Και οι πέτρες του ΠΑΣΟΚ ξέρουν ότι ο Κώστας Σημίτης δεν θα γινόταν ποτέ πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αν δεν είχε γνωρίσει τον Θ. Τσουκάτο- μέσω των περίφημων «λοχαγών» του Κινήματος.
Κατά παράδοξο τρόπο ο «αστός της οδού Αναγνωστοπούλου» και ο «γιος του μπακάλη» από το Λεωνίδιο έδεσαν. Χωρίς όμως να γίνουν ποτέ φίλοι. Δεν ενάλλασσαν οικογενειακές επισκέψεις και οι γυναίκες του δεν έκαναν παρέα. Ο Τσουκάτος παραήταν λαϊκός και δεν θα μπορούσε να σταθεί τους κύκλους των Σημιταίων, από τη στιγμή που έλεγε ακόμη «καλάμε…», αντί «καλούμε».
Ο καλλιεργημένος και σοβαρός άνθρωπος, γερμανόστροφης παιδείας, με εξ αγχιστείας σχέση με τον Πέτρο Γαρουφαλιά και οικογενειακή επαφή με το Παλάτι, μέλος της αστικής Αθήνας και ενός τμήματος του κατεστημένου, είχε εντυπωσιακή προδικτατορική δραστηριότητα με τον «Όμιλο Παπαναστασίου» και δράση κατά της χούντας.
Ένας τυπικός κεντροαριστερός της εποχής που μπήκε στο ΠΑΚ και μετά στο ΠΑΣΟΚ ως μέλος της ηγετικής ομάδας του εξ αρχής- αδιαφόρησε για την εξόντωση της Δημοκρατικής Άμυνας, όπου είχε φίλους, και έπαιξε ρόλο στη κρίσιμη Συνδιάσκεψη του 1977. Στη συνέχεια άρχισε να τον πνίγει το ιμπέριουμ του Ανδρέα Παπανδρέου και το 1978 με αφορμή μια αφίσα για την ΕΟΚ αποσύρθηκε στη Γερμανία.
Επέστρεψε τις παραμονές των εκλογών του 1981, άνοιξε πολιτικό γραφείο στην οδό Πανεπιστήμιου και αυτοχρίσθηκε υποψήφιος. Αλλά ο Παπανδρέου δεν τον έβαλε ποτέ στο ψηφοδέλτιο της Α΄ Αθήνας. Ωστόσο τον έκανε υπουργό Γεωργίας στην «κυβέρνηση της Αλλαγής» – για ολόκληρη την πρώτη τετραετία. Ο απολογισμός του υπήρξε μάλλον αρνητικός.
Μετά τη νίκη του 1985 τον τοποθέτησε στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για να σηματοδοτήσει το σφίξιμο της οικονομικής πολιτικής μετά τι γαλαντομία του 1981. Αλλά δυο χρόνια αργότερα ανήγγειλε -ερήμην του- την ανατροπή αυτής της πολιτικής και τον ανάγκασε σε παραίτηση. Από εκείνη τη στιγμή είναι και επισήμως εσωκομματικός του αντίπαλος. Συχνά ο ίδιος ο Παπανδρέου τον καταγγέλλει για συμμετοχή σε «κεντροδεξιά σενάρια».
Στην πραγματικότητα ο Σημίτης είχε στρατολογηθεί για την «μετά Παπανδρέου εποχή» από τον ένα άξονα της τότε διαπλοκής που έχει ως βάση το Συγκρότημα Λαμπράκη -που είχε στρατολογήσει αντιστοίχως τον Μιλτ. Έβερτ στη ΝΔ. Κόντρα στον άλλο άξονα που είχε αναφορά σε άλλη επιχειρηματική ομάδα -πάλι με συνδετικό κρίκο τον ΔΟΛ, αλλά επένδυσε σε κάτι πιο σίγουρο: το Γιώργο Γεννηματά.
Δίπλα τους προσπαθούσε να διαμορφώσει προϋποθέσεις υπερκερασμού και των δυο ο Γεράσιμος Αρσένης ως ανταγωνιστής κυρίως του Σημίτη.
Αυτές οι εξωκομματικές αντιπαλότητες σχηματοποιήθηκαν πλησιάζοντας προς το 1989 -με φόντο αφενός το σκάνδαλο Κοσκωτά και αφετέρου την ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Σημίτης προσδοκούσε το τέλος του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και δεν πήγε ούτε μάρτυρας στη δίκη του. Το 1990 και με τον Παπανδρέου εκτός από ασθενή και υπόδικο οργάνωσε -στη διαβόητη συνεδρίαση του Πεντελικού- την ανατροπή του Παπανδρέου. Με «εκτελεστικά όργανα» τον Κ. Λαλιώτη, την Μελίνα Μερκούρη και τον Παρ. Αυγερινό, ποικιλοτρόπως ευεργετηθέντα από τον Παπανδρέου.
Με την παρέμβαση Γεννηματά ο Παπανδρέου διασώθηκε. Ο Σημίτης πλέον είναι πολέμιος του, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να τον συμπεριλάβει και στην κυβέρνηση Ζολώτα και στην δική του μετά το 1993.
Στο κομματικό παρασκήνιο τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει. Ο επερχόμενος διάδοχος του Παπανδρέου είναι ο Γ. Γεννηματάς, και ο Σημίτης περισσότερο προσπαθεί να πλασαριστεί ως δεύτερος δίπλα του. Δεν είχε καμία πιθανότητα να εξελιχθεί σε επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ.
Εκεί μπαίνει στη ζωή του ο Τσουκάτος. «Είμασταν σε σένα σκοτεινό δωμάτιο και ο Τσουκάτος άνοιξε τα παράθυρά να μπει φως» έλεγε ο Γιώργος Βέλτσος για την έδρα του Σημίτη στην οδό Ακαδημίας.
Τον έπεισε ότι «έχει δυναμική» και ανέλαβε να την αναδείξει. Σε συνθήκες μυστικότητας τις περισσότερος φορές τον έφερε σε επαφή με ολόκληρο το οργανωμένο ΠΑΣΟΚ ανά την επικράτεια και με επιμέρους οργανωμένες ομάδες του, όπως οι συνδικαλιστές.
Η ασθένεια και τελικά η απώλεια του Γ. Γεννηματά άνοιξε το δρόμο. Με υπερένταση στο παρασκήνιο ο Τσουκάτος-, που θα γίνει πλέον γνωστός ως «στρατηγός»- οδηγεί τον Σημίτη στην πρωθυπουργία τον Ιανουάριο του 1996 και στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ έξι μήνες αργότερα.
Είναι πλέον και οι δυο πανίσχυροι. Ο Σημίτης ως Πρωθυπουργός και ο Τσουκάτος ως κινητήρια δύναμη της κομματικής παρουσίας του.
«Θόδωρος Τσουκάτος στο κόμμα και το κράτος» λένε όλοι.
Ωστόσο η εμφανής επαφή Σημίτη με εκδοτικούς ομίλους και επιχειρησιακά κέντρα -που έχουν γυρίσει την πλάτη στον Έβερτ για χάρη του στις εκλογές του 1996- φέρνει τριβές στο ΠΑΣΟΚ και δημιουργεί αντιπαλότητες.
Παράγοντες που συνδέονται με συγκεκριμένο ανερχόμενο επιχειρηματία, χρεώνουν στον Τσουκάτο ότι ευνοεί τον ανταγωνιστή του. Ο Σημίτης παίρνει θέση υπέρ του πρώτου και τον καλεί σε… απολογία, μετά από μια «αποκάλυψη» για βόλτα με κότερο του επιχειρηματία. Το μέλος του ΕΓ που τον «έδωσε» ήταν επίσης επιβάτης στο ίδιο κότερο.
«Σε είχα σαν πατέρα μου και με αδίκησες» του είπε ο Τσουκάτος όταν διαπίστωσε την πρόθεσή του να τον υποβαθμίσει. Ήταν ήδη βουλευτής Επικρατείας, το μόνο που του είχε δώσει ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του.
Ο Σημίτης δεν συγκινήθηκε. «Είναι κρύο αίμα» εξομολογήθηκε στους δικούς ο Τσουκάτος και περιορίσθηκε σε ένα γραφείο στη Χαρ. Τρικούπη.
Εκεί τον βρήκε το 1999 η προσφορά του ενός εκατομμυρίου μάρκων από τον Χριστοφοράκο. Αντί να αντιγράψει το μοντέλο περί «πολιτικής δίωξης» είπε την αλήθεια του: «Παρέλαβα τα λεφτά για το κόμμα», όπως είχε ξανασυμβεί. Οι μόνοι μάρτυρες που θα μπορούσαν να ξέρουν το επιβεβαίωσαν. Ο Σημίτης έκανε μια αμήχανη -ως εχθρική- δήλωση, δηλαδή σαν… αδιάφορος τρίτος.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από την κήρυξη άγνοιας για θέματα που τον αφορούν άμεσα. Στο Δικαστήριο οι μαρτυρίες υπέρ του Τσουκάτου επαναλήφθηκαν. ‘Αρα ο Σημίτης πρέπει να εξηγήσει έτσι κι αλλιώς γιατί έστειλε στο κόμμα του λεφτά ο .
Αλλά η ήταν κάτι που μάλλον δεν περίμενε. Αφού εξήγησε γιατί δεν μπορεί να ήταν ο ίδιος ο διαμορφωτής των σχέσεων του Χριστοφοράκου με την κυβέρνηση Σημίτη, έστησε τον πρώην πρωθυπουργό στα τρία μέτρα: «Με έκαναν αποδιοπομπαίο τράγο… Με έστειλαν εδώ ως μαύρο πρόβατο και το ΠΑΣΟΚ σφύριζε κλέφτικα». Εκτός από τον Σημίτη σημαδεύει και τον , ρίχνοντας και ένα σκαμπίλι στον -καταδικασμένο- Γ. Παπακωνσταντίνου που τον «έριξε στα σκυλιά» για λογαριασμό του.
Δεν τελείωσε εκεί. Πριν κατεβεί από το βήμα στάθηκε και πυροβόλησε στο δόξα πατρί τον Κώστα Σημίτη: Μόνο για τις εκλογές του 2000, ήτοι -μετά την υποβάθμιση του ιδίου- το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη πήρε από εταιρίες 16 δισ. δραχμές.
Είναι μια κανονική «εκτέλεση» με το πιο αξιόπιστο τελετουργικό που θα μπόρεσε να υπάρξει: στην αίθουσα εντός δικαστηρίου. Όλοι ήξεραν πλέον ότι εκεί δεν κρίνεται πλέον η ενοχή του Τσουκάτου, αλλά η τιμή και η υπόληψη της κυβέρνησης Σημίτης και η ευθύνη του ιδίου προσωπικά.
Τώρα βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο και η θεωρία «η διαφθορά είναι κοινωνικό φαινόμενο» και η έκφραση «λύπης» για τον Γιάννο Παπαντωνίου δεν αρκεί. Το θέμα τον αφορά προσωπικά ως πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ: Αργά ή γρήγορα πρέπει να εξηγήσει γιατί πήγαν τόσα λεφτά στο κομματικό ταμείο του και πώς δαπανήθηκαν. Λίγοι θα λυπηθούν για τη δύσκολη θέση του.
Όπως άλλωστε κάποιοι άλλοι χρειάζεται να εξηγήσουν γιατί η πορεία του χρήματος σε μια τουλάχιστον περίπτωση, ήταν διαφορετική από το ένα εκατομμύριο μάρκα που διαχειρίσθηκε ο Τσουκάτος- και για την ακρίβεια γιατί δεν έφτασαν ποτέ.
Λένε ότι ο πάλαι ποτέ «στρατηγός» του Σημίτη τέλειωσε τον παλιό «μέντορα» του με αποχρώσεις συγκίνησης στη φωνή του.
Εύλογο. Ο Τσουκάτος πίστεψε στον Σημίτη και έδινε πραγματικά τον εαυτό του για να επικρατήσει. Και ίσως αυτό που τον πείραξε περισσότερο δεν ήταν ότι κατέστη αποσυνάγωγος και ταλαιπωρείται για μια δεκαετία, αλλά ότι ο Σημίτης τον αδίκησε με τον πιο κυνικό τρόπο. Αυτό θα του το πληρώσει…
ΠΗΓΗ: Το άρθρο του Γιώργου Λακόπουλου δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα «Ανοιχτό Παράθυρο».