Η συνδικαλιστική ελευθερία συνθλίβεται καταστατικά...

 
Η συνδικαλιστική ελευθερία συνθλίβεται καταστατικά...

Ενημερώθηκε: 16/09/18 - 13:00

Του Θύμιου Λυμπερόπουλου

Αρθρογράφος: Θύμιος Λυμπερόπουλος

«Ο συνδικαλισμός πρέπει να είναι διεκδικητικός και ανεξάρτητος. Και να μην δένεται στο άρμα κανενός κόμματος. Αν έπρεπε να πέσει κάποτε μία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα ευχόμουν να έπεφτε από ένα τέτοιο συνδικαλιστικό κίνημα».

Μ’ αυτόν τον τρόπο είχε κλείσει μια εκδήλωση με πολιτικούς και συνδικαλιστικούς φορείς ο Πρόεδρος –τότε– της Νέας Δημοκρατίας, Ευάγγελος Αβέρωφ.

Το αξιακό σύστημα εκείνης της πολιτικής γενιάς που ανδρώθηκε υπό την καθοδήγηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και έκανε πράξη (εφήρμοσε) τις αρχές του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, απέρριπτε τον καθοδηγούμενο συνδικαλισμό γιατί δεν είχε να προσφέρει τίποτα απολύτως στην πατρίδα.

Ήταν ωστόσο κατανοητό ότι οι επαγγελματικές ενώσεις μετέφεραν μηνύματα από την ελληνική κοινωνία και θα ήταν ηλίθιο να τα απορρίψει κανείς, πόσο μάλλον να τα αγνοήσει χωρίς καν να τα ακούσει.

Σε κάθε περίοδο της νεότερης ιστορίας οι ανεξάρτητες και δυναμικές συνδικαλιστικές οργανώσεις αποτέλεσαν εγγύηση για την δημοκρατία και την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Το πόσο ανεξάρτητες υπήρξαν μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί κριτήριο για το επίπεδο της δημοκρατίας και της ελευθερίας που παρήγαγε το πολιτικό μας σύστημα.

Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την συνδικαλιστική ελευθερία

Το άρθρο 23 του Συντάγματος ορίζει τα εξής:

«1. Το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για την διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου.

2. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων.»

Παρά την συνταγματική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, ποτέ δεν έλλειψαν οι κομματικές παρεμβάσεις και η προσπάθεια χειραγώγησης των επαγγελματικών ομάδων. Ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλων αναταραχών όπως αυτές του εμφυλίου ή των δικτατοριών. Η διατήρηση της αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος είναι απόδειξη υγείας για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα. Είναι εντελώς διαφορετικό να είσαι συνομιλητής από το να είσαι πιστός ακόλουθος.

Μια συνδικαλιστική οργάνωση που σέβεται τον εαυτό της, την ιστορία και τα μέλη της, προτείνει, διαπραγματεύεται, διαφωνεί, συμφωνεί όταν πρέπει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν γίνεται η ουρά κάποιου κόμματος, γιατί έτσι παραχωρεί την ελευθερία και την ανεξαρτησία που το ελληνικό Σύνταγμα της παρέχει.

Το 2011 όταν ο κλάδος των ταξί έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα του, πολλοί έσπευσαν –μεταξύ αυτών και ο νυν αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Άδωνις Γεωργιάδης– να δηλώσουν φίλοι και υποστηρικτές του δίκαιου αγώνα μας. Στην πορεία αποδείχθηκε ότι το έκαναν μόνο για την προσωπική τους προβολή και την αναζήτηση ψήφων από τη μεγάλη δεξαμενή που έχει ο κλάδος μας. Θα περίμενε κανείς ότι για να αντιμετωπίσουμε ως επαγγελματική ομάδα την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τις αλλοπρόσαλλες και επικίνδυνες επιδιώξεις του Γιάννη Ραγκούση, οι ταξιτζήδες θα ζητούσαμε καταφύγιο ή προστασία από την αντιπολίτευση και συγκεκριμένα τη Νέα Δημοκρατία που στο μεταξύ είχε προλάβει να μεταλλαχθεί ιδεολογικά.

Σε καμία περίπτωση ο κλάδος μας δεν έπεσε στην παγίδα. Δεν σύρθηκε πίσω από υποσχέσεις και πολιτικά παιχνίδια. Η διαγραφή μου από τη Νέα Δημοκρατία είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι υπηρετούσα τα συμφέροντα του κλάδου μου και όχι των ηγετικών στελεχών του κόμματος. Αφού δεν έγινα πιόνι, αφού αρνούμουν την καθοδήγηση, αφού αγνόησα τις υποδείξεις τους, στο τέλος κράτησα την ανεξαρτησία και την ελευθερία (άποψης και έκφρασης) και την δική μου και του κλάδου μου.

Το πώς αντιλαμβάνεται σήμερα η Νέα Δημοκρατία την συνδικαλιστική ελευθερία αποτυπώνεται με σαφήνεια στο διαμορφωμένο καταστατικό του κόμματος και συγκεκριμένα στο άρθρο 39. Το παραθέτουμε αυτούσιο και ο αναγνώστης ας βγάλει τα συμπεράσματά του.

Άρθρο 39

Συνεργαζόμενες οργανώσεις

1. Συνεργαζόμενες Οργανώσεις είναι πολιτικές, επαγγελματικές, κοινωνικές ή άλλες οργανώσεις, που δεν αποτελούν όργανα του Κόμματος αλλά συνεργάζονται πολιτικά με αυτό.

2. Με απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής, έπειτα από σχετική εισήγηση της Εκτελεστικής Γραμματείας, δύνανται να καλούνται οι οργανώσεις της παρ.1, προκειμένου να συνεργαστούν πολιτικά με αυτό.

3. Το Κόμμα και οι Συνεργαζόμενες Οργανώσεις διατηρούν πλήρη νομική, διοικητική, πολιτική και οικονομική αυτοτέλεια.

4. Η Πολιτική Επιτροπή αποφασίζει το είδος και το ακριβές περιεχόμενο της σχέσης συνεργασίας που συνδέει το Κόμμα με κάθε Συνεργαζόμενη Οργάνωση.

5. Μέλη Συνεργαζομένων Οργανώσεων, τα οποία ταυτοχρόνως είναι και μέλη του Κόμματος, μπορεί να μετέχουν ως σύνεδροι στο Συνέδριο του Κόμματος λόγω της ιδιότητάς τους. Ο αριθμός των συνέδρων του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται με απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής.

6. Με απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής μπορεί να παύει η ιδιότητα της Συνεργαζόμενης Οργάνωσης.

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει έναν ελεγχόμενο συνδικαλισμό. Χωρίς δικαιώματα, χωρίς ανεξαρτησία, χωρίς πρωτοβουλίες. Το πόσο δημοκρατικό είναι αυτό, το αφήνω στην κρίση των πολιτών ακόμη και των ψηφοφόρων του.

Ως επαγγελματική ομάδα δεν ανεβήκαμε ποτέ στο τρένο του νεοφιλελευθερισμού και δεν συμμετέχουμε στον εκτροχιασμό ούτε της ιστορικής παράταξης που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ούτε στην προσπάθεια που γίνεται στην Πειραιώς για τον περιορισμό της δημοκρατίας και της ελευθερίας των πολιτών.

Το Συνδικάτο των ταξί ήταν, είναι και θα είναι ένας περήφανος πρεσβευτής αξιών, όπως η δικαιοσύνη στην οικονομία, η δικαίωση της εργασίας, η αξιοπρέπεια (ατομική και εθνική), το δικαίωμα στο θεμιτό κέρδος. Αυτό λέει το δικό μας DNA και παρά το πέρασμα των χρόνων δεν μεταλλάχθηκε ποτέ…

Υ.Γ.: Το νέο καταστατικό της Νέας Δημοκρατίας όχι μόνο συνθλίβει την συνδικαλιστική ελευθερία αλλά αγνοεί επιδεικτικά την συνταγματική της κατοχύρωση. Το ερώτημα είναι πως αυτά τα στελέχη που υπέγραψαν την αλλαγή του καταστατικού περιθωριοποίησαν την αντίθεσή τους χωρίς διαμαρτυρία και χωρίς ένσταση. Δεν είναι κακό να θεωρούν ότι δεν χρειάζονται το λαό (γιατί αυτό εκφράζουν οι συνδικαλιστικοί φορείς, τις θέσεις και τα προβλήματα των εργαζομένων που απαρτίζουν την ελληνική κοινωνία) για να ασκήσουν πολιτική. Ας βγουν όμως να το πουν ξεκάθαρα. Σας αγνοούμε. Μας ενδιαφέρουν μόνο όσοι συμφωνούν μαζί μας. Αυτό είναι έντιμο.

Το να κοροϊδεύεις όμως τον κόσμο για να αποσπάσεις την ψήφο του είναι ανήθικο και ανέντιμο. Και σίγουρα μη αποδοτικό.

Ο ελληνικός λαός και έπαθε και έμαθε…

ΠΗΓΗ: Το άρθρο του Θύμιου Λυμπερόπουλου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα»