Πόσο μίσος πια…

 
Πόσο μίσος πια…

Ενημερώθηκε: 18/12/17 - 09:56

Της Ρομίνας Ξυδά

Αρθρογράφος: Ρομίνα Ξυδά

Τον Βασίλη Μπεσκένη δεν τον γνώριζα κι όμως είναι σαν να τον ήξερα. Σαν να καθόταν εδώ, στο διπλανό γραφείο με συγχρονισμένους παλμούς καρδιάς σ’ ένα ασυγχρόνιστο επάγγελμα.

Στο θέμα του σήμερα που πρέπει να έχεις έτοιμο χθες, στην είδηση του τώρα που τρέχεις με χίλια για να προλάβεις, στο αποκλειστικό της ζωής σου που την επόμενη στιγμή βλέπεις πεταμένο στα σκουπίδια μαζί με δυο κουτάκια μπύρας και μερικά αποφάγια. Φωνές, ένταση, άγχος, τρέξιμο, αδικίες, βύσματα, ανταγωνισμοί, μαχαιρώματα, κουτσομπολιά, πάθη, παρεξηγήσεις, μειώσεις, απολύσεις, τσιγάρα, ποτά, λίγοι φίλοι, ελάχιστα «μπράβο» κι εκείνη η φωτεινή επιγραφή «ουδείς αναντικατάστατος» στο διευθυντήριο τού κάθε μαγαζιού. Κι εσύ εκεί. Κι ο Βασίλης, ο κάθε Βασίλης, του διπλανού γραφείου, να παλεύει με θεριά ανήμερα για να εξημερώσει τον κόσμο με μοναδικό όπλο μια πένα πιο αιχμηρή από των άλλων και μια φωνή λίγο, ελάχιστα, πιο δυνατή από τη δική σου.

Ξέρω, σαν να καθόταν εδώ, στο διπλανό γραφείο, έχασε πολλά. Ραντεβού που αναβλήθηκαν από το χτύπημα ενός τηλεφώνου, εκδρομές που ματαιώθηκαν από το «σκάσιμο» ενός γεγονότος, διακοπές που μίκρυναν από το μεγάλωμα κάποιας ιστορίας, μέρες που σουρούπωσαν από κάποιο «έκτακτο», άδειες που ακυρώθηκαν από την επικύρωση κάποιας συμφωνίας, γιορτές που έγιναν βάρδιες και βάρδιες που μεταλλάχθηκαν σε ωράρια χωρίς υπερωρίες. Κι ο Βασίλης, ο κάθε Βασίλης, του διπλανού γραφείου να πιστεύει ότι έχει χρόνο, άπλετο χρόνο, όλα να τα ζήσει, όλα να τα χαρεί, και πως ακόμη κι αν δεν έχει, τίποτα δεν θ’ άλλαζε, τίποτα δεν θα έκανε αλλιώς.

Η θέση του Βασίλη, στο διπλανό ή στο παραπέρα γραφείο, έμεινε από χθες κενή με την είδηση τού θανάτου του να κομματιάζει ακόμη κι εκείνους που δεν τον συνάντησαν ποτέ. Μόλις μια μέρα πριν το φευγιό του είχε βαφτίσει το παιδί του, ήταν νέος, ήταν ταλαντούχος, ήταν έντιμος, ήταν άτυχος, ήταν ένας από εμάς. Ένας από εμάς που κάποιοι φρόντισαν να αποχαιρετήσουν στα social media με ακατάληπτους χαρακτηρισμούς και άπλετη χαιρεκακία. «Άνθρωποι» που κομματικοποιούν το θάνατο, υποκείμενα που ποτέ τους δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μιζέρια τους, υποχείρια μιας σάπιας καρδιάς κι ενός σαλεμένου μυαλού που ξεβράζει μόνο μίσος. Κάφροι του εαυτού τους.

Τέτοια τέρατα υπάρχουν πολλά και δυστυχώς για όλους μας κυκλοφορούν ελεύθερα. Ο θάνατος του Βασίλη δεν αναδεικνύει μία μεμονωμένη εκδήλωση μίσους αλλά ένα καθημερινό φαινόμενο πάμφτωχων εγκεφάλων που πλήττει τη φτωχή μας κοινωνία. Εύχονται να πεθάνει ο τάδε επειδή είναι αριστερός και να ψοφήσει ο δείνα επειδή είναι δεξιός. Πετούν κατάρες σε παιδιά και σε γονείς, ξερνούν φαρμάκι σε επιτυχίες, χαμογελούν σε κηδείες, χειροκροτούν σε θανάτους, ζητωκραυγάζουν σε καταστροφές, αποθεώνουν τη βία, υποκλίνονται στην εκδίκηση, φοβερίζουν, απειλούν, τρομοκρατούν. Ναι. Είναι η κρίση που ξέβρασε τόσο μίσος και τόση κακία. Είναι αυτός ο καταρράκτης που ξέπλυνε με ορμή από τα πρόσωπα πολλών το χρυσωμένο τους χαμόγελο κι έκανε κουρέλια τα δανεικά τους λούσα. Είναι αυτή η ευλογημένη γύμνια που μας έκανε να καταλάβουμε ότι δίπλα μας κυκλοφορούν χιλιάδες άρρωστοι, αμέτρητοι ψυχοπαθείς. Είναι αυτό το δύσκολο που διαχώρισε τους ανθρώπους από τα λυσσασμένα ζώα με ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Κι ήταν αυτός ο θάνατος, ο θάνατος του Βασίλη, που έκανε όλους εμάς να αναλογιστούμε το μεγαλείο της ζωής και την μικρότητα κάποιων «ανθρώπων». Ήταν αυτό το φευγιό που μας έδωσε ακόμη ένα σκληρό μάθημα ζωής…