Θυμάμαι, τη δεκαετία του 50, τις γιαγιάδες να λένε: «αλί που τον δέρνουν εκατό και δεν τον δέρνει ο νους του». Ήταν φτωχές αγράμματες αγρότισσες, είναι ζήτημα αν είχαν φύγει μια φορά από το χωριό τους. Ύστερα «κονομήσαμε», αγοράσαμε διαμερίσματα και εξοχικά, πήραμε πτυχία, παραχωρήσαμε τις «παρακατιανές» δουλειές στους λαθρομετανάστες, ταξιδέψαμε στον κόσμο και «απελευθερωθήκαμε».
«Απελευθερωθήκαμε» από τη «δεσποτεία» της λογικής και της οργανωμένης κοινωνίας. Δεν μας «έδερνε» ούτε ο νους μας, ούτε οι νόμοι γι’ αυτό τελικά η Ελλάδα έγινε η χώρα των «αδέσποτων». Όσο πολλαπλασιάζονταν οι CLK και οι «Μπέμπες», οι maisonettes και τα εξοχικά, απαλλαγμένοι από τη «δεσποτεία της ανάγκης» χάναμε το μέτρο (και τα μυαλά μας).
Εθισμένοι στον ευδαιμονισμό, μεθυσμένοι από την ήλιο που θέλαμε «σίγουρα ναι να μεθύσουμε…», επιλέξαμε για κυβερνήτες εκείνους που μας βάραγαν το ντέφι (του λαϊκισμού) για να στροβιλιζόμαστε παραζαλισμένοι «σειληνοί», χωρίς τη «δεσποτεία» του μυαλού και των νόμων.
Καταλάβαμε δάση και παραλίες, ιδιοποιηθήκαμε δημόσια γη, χτίσαμε αυθαίρετα δίχως να πληρώσουμε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Η Πολιτεία φυσικά επιβράβευσε την παρανομία παρέχοντας τις υποδομές και νομιμοποιώντας την.
Γέμισε ο τόπος επιχειρήσεις, στημένες με εύκολα τραπεζικά δάνεια, δίχως μελέτη βιωσιμότητας σε ήδη κορεσμένους κλάδους, η επιβίωση και η κερδοφορία των οποίων στηριζόταν στη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή. Τα κόκκινα δάνεια και η χρεωκοπία των ταμείων επέπεσαν επί των κεφαλών δικαίων και αδίκων.
Ανοίξαμε σε κάθε κωμόπολη πανεπιστήμια, για να έχουν δουλειά οι καφετέριες και τα εστιατόρια, αδιαφορώντας για το επίπεδο των σπουδών και τις προοπτικές απασχόλησης. Την ίδια ώρα που η ελίτ αναπαράγεται στέλνοντας τα παιδιά της στο Harvard, (ή στα L.S.E., Cambridge, Amherst, κ.λπ.), τα παιδιά του «κατώτερου θεού» προετοιμάζονται στα Ελληνικά Ιδρύματα για… deliveries.
Αφήνουμε τα περιττά (μπάζα, παλιά έπιπλα, οικοδομικά υλικά κ.λπ.) όπου τύχει και διαμαρτυρόμαστε για τη ρύπανση. Όποιος θέλει, σκάβει όπου θέλει, κλείνει τις τρύπες όποτε θέλει, αν θέλει και φυσικά περιμένουμε το χειμώνα και τις βροχές για να καθαρίσει ο τόπος. Γέμισε ο τόπος αυτοκίνητα, τα οποία οδηγούμε όπως θέλουμε και παρκάρουμε όπου θέλουμε, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στις συνθήκες ζωής. Ως απόγονοι των Κολοκοτρωναίων, τηρούμε την παράδοση «καβάλα πάμε στην Εκκλησιά καβάλα προσκυνάμε…».
Αν ένας αστυνομικός σκοτώσει καίμε τα πάντα ενώ όταν οι κουκουλοφόροι καίνε αθώους σφυρίζουμε αδιάφορα. Αναρωτιόμαστε μήπως είμαστε σκληροί με τον Αριστερό εκτελεστή «Λουκά» λησμονώντας τον Μπακογιάννη (αν ήταν θύμα της Χ.Α., θα γινόταν σύμβολο «λαϊκών αγώνων).
Κάπως έτσι μείναμε δίχως αστυνόμευση, «ελεύθεροι και ωραίοι» στο έλεος κάθε παράνομου και κάθε «τζάμπα μάγκα» νεοέλληνα που θεωρεί το θράσος εξυπνάδα. Την ίδια ώρα ανεχόμαστε κάθε διαταραγμένο που θεωρεί ότι η ανυπακοή στους νόμους είναι υποχρέωση και καθήκον του «ως λαϊκού αγωνιστή».
Κάπως έτσι φτιάξαμε μια απαξιωμένη πολιτεία με ένα κοινοβούλιο «περιορισμένης ευθύνης» και «μερικής απασχόλησης». Ένα κοινοβούλιο που οι βουλευτές δεν δικαιούνται να έχουν άλλη άποψη από εκείνη του αρχηγού και που, χωρίς να διαβάσουν, ψηφίζουν νόμους οι οποίοι δεν πρόκειται να εφαρμοσθούν.
Ο κατάλογος με «ιστορίες καθημερινής τρέλας» είναι ατελείωτος. Όπως είναι φυσικό υπήρξαν και λίγοι «πρωταθλητές ξύπνιοι», όμως τελικά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ουσιαστικά «συνένοχοι είμαστε όλοι στην τρέλα». Δεν υπάρχει όμως μόνο η «σκοτεινή πλευρά της σελήνης». Υπάρχει και η μειοψηφία των Πολιτών που καταδυναστεύεται από τους «τζάμπα μάγκες», τους «αδέσποτους», τους «διαταραγμένους», χωρίς ηγεσία απέναντι στο «Μεσαίωνα» που αναδύθηκε μαζί με την ευημερία από τα σπλάχνα της κοινωνίας.
Το ερώτημα είναι αν ο Διαφωτισμός θα κυριαρχήσει ποτέ στην Ελλάδα, αν η λογική θα αποκτήσει φωνή ή θα βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην Ανατολή που εμφιλοχωρούσε μέσα μας. Θα πάψει η Ελλάδα να είναι ο «παράδεισος» των «αδέσποτων»; Η Αθηνά θα επιστρέψει ποτέ στην γενέθλια γη της;