Λοιπόν; Θα χαιρετίσει σήμερα κανείς από όσους διοργανώνουν βαρύγδουπα συνέδρια με αντικείμενο (μεταξύ άλλων) «την κατάσταση των θεσμών στην πατρίδα μας» την απόφαση του Αρείου Πάγου για την υπόθεση Γεωργίου;
Ή μήπως ο Αρειος Πάγος είναι «καλός» όταν απορρίπτει το αίτημα για την έκδοση των οκτώ Τούρκων, αλλά αίφνης μεταβάλλεται σε «κακό» όταν αποφασίζει να επικυρώσει την εφετειακή απόφαση για την καταδίκη του πρώην διοικητή της ΕΛ.ΣΤΑΤ.; Κράτος δικαίου το ένα, κράτος δικαίου το άλλο.
Και η τελευταία εξέλιξη με τον Γεωργίου δείχνει ότι ναι, πράγματι -για να θυμηθούμε και τον παραιτηθέντα πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας-, υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα.
Υπάρχουν και γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις ωμές παρεμβάσεις της Κομισιόν, που κάνει υποδείξεις στην ανεξάρτητη ελληνική Δικαιοσύνη, υπάρχουν δικαστές που αρνούνται να διαβάσουν τις αγωνιώδεις εκκλήσεις των στελεχών του ΔΝΤ να σωθεί ο εκλεκτός τους, υπάρχουν δικαστές που διαβάζουν ελληνικές εφημερίδες και όχι τα όργανα του διεθνούς κατεστημένου, ΜΜΕ τα οποία κάθε φορά που επίκειται δικαστική απόφαση για τον αγαπημένο της τρόικας παρεμβαίνουν ωμότατα στους θεσμούς και τους λένε τι να κάνουν.
Και η τελευταία απόφαση έχει τεράστια σημασία για ακόμη έναν λόγο. Ο Ανδρέας Γεωργίου καταδικάστηκε ρητά και αμετάκλητα από την ελληνική Δικαιοσύνη για παράβαση καθήκοντος σε βαθμό πλημμελήματος επειδή δεν συγκάλεσε το διοικητικό συμβούλιο της ΕΛ.ΣΤΑ.Τ και δεν το ενημέρωσε ότι διαβιβάζει νέα αλλοιωμένα στατιστικά στοιχεία στην Ε.Ε. για το έλλειμμα του 2009. Καταδικάζεται γιατί δεν συγκάλεσε και δεν ενημέρωσε το διορισμένο από το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνηση Παπανδρέου διοικητικό συμβούλιο της ΕΛ.ΣΤΑΤ., δικούς του ανθρώπους δηλαδή, όχι κάποιο εχθρικό όργανο.
Εάν έκανε τόσο καλά τη δουλειά του, αν καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται, όπως λένε, και το κράτος τού χρωστά εύφημο μνεία, γιατί ο κ. Γεωργίου δεν θέλησε να επικυρώσει με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. τη διαβίβαση των επικαιροποιημένων στατιστικών στοιχείων; Γιατί την απέκρυψε;
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, από το οποίο μας ήρθε ως έμπειρος τεχνοκράτης, έτσι άραγε λειτουργεί; Χωρίς αποφάσεις συλλογικών οργάνων; Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι νομίζω περιττή.
Η Δικαιοσύνη τον καταδίκασε ότι παρέβη το καθήκον του. Βαριά ετυμηγορία, αν και πλημμεληματική. Τον καταδίκασε διότι έστειλε νέα παραποιημένα στοιχεία για το έλλειμμα του 2009 εν κρυπτώ και παραβύστω.
Και τώρα, το Συμβούλιο Εφετών, που θα κρίνει αν συντρέχει λόγος παραπομπής του κ. Γεωργίου στο ακροατήριο για το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης, θα πρέπει -σε αυτούς τους καιρούς- να συνεκτιμήσει την ενδεχόμενη συμπεριφορά του κ. Γεωργίου στη βάση ενός νέου δεδομένου. Του δεδομένου της αμετάκλητης καταδίκης του για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.
Μπορεί, βεβαίως, να το αγνοήσει - δικαίωμά της, ανεξάρτητες υποθέσεις είναι η μία με την άλλη.
Μπορεί, όμως, και να θεωρήσει ότι η διάπραξη του πλημμελήματος της μη ενημέρωσης του Δ.Σ. της ΕΛ.ΣΤΑΤ. συνδέεται ουσιωδώς με τη διάπραξη του τυχόν κακουργήματος της ψευδούς βεβαίωσης. Δεν ενημέρωσε σκοπίμως το Δ.Σ. της ΕΛ.ΣΤΑΤ. διότι γνώριζε ότι διαπράττει το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης και δεν ήθελε να το γνωρίζει κανείς.
Ωστόσο, όλα αυτά είναι υποθέσεις δικές μας που δεν γνωρίζουμε τον φάκελο στο σύνολό του. Οι δικαστές θα αποφασίσουν αυτό που νομίζουν και η απόφασή τους -όποια και αν είναι- θα γίνει σεβαστή.
Εμείς δεν είμαστε «Financial Times» για να λέμε στους δικαστές τι να κάνουν. Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε το εξής: Ξέρουμε γιατί ανησυχούν πολύ στις Βρυξέλλες, στην Ουάσινγκτον, στην Αθήνα και τη... Βοστόνη και θέλουν να ξαναγράψουν την Ιστορία.
Γνωρίζουν καλά ότι η υπόθεση των αλλοιωμένων στατιστικών στοιχείων είναι διεθνές θέμα.
Αν αποδειχθεί ότι κάποιοι με όπλο τα στατιστικά επέβαλαν στον λαό πέντε φορές λιτότητα από όση έπρεπε για να εξοφλεί από την τσέπη του χρέος εις όφελος τραπεζών, τότε η Ελλάς μπορεί να αναζητήσει ευρωπαϊκές αποζημιώσεις (όχι γερμανικές, ευρωπαϊκές), ενώ όσοι συνέπραξαν θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τον πέλεκυ διεθνών δικαστηρίων.
ΠΗΓΗ: Το άρθρο του δημοσιογράφου Μανώλη Κοττάκη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατία»