Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, αλλά οι Γερμανοί εξακολουθούν να έχουν σχέδια για εμάς. Κοινώς, δεν πρόκειται να μας αφήσουν σε… χλωρό κλαρί.
Τo πράγμα «φωνάζει» από μακριά. Και οι μόνοι που κάνουν ότι δεν το καταλαβαίνουν είναι οι ντόπιοι απολογητές του Τέταρτου Ράιχ, οι επαγγελματίες «ευρωλιγούρηδες» και, εσχάτως, η κυβέρνηση Τσίπρα που από τα… «Go Back Madam Merkel» ξέπεσε στο… «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε».
Η απόλυτα εξουσιαστική και συνάμα εχθρική στάση του Βερολίνου, που πρόσφατα στηλιτεύτηκε και από μεμονωμένα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, ελάχιστη σχέση έχει με πρόσωπα. Ηταν εύκολη λύση για κάποιους η δαιμονοποίηση του απεχθούς Σόιμπλε με την αναιδή και υβριστική προς τους Ελληνες ρητορική.
Ομως το πρόβλημα είναι δομικό. Και σχετίζεται όχι μόνο με τη Μέρκελ, αλλά με ολόκληρο το «συστημικό» πολιτικό στερέωμα της συγκεκριμένης χώρας, καθώς και τα πανίσχυρα οικονομικά και τραπεζικά συμφέροντα που το διαφεντεύουν. Υπάρχει άλλωστε και διαχρονική παράδοση σκληρού ανθελληνισμού στη συγκεκριμένη, ηγετική δυστυχώς, ευρωπαϊκή δύναμη.
Οι πολιτικοί ηγέτες του Βερολίνου διακατέχονται από μία απολύτως αποικιοκρατική όσο και τιμωρητική στάση έναντι της Ελλάδας, που εκφράζει, φοβάμαι, τη νοοτροπία του μέσου Γερμανού ψηφοφόρου. Αυτού δηλαδή που προτιμά τη χώρα μας για φθηνές, ασφαλείς και αμέριμνες διακοπές, αλλά ταυτόχρονα διερωτάται ποιος Θεός χάρισε αυτές τις ακρογιαλιές σε ένα «κατώτερο έθνος» όπως αυτό των «τεμπέληδων» και «παρασιτικών» Ελλήνων. Και του ίδιου ταυτόχρονα που βαρέθηκε τα «Willkommen» στους Αφγανούς μουσαφίρηδες με το αγριεμένο μάτι και αποφάσισε να τους ξαποστείλει μόνιμα σε μια χώρα δεύτερης κατηγορίας, μακριά βεβαίως από τα τουριστικά καταλύματα all inclusive που επιλέγει για να πλένει τα πόδια του…
Το αποτέλεσμα αυτής της ρατσιστικής αντίληψης και στον βαθμό που οι Γερμανοί εξακολουθούν να κρατούν το μαχαίρι και το πεπόνι στην ομήγυρη των Ευρωπαίων δανειστών σημαίνει σε απλά ελληνικά ότι δεν θα μας αφήσουν να πάρουμε ανάσα. Θα επιτείνουν με όλων των ειδών τα τεχνάσματα τη δανειακή μας ομηρία και ταυτόχρονα θα μας κρατούν στο κρεβάτι της Εντατικής με τα σωληνάκια για να μην μπορέσουμε ποτέ να πάρουμε εξιτήριο.
Η στάση και της σημερινής γερμανικής κυβέρνησης στο ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους μαρτυρά την πικρή αυτή αλήθεια. Οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το Βερολίνο θα έβλεπε έστω μία έμμεση και οριακή απομείωση της ελληνικής «οφειλής» είναι απολύτως αντικρουόμενες, αντιφατικές και εν τέλει ανεφάρμοστες. Επί της ουσίας ναρκοθετούν και τη λογική γαλλική φόρμουλα που συνδυάζει την εκπλήρωση των δανειακών υποχρεώσεών μας με τους επικείμενους ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι Γερμανοί, πέραν του ότι μεταθέτουν την κουβέντα για μετά το 2022, καθώς η Ελλάδα είναι δεσμευμένη μέχρι τότε να παρουσιάζει εξωφρενικά πρωτογενή πλεονάσματα που καθηλώνουν την ανάπτυξη, απαιτούν επιπρόσθετες ρήτρες διασφάλισης της «προσαρμογής» σε διαδοχικές «μεταρρυθμίσεις» προς τη γνωστή, βεβαίως, κατεύθυνση φοροαφαίμαξης και ξεπουλήματος των «ασημικών».
Θέλουν την Ελλάδα «ανταγωνιστική» στη φτήνια εργατικού δυναμικού, προσκυνημένη με στρατιές ντόπιων δωσίλογων τοποτηρητών και στρατόπεδο συγκέντρωσης, αν χρειαστεί, αλλόθρησκων λαθροεποίκων.
Η στάση αυτή πόρρω απέχει από τα φληναφήματα περί «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης». Κι ας στέλνει ευχές για… «Καλό Πάσχα» στους ταλαίπωρους Ελληνες ο μοδάτος Γερμανός πρέσβης, αρμενίζοντας στον καναπέ μιας πολυτελούς θαλαμηγού.
Καμία άλλη μεγάλη δύναμη, είτε αυτή λέγεται Αμερική είτε Ρωσία ή Κίνα, δεν αντιμετωπίζει την Ελλάδα με τόσο σαδιστική απαξίωση. Είναι μια στάση απολύτως εχθρική, που επιβάλλει μία και μόνο απάντηση:
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση και της τελευταίας «αξιολόγησης» έγερση επισήμως, διά της διπλωματικής οδού, ζητήματος πολεμικών επανορθώσεων και νομική διεκδίκηση σε διεθνές επίπεδο, ει δυνατόν σε συνεννόηση με άλλες χώρες, όπως η Πολωνία.
Και μην ακούσω «δεν μπορούμε», «δεν πρέπει», «θα το δούμε αργότερα, σε πιο ευνοϊκή συγκυρία». Οποιος Ελληνας πολιτικός δεν πράξει αυτό το ελάχιστο και αυτονόητο απλά δεν εξυπηρετεί ελληνικά συμφέροντα. Είναι υπάλληλος των Γερμανών. Τελεία και παύλα…
ΠΗΓΗ: Το άρθρο του Γιώργου Χαρβαλιά δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατία»