Ένα λάθος που κάνουμε συχνά οι εκπρόσωποι των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων και οι υποστηρικτές της …κοινής λογικής στην πολιτική, είναι να αφήνουμε «γήπεδο» δημόσιας επικοινωνίας στους ευρωσκεπτικιστές και στους λαϊκιστές, επειδή θεωρούμε αυτονόητα διακριτό τον παραλογισμό της επιχειρηματολογίας τους. Και έτσι, περιοριζόμαστε σε έναν αμυντικό δημόσιο διάλογο και βρισκόμαστε να απαντάμε σε μια ατζέντα, μέσα σε ένα πλαίσιο που αναδεικνύει ο λαϊκισμός, αντί να ορίζουμε εμείς την «ατζέντα» και την αφετηρία της επιχειρηματολογίας.
Για μια κοινωνία όμως, που υποφέρει υπό το βάρος μακροχρόνιων θυσιών και συνεπειών μιας κρίσης, η οποία επιδεινώνεται και βαθαίνει με κάθε λάθος πολιτική που εφαρμόζεται, το «αυτονόητο» έχει υποχωρήσει υπό την πίεση της αγανάκτησης και της οργής… Και όταν αυτά συνοδεύονται από ελλιπή ενημέρωση, ο λαϊκισμός βρίσκει γόνιμο έδαφος για να μεγαλώσει και να διευρύνει την παρασιτική του δράση.
Οφείλουμε λοιπόν να επαναπροσδιορίσουμε την «ατζέντα» στον ευρύτερο διάλογο για την «ταυτότητα της Ευρώπης».
Διότι τα αντικειμενικά στοιχεία, η ιστορικά αποδεδειγμένη αλήθεια και η σύγχρονη πραγματικότητα, παρέχουν όλα εκείνα τα επιχειρήματα που δικαιολογούν την προσήλωση των υποστηρικτών της κοινής λογικής στην κοινή προοπτική της Ευρώπης συνολικά, αλλά και στην ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας ειδικότερα.
Η «δεξαμενή» των επιχειρημάτων υπέρ της προοπτικής της Ενωμένης Ευρώπης, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε τέσσερις μεγάλες ενότητες. Τρεις ομάδες θετικών στοιχείων πάνω στα οποία πρέπει να οικοδομήσουμε το μέλλον και μια ομάδα αρνητικών στοιχείων, που οφείλουμε να παραδεχτούμε και με ειλικρίνεια να διορθώσουμε, αφαιρώντας από τον ευρωσκεπτικισμό κάθε δικαιολογία…
Πρώτη πηγή θετικής προσέγγισης του κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος, είναι το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω και μετά από κλυδωνισμούς, δείχνει σημάδια ενιαίας στάσης και διαχείρισης σε ένα σύνθετο περιβάλλον παράλληλων κρίσεων: της οικονομικής, της προσφυγικής-μεταναστευτικής και της πολιτικής κρίσης που έγκειται στην άνοδο του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού. Και το πετυχαίνει αυτό βλέποντας τα προβλήματα κατάματα και κάνοντας στροφή προς μέτρα ενίσχυσης του κοινωνικού χαρακτήρα στις κεντρικές ευρωπαϊκές πολιτικές.
Δεύτερη θετική αφετηρία διαλόγου, είναι το παρελθόν έμπρακτης επίδειξης αυτής της αλληλεγγύης. Αυτή έγκειται στη σημαντική συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διαμόρφωση κοινωνικών δομών και υπηρεσιών, καθώς και μεγάλων και μικρών έργων υποδομής, σε όλα τα κράτη-μέλη, όπως και στην Ελλάδα, τις δεκαετίες που πέρασαν. Και είναι σημαντικό να ενταθεί η προσπάθεια ενημέρωσης των Ευρωπαίων πολιτών και ειδικά των νέων, για όλα όσα οφείλονται στην αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Και σ` αυτό, έχουν ευθύνη και οι φιλοευρωπαίοι πολιτικοί της Ελλάδας, είτε βουλευτές, είτε διατελέσαντες υπουργοί, είτε δήμαρχοι, που συχνά προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν ψηφοθηρικά τα έργα που έχουν επιτελεστεί με ευρωπαϊκό χρήμα, αποκρύπτοντας έντεχνα αυτή τη λεπτομέρεια από τις δημόσιες τοποθετήσεις τους. Πολύς κόσμος, έμενε με την εντύπωση ότι «αυτό είναι έργο του τάδε», αγνοώντας την ευρωπαϊκή συνεισφορά. Και αυτό σε βάθος χρόνου έχτισε την άγνοια μιας πληθώρας πολιτών για την πραγματική και μεγάλη συνεισφορά της Ευρώπης στην ανάπτυξη και της Ελλάδας επί δεκαετίες.
Τρίτη θετική αφετηρία επιχειρημάτων υπέρ της Ευρώπης, είναι όλα όσα γίνονται σήμερα για τη στήριξη των κρατών μελών, όπως η χρηματοδότηση μέσω του ΕΣΠΑ 2014-2020 αναπτυξιακών δράσεων που αφορούν την επιχειρηματικότητα, την καινοτομία, νέες υποδομές, τη στήριξη των φορέων της Αυτοδιοίκησης, καθώς και η στήριξη κοινωνικών υπηρεσιών για αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Η διαβούλευση που έχει ξεκινήσει για έναν Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικής Πολιτικής σηματοδοτεί τη επιστροφή της Ενωμένης Ευρώπης στον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της ιδρυτικής της αφετηρίας για μια οικονομική ανάπτυξη που θα διαπνέεται με κοινωνικό ρεαλισμό και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Υπάρχει και μια αρνητική ενότητα, που οφείλουμε όχι απλά να διαχειριστούμε, αλλά να θεραπεύσουμε με δυναμικές παρεμβάσεις. Είναι αυτό που ονομάζω “δομικές παθογένειες” και αφορά κυρίως τα αργά αντανακλαστικά της Ευρώπης απέναντι σε προκλήσεις. To διαπιστώσαμε και στην άνοδο του λαϊκισμού και της ξενοφοβίας που παρακολουθούσε πολύ καιρό η Ευρώπη πριν την αξιολογήσει ως απειλή, αλλά και στην αντιμετώπιση της οικονομικής και της προσφυγικής κρίσης. Αφορά επίσης στην γραφειοκρατία που είναι σημαντική τροχοπέδη στην ταχεία προώθηση πολιτικών και επιδεινώνεται από την μεγάλη καθυστέρηση στην μεταφορά ακόμα και ομόφωνων αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα εθνικά κοινοβούλια.
Οφείλουμε να αναδείξουμε τη θετική συμβολή της Ευρώπης στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων πολιτών επί σειρά δεκαετιών, αλλά οφείλουμε και να διορθώσουμε τα σημεία εκείνα, που μας εμποδίζουν να “τρέξουμε” προς το μέλλον, τώρα μάλιστα, που η Ευρώπη έχει ανάγκη να προχωρήσει γρήγορα σε κινήσεις και πολιτικές τόνωσης της ανθρωποκεντρικής της συνείδησης.