό και γκρεμίζονται στην άβυσσο.
Καθώς η φάλαγγα ανεβαίνει και κερδίζει υψόμετρο, η βροχή μετατρέπεται σε χιόνι, σε φοβερή χιονοθύελλα. Κάτω από το παχύ στρώμα του χιονιού σβήνονται τα μονοπάτια και οι στράτες, χάνονται τα περάσματα. Οι συνθήκες είναι απερίγραπτες. Ο χιονιάς θεριεύει, το αφόρητο κρύο τους περονιάζει ως το κόκαλο. Τα στοιχεία της φύσης λυσσομανάνε δίχως σταματημό θέλοντας να αφανίσουν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ηρωικοί μαχητές του ΔΣΕ και οι άμαχοι, μαστιγωμένοι από το πολικό ψύχος, ξυπόλητοι, ρακένδυτοι οι περισσότεροι, σφίγγουν τα δόντια και προχωράνε. Κοκαλωμένα τα χέρια, αδύναμες οι ανάσες, παγωμένα κούτσουρα τα πόδια, σέρνονται βαριά. Οι πιο νέοι παίρνουν στις πλάτες τους γυναίκες, παιδιά και ανήμπορους τραυματίες. Μα η μανία της Νιάλας δε λέει να κοπάσει, είναι αποφασισμένη να εξοντώσει κάθε οντότητα που τολμά να αμφισβητήσει την απόλυτη κυριαρχία της. Αλλά και οι άνθρωποι το ίδιο αποφασισμένοι κι αυτοί να κερδίσουν τη μάχη της επιβίωσης. Όσο η πομπή ανηφορίζει, σαν μια μεγάλη μαύρη κάμπια στην κατάλευκη ράχη του βουνού, τόσο αυτό αγριεύει περισσότερο. Κάθε βήμα πλέον είναι και μια υπέρβαση, κάθε δρασκελιά είναι και μια μάχη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Αντιγράφουμε κατά λέξη από τον Ευρυτάνα Ιχνηλάτη, όπως ο ίδιος με την δική του περιγραφή αφηγείται
«Οι ανθρώπινες δυνάμεις στερεύουν εκεί μέσα στο λευκό εφιάλτη. Κάποιοι δεν αντέχουν άλλο. Σαν στάχυα κομμένα από το δρεπάνι του χάροντα, λυγίζουν και πέφτουν. Βρέφη, παιδιά, γυναίκες σβήνουν. Το τρίχρονο αγοράκι της Βάγιας Ράγια ξυλιάζει και χάνεται! Αυτή η γυναίκα κυνηγημένη από τους παρακρατικούς φονιάδες είχε ακολουθήσει την πορεία για να συναντήσει τον αντάρτη σύζυγό της στη Βουλγάρα. Θα χαθεί και αυτή και το μωρό της μα και η άλλη 18χρονη κόρη της. Παλικάρια παραδίδουν κι αυτά την τελευταία τους πνοή, θυσία στο βωμό της Νιάλας. «Αδέρφια, προχωράτε εσείς, εμείς φεύγουμε» σιγοψιθυρίζουν και γέρνουν. Ο τόπος σπέρνεται με δεκάδες ανθρώπινα κορμιά. Ένας βουβός θρήνος απλώνεται σε όλη την πορεία. Οι επικεφαλής αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους και διατρέχοντας συνεχώς το σώμα της πορείας βοηθούν, δίνουν κουράγιο στους συναγωνιστές τους. Επιφορτισμένοι όμως και με το ιερό καθήκον της διάσωσης τόσων ανθρώπων, έχουν δώσει διαταγή να πιαστούν όλοι σε αλυσίδες και να μην σταματάει κανείς ότι και αν διαδραματίζεται δίπλα τους. Όμως τελικά τσακισμένοι και αυτοί συναισθηματικά με όλα όσα συμβαίνουν, λυγίζουν και δίνουν εντολή σε κάποιους μαχητές να γυρίσουν ξανά πίσω για να περισυλλέξουν τυχόν επιζώντες. Τα δάκρυα παγώνουν στα μάτια των ανθρώπων της αποστολής διάσωσης, όταν αντικρίζουν συντρόφους και συντρόφισσες, παγωμένα ανθρώπινα γλυπτά, να κοιμούνται για πάντα στο λευκό σάβανο της Νιάλας. Τους ελάχιστους που αναπνέουν ακόμη τους ζαλιγκώνονται στις πλάτες και επιστρέφουν συγκλονισμένοι.
Η ψυχή νικάει τον τρόμο. Η παγωμένη Νιάλα υποκλίνεται μπροστά στην τιτάνια δύναμη και την ατσάλινη καρδιά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και των παιδιών του που αψηφούν το θάνατο με όπλο το αντάρτικο τραγούδι!
Και έτσι το Μ. Σάββατο το βράδυ, 12 Απριλίου 1947, η πομπή καταφέρνει να φτάσει στον Αυχένα του βουνού και αρχίζει να κατηφορίζει προς τη Σάικα. Το κουράγιο αναζωπυρώνεται, νέες δυνάμεις αντλούνται, ο στόχος πλέον είναι κοντά. Θα τα καταφέρουν! Η λύτρωση, για τους πολλούς, είναι πλέον γεγονός.
Η κορύφωση του δράματος: «Μην πυροβολείτε, είμαστε αδέλφια»
Δεν ισχύει όμως για όλους το ίδιο. Ορισμένοι και συγκεκριμένα ο 3ος λόχος της οπισθοφυλακής του Γιάννη Παπαϊωάννου, μαζί και άμαχοι, τραυματίες και πολιτικά στελέχη, χάνονται μέσα στην πυκνή ομίχλη και τη χιονοθύελλα που εξακολουθεί να μαίνεται ακόμη πιο έντονη και ξεστρατίζουν ακολουθώντας λάθος κατεύθυνση από αυτή των υπολοίπων συντρόφων τους που έχουν ήδη σωθεί. Και τότε πέφτουν κατάφατσα επάνω σε φυλάκια μονάδων του κυβερνητικού στρατού που έχουν στρατοπεδεύσει στο σημείο μέσα σε αντίσκηνα στο χιόνι. Ξυλιασμένοι κι εκείνοι από το κρύο να προσμένουν ανήμποροι το τελειωτικό χτύπημα της οργισμένης Νιάλας που δε λέει να κοπάσει τη μανία της.
Και τότε συμβαίνει κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στα παγκόσμια χρονικά των πολεμικών αναμετρήσεων. «Μην πυροβολείτε είμαστε αδέρφια», «αφήστε να περάσει απόψε το κακό και αύριο φεύγουμε» φωνάζουν αναμεταξύ τους ένοπλοι και από τις δύο πλευρές. Οι παγωμένοι αντάρτες μπαίνουν μέσα στις σκηνές των στρατιωτών. Αφήνουν τα τουφέκια τους και κάθονται κατάχαμα. Κανένας από τους στρατιώτες δεν κινείται. Κανένας!
Μέσα σε μια απόλυτη σιωπή τα βλέμματα συναντώνται. Παιδιά της αγροτιάς και της εργατιάς, αντάρτες και απλοί φαντάροι, μιλάνε με το βλέμμα της ψυχής. Νιώθουν, διαισθάνονται οι απλοί φαντάροι ότι τούτοι οι γενναίοι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που δεν δείλιασαν να τα βάλουν με παγκόσμιες αυτοκρατορίες, που τόλμησαν να πραγματοποιήσουν αυτή την ανάβαση του θανάτου, δεν μπορεί παρά να πιστεύουν σε υψηλά ιδανικά. Ξέρουν και οι αντάρτες ότι πολλοί από τους φαντάρους είναι απλά παιδιά του λαού, που αναγκαστικά υπηρετούν μια θητεία που τους επιβλήθηκε από το ελεεινό καθεστώς της αμερικανοκρατίας και των συμμάχων της και ότι ίσως μέσα τους να αντιλαμβάνονται κι αυτοί την αλήθεια.
Ξάφνου, ένας φαντάρος απλώνει το χέρι και προσφέρει μερικά σπυριά σταφίδες και λίγο κονιάκ σε κάποια ανταρτόπουλα. Είναι μία φοβερή σκηνή που περιγράφει και στην ταινία του «Ψυχή βαθιά» ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, μόνο που, καλλιτεχνική αδεία, την μεταφέρει σε άλλο τόπο, κάπου στο Γράμμο, και όχι εκεί που συνέβη πραγματικά, δηλαδή στη Νιάλα των Αγράφων της Ευρυτανίας.
Η άγρια χιονοθύελλα, που εξακολουθεί έξω να λυσσομανάει, γίνεται η αιτία για την ιστορική ανακωχή της Νιάλας. Μερικοί θα βρουν το κουράγιο να πουν δυο λόγια: Για τους ξένους δυνάστες που οδήγησαν ένα λαό σε αλληλοσκοτωμό για τα βρώμικα συμφέροντα μιας χούφτας πλουτοκρατών, δοσίλογων και ξενόφερτων βασιλιάδων. Μιλούν για το γολγοθά της φονικής ανάβασης, για αυτούς που έμειναν πίσω για πάντα. Κι ύστερα ξανά σιωπή. Έτσι θα κοιμηθούν πλάι-πλάι μέσα στις ίδιες σκηνές. Κάποιοι αντάρτες και φαντάροι δεν θα ξυπνήσουν ποτέ ξανά, θα ξεπαγιάσουν μέσα στα αντίσκηνα τα οποία είναι αδύνατον να αναχαιτίσουν το απίστευτο φονικό κρύο.
Το όνειρο διαλύεται ανήμερα την Ανάσταση
Το επόμενο πρωί 13 Απρίλη, ημέρα Πάσχα, όλα θα αλλάξουν. Ο “εθνικόφρων” ταγματάρχης Αλευράς που έχει αντιληφθεί ότι ο κύριος όγκος των αντάρτικων δυνάμεων κατάφερε να ξεφύγει, βλαστημά και απειλεί θεούς και δαίμονες. Παίρνει τον ασύρματο και δίνει σήμα στο κέντρο ότι… «κρατά αιχμαλώτους τα απομεινάρια των συμμοριτών», ενώ ταυτόχρονα ζητά επειγόντως ενισχύσεις. Οι ανώτεροί του, του υπόσχονται και προαγωγή!
Τη συνομιλία αντιλαμβάνεται ο επικεφαλής των ανταρτών Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος αντιδρά και ρωτάει τον Αλευρά γιατί παραβιάζει την ανακωχή. Ο Αλευράς βρίζοντας τον προκαλεί σε μονομαχία πυροβολώντας μάλιστα πρώτος. Όμως στην τελική έκβαση νικητής θα αναδειχθεί ο αντάρτης. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Γ. Παπαϊωάννου δίνει αμέσως αυστηρή διαταγή να συγκεντρωθούν οι, διασκορπισμένοι στα αντίσκηνα, αντάρτες και να αποχωρήσουν τάχιστα.
Ο χρόνος είναι ξανά εχθρός. Με χίλια δυο βάσανα οι μισοξεπαγιασμένοι αντάρτες προσπαθούν και πάλι να σταθούν στα πόδια τους. Τελευταία στιγμή οι περισσότεροι κατορθώνουν να ξεφύγουν, όταν έξαλλες κραυγές κυβερνητικών αξιωματικών αναστατώνουν τον τόπο. Έχουν φτάσει οι στρατιωτικές ενισχύσεις για τα φυλάκια.
Όμως 31 άτομα, αντάρτες και πολιτικά στελέχη, λιπόθυμοι και μισοπεθαμένοι μέσα σε κάποιες απομακρυσμένες σκηνές, δεν μπόρεσαν να ακούσουν τη διαταγή αποχώρησης του Παπαϊωάννου και συλλαμβάνονται. Ανάμεσά τους και η δασκάλα Βαγγελιώ Κουσιάντζα. Αυτοί οι άνθρωποι θα βασανιστούν απάνθρωπα στα κρατητήρια (και ειδικά η Βαγγελιώ) και στη συνέχεια άλλοι εξ' αυτών θα καταδικαστούν σε ισόβια, ενώ 10 διαλεχτοί αγωνιστές θα εκτελεστούν τελικά στην “Ξηριώτισσα” στη Λαμία, στις 9 Μάη 1947, με απόφαση ενός αδίστακτου φασίστα στρατοδίκη που έβγαζε καταδικαστικές αποφάσεις θανάτου χαμογελώντας.
Η εκπληκτική Βαγγελίτσα θα δώσει και πάλι μαθήματα ηρωισμού όταν πρώτη θα σύρει το χορό "έχε γεια καυμένε κόσμε" μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα!!! Συγκλονισμένοι από την απίστευτη σκηνή οι στρατιώτες του 106 Τάγματος θα αρνηθούν να πυροβολήσουν και το δολοφονικό έργο θα το αναλάβουν εντέλει οι παρακρατικοί. Η Βαγγελιώ ολόρθη και με το κορμί τρυπημένο από τις σφαίρες θα ζητωκραυγάζει για το δίκιο του αγώνα, μέχρι τη χαριστική βολή των δημίων! Οι υπόλοιποι εκτελεσμένοι αγωνιστές ήταν οι: Τσιρώνης Βασίλης, Παπαγεωργίου Δημήτρης, Χαλκιάς Κώστας, Γαλανίτσας Αλέκος, Χασιώτης Δημήτρης, Καψάλης Θανάσης, Βαρνάβας Αλέκος, Κυρίτσης Χαρίλαος, Αθάνατος Δημήτρης.
Κλείνοντας θα αναφέρουμε κάποια ακόμη ονόματα που γνωρίζουμε και που αφορούν εκείνους που χάθηκαν στη διάρκεια της φονικής ανάβασης στη Νιάλα: Ταγκούλης Βαγγέλης, Ράγια Βάια, Ράγια Ιουλία, Ράγιας Γιάννης, Στάικος Θανάσης, Ζορμπάς Βαγγέλης, Καλατζής Γιώργος, Καούρας Χρήστος, Παπαδημητρίου Θωμάς, Τσαμανής Σούλας, Τσαμανή Κούλα, Πατρίκης Κώστας, Παναγιωτόπουλος Σεραφείμ, Τσουλάς Παυσανίας, Θοδωρής Κώστας, Θοδωρής Χαρ., Μπουλτσή Ελένη, Οικονόμου Λάμπρος..
Αυτή είναι η φοβερή ιστορία της Νιάλας των Αγράφων. Στο τρομερό βουνό του χαμού, στέκει σήμερα μια λιτή πλάκα που αναγράφει : «Στη θέση αυτή έπεσαν χτυπημένοι από φοβερή χιονοθύελλα αντάρτες του ΔΣΕ στρατιώτες του κυβερν. Στρατού και άμαχοι πολίτες στις 12-4-1947».
Πηγή: