Το 2020 η κρίση COVID-19 διατάραξε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο με αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα επηρεάστηκε αρνητικά με την αύξηση των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων κινδύνων. Επιπροσθέτως, η προσωρινή αναστολή της δραστηριότητας πολλών επιχειρήσεων και η μεγάλη υποχώρηση του τουρισμού οδήγησαν σε πτώση του ΑΕΠ, κατά 8,2% για το 2020.
Ήδη από την προηγούμενη χρηματοοικονομική κρίση, οι ελληνικές αρχές παρείχαν αποφασιστική στήριξη στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, και σύμφωνα με το πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος το 2013-2015 οι τράπεζες αύξησαν τα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας. Σε ότι αφορά την πρόσφατη κρίση, η ΕΚΤ ενέταξε τα ελληνικά κρατικά χρεόγραφα στο έκτακτο πρόγραμμα αγορά τίτλων (PEPP) για τη χρηματοδότηση των τραπεζών έχοντας επαναφέρει την 7η Απριλίου 2020 το “waiver” για την αποδοχή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες έχουν κάνει σημαντική πρόοδο σε ότι αφορά τη μείωση του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά τη διάρκεια του 9-μήνου 2020, καθώς ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων ανήλθε σε 35,8%. Η τάση αποκλιμάκωσης ενισχύθηκε και από πρωτοβουλίες για τη μείωση των κινδύνων χαρτοφυλακίων των τραπεζών στο πλαίσιο συναλλαγών πώλησης μέσω τιτλοποιήσεων δανείων αξιοποιώντας και το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (HAPS). Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, εκτιμάται ότι μετά τις συναλλαγές αυτές ο λόγος των ΜΕΔ θα διαμορφωθεί στο 25% χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη τυχόν νέα ΜΕΔ που θα δημιουργηθούν εξαιτίας της πανδημίας.
Σε όλη την περίοδο ήδη από την πρώτη χρηματοοικονομική κρίση οι ελληνικές τράπεζες δυσκολεύτηκαν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα τη σημαντική απομόχλευση των 4 σημαντικών τομέων της οικονομίας, δηλαδή του τουρισμού, της βιομηχανίας, των κατασκευών και του εμπορίου.
Όσον αφορά τη συγκεκριμένη κατανομή των κλάδων της ελληνικής οικονομίας, παρατηρήθηκαν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης το 2018 και το 2019, τροφοδoτώντας την ζήτηση για πιστώσεις στην ενέργεια (2020: +8,3%, 2019: + 4,0%, 2018: + 5,6%, 2017: -0,3%). Επίσης στον τουρισμό οι προοπτικές είναι υποσχόμενες παρά την κρίση (2020: +9,2%, 2019: + 1,8%, 2018: -3,5%, 2017: -1,4%). Από την άλλη πλευρά, η βιομηχανία (2020: -1,2%, 2019: -4,0%, 2018: -6,9%, 2017: -7,7%) και το εμπόριο (2020: -2,7%, 2019: -5,1%, 2018: -8,7%, 2017: -4,0%) δεν κατάφεραν να ανακάμψουν.
Κατά τη διάρκεια του 2020, οι πιστώσεις τόσο στη βιομηχανία όσο και στο εμπόριο μειώθηκαν καθώς οι τομείς αυτοί της οικονομίας επηρεάζονται από το COVID-19. Ο κατασκευαστικός τομέας επλήγη σοβαρά κατά τη διάρκεια του 2017-2019 (2019: -6,4%, 2018: -12,7%; 2017: -8,3%), ενώ η κρίση COVID-19 επιδείνωσε αυτήν την πτώση (2020: -21%). Όσον αφορά τη ναυτιλία, υπάρχουν περιορισμένες επιπτώσεις στη χρηματοδότηση από εγχώριες τράπεζες (2020: +0,5% 2019: -0,5%, 2018: + 0,8%). Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η ναυτιλία χρηματοδοτείται όλο και περισσότερο από κεφάλαια που βρίσκονται εκτός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Από όλους τους τομείς που εξετάζονται, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του Φεβρουαρίου 2021, το μεγαλύτερο ποσοστό πιστώσεων κατευθύνεται στη βιομηχανία, η οποία αντιπροσωπεύει το 22,3% της συνολικών πιστώσεων σε επιχειρήσεις και στο εμπόριο που αποτελεί το 20,6% των συνολικών πιστώσεων προς όλους τους τομείς. Ένα σημαντικό ποσό πιστώσεων κατευθύνεται στον τομέα του τουρισμού με 11,1% των συνολικών πιστώσεων, ενώ όσον αφορά τις κατασκευές (7,6%) και την ενέργεια (7,7%) χορηγούνται μικρότερα ποσά, αν και για τον τελευταίο κλάδο η σπουδαιότητά του σε ότι αφορά την κατανομή της χρηματοδότησης αυξάνεται, μετά τη σταδιακή ελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η περιορισμένη ικανότητα χορηγήσεων πιστώσεων στην πραγματική οικονομία από τις τράπεζες προκαλείται από το σημαντικό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και την έλλειψη ζήτησης για νέο δανεισμό από νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Στο βαθμό που το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν αντιμετωπιστεί με ριζικό τρόπο αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα εργαλεία, θα υπονομεύεται διαρκώς η ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν πιστώσεις στην πραγματική οικονομία, επιδεινώνοντας τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη.
Η ελληνική οικονομία κινείται προς μια νέα μακροπρόθεσμη ισορροπία και κατ’ επέκταση προς νέα προσαρμοσμένα καταναλωτικά, επενδυτικά και αποταμιευτικά πρότυπα. Συνεπώς, ο ρόλος των τραπεζών οφείλει να αναθεωρηθεί προκειμένου να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα. Οι προκλήσεις είναι μεγάλες, αλλά άμεση προτεραιότητα αποτελούν η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και η διασφάλιση της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι προκλήσεις του τραπεζικού τομέα, ήτοι (α) το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων με προοπτικές περαιτέρω επιδείνωσης, (β) η χαμηλή λειτουργική κερδοφορία, (γ) η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων με τη συμμετοχή της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης αλλά και (δ) η επιδείνωση των μακροοικονομικών δεδομένων λόγω της κρίσης, χρήζουν ταυτόχρονης αντιμετώπισης. Μόνο με την επίλυση των προβλημάτων αυτών θα μπορέσει ο τραπεζικός κλάδος να επιτελέσει σωστά το διαμεσολαβητικό του ρόλο παρέχοντας πιστώσεις στην πραγματική οικονομία, που είναι και το ζητούμενο.
Στο πλαίσιο αυτό η αποτελεσματική αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων πρέπει να στοχεύει στην επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, διατηρώντας όμως παράλληλα και τις δημοσιονομικές εφεδρείες. Στην παρούσα συγκυρία, οι πόροι για τη στήριξη της οικονομίας μπορεί να είναι ένα μείγμα από τον ιδιωτικό τομέα και το Δημόσιο, αξιοποιώντας τα κονδύλια που διατέθηκαν στην Ελλάδα από την υλοποίηση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο μέσο ανάκαμψης “Next Generation EU”.
Επισημαίνεται ότι η στήριξη της οικονομίας των κρατών μελών της ΕΕ για την άμβλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας έχει λάβει τη μορφή επιχορηγήσεων (grants), εγγυήσεων και δανείων σε επιχειρήσεις, κλάδους και συγκεκριμένες ομάδες, ενώ τα κριτήρια και οι διαδικασίες έγκρισης κρατικής ενίσχυσης είναι πολύ πιο ευέλικτες.
Οι παρεμβάσεις θα πρέπει να κατευθυνθούν στην ενίσχυση των υποδομών αλλά και των επενδυτικών πρωτοβουλιών με υψηλή προστιθέμενη αξία, στην ενίσχυση των τομέων της ψηφιακής υγείας και εκπαίδευσης, αλλά και της ενέργειας αξιοποιώντας τις δυνατότητες που προσφέρει η μετάβαση στην κυκλική οικονομία. Με τη χρήση της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας μπορούν να υπάρξουν περιβαλλοντικά, οικονομικά αλλά και κοινωνικά οφέλη.
Η Περιφέρεια Αττικής έχει εμπεδώσει ότι η οικονομική παραγωγικότητα αυξάνεται με τη μείωση της γραφειοκρατίας και του κόστους, και ακολουθώντας «πιστά» τις προαναφερόμενες δράσεις θα διανοιχτούν οι κατάλληλες επιχειρηματικές ευκαιρίες που θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη δεξιοτήτων και θα προσθέσουν νέες θέσεις εργασίας.
*Ο κ. Γιώργος Πατούλης είναι Περιφερειάρχης Αττικής.