«Μοναχή τον δρόμο επήρες
εξανάλθες μοναχή.
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί»
Είναι στους πρώτους στίχους του Εθνικού μας ύμνου. Δεν θα έπρεπε να τον ξεχνάμε αλλά είμαστε βυθισμένοι στον αδιέξοδο καταναλωτικό μας λήθαργο και χαμένοι στον αυτισμό της καταστροφικής μας αυταρέσκειας. Ο Αβδηριτισμός έχει βαθιά εμποτίσει την συλλογική μας συνείδηση μετά από δεκαετίες έκθεσης, ενός πολιτικά και μορφωτικά ανώριμου σώματος, στον πολιτικό αμοραλισμό, τον ασύμμετρο λαϊκισμό και την σύγχρονη Κίρκη (TV) που μας μετατρέπει σε εθισμένους καταναλωτικούς υπηκόους της παγκοσμιοποίησης.
Μπορεί την κρίσιμη ώρα να εμφανιστούν «σύμμαχοι» -πάντα στην βάση του κοινού συμφέροντος- αλλά η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες της με τις δικές δυνάμεις. Η δική μας αποτρεπτική δύναμη είναι η ασπίδα. Αυτό αμελήσαμε, ανεπίτρεπτα, τις τελευταίες δεκαετίες και τώρα αντιμετωπίζουμε τις επιπτώσεις.
Δεν έχει σημασία αν είμαστε οπαδοί της άποψης ότι «το Ελληνικό Έθνος είναι ανάδελφο» αφού σε τελική ανάλυση καθοριστικοί είναι δύο άλλοι παράγοντες. Το κοινό συμφέρον και η δύναμη των όπλων. Η παρέμβαση της Τουρκίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ είχε μόνον επιφανειακά εθνοτικό-φυλετικό κριτήριο. Ο απώτερος στόχος ήταν οικονομικός-γεωστρατηγικός. Ήταν επέκταση οικονομικής επιρροής και στρατηγικής ισχύος.
Το ίδιο σηματοδοτεί και η ανάμιξή της στην Λιβύη. Φυσιολογικά προς αυτήν την κατεύθυνση αξιοποιεί πολιτισμικά-θρησκευτικά και ιστορικά συλλογικά συνειδησιακά ιζήματα για να εξασφαλίσει συμπάθειες και συμμαχίες. Αλλά φρόντισε πριν το κάνει να βρεθεί σε θέση ισχύος. Να χτίσει θεμέλια δύναμης.
Είναι αυτό που εγκληματικά αμελήσαμε εμείς τις τελευταίες δεκαετίες. Πρώτα ναρκοθετήσαμε την οικονομία μας. Το Δημόσιο Χρέος την δεκαετία του ’80 υπέρ-τριπλασιάστηκε καθιστάμενο μη διαχειρίσιμο. Ταυτόχρονα ναρκοθετήθηκε αντί να ενισχυθεί ο παραγωγικός τομέας της οικονομίας. Το κράτος αντιμετωπίστηκε ως «λάφυρο» με αποτέλεσμα την ίδια περίοδο τον τριπλασιασμό των κρατικών δαπανών (Λάζαρης, 10/6/88) ενώ παράλληλα η Δημόσια Διοίκηση «αλώθηκε» από τις στρατευμένες κλαδικές.
Αντί οι πολίτες να καθοδηγηθούν και να εκπαιδευθούν –όπως είναι η υποχρέωση κάθε δημοκρατικού ηγέτη και κόμματος- στον ορθό Λόγο και την σύνθεση διαχωρίστηκαν, από πολιτική ιδιοτέλεια, στα χωριστά καφενεία. Επανήλθε -ως μη όφειλε- στην επιφάνεια το εφιαλτικό φάντασμα του Εμφυλίου με πρωταγωνιστές μάλιστα γενιές και πρόσωπα που δεν τον έζησαν. Εκδήλωση της νοοτροπίας αυτής είναι και η πρόσφατη δήλωση Δρίτσα για την 17 Νοέμβρη.
Η χειρότερη όμως αλλά ταυτόχρονα και η πιο δύσκολα αναστρέψιμη επίπτωση είναι η αλλοίωση της νοοτροπίας και των κοινωνικών ηθών. Ο «ευδαιμονισμός» και η «τζάμπα μαγκιά» ήταν και είναι αρρώστιες βαθιά ριζωμένες πια στην κοινωνία. Η έννοια της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης έχει υποστεί συντριπτική ήττα στη συλλογική συνείδηση. Ούτε συζήτηση για το χρέος του πολίτη.
Το γνωστό απόφθεγμα του Κέννεντυ: «Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου» είναι αδιανόητο για μας. Το «κράτος» οφείλει τα πάντα, είναι υπεύθυνο για τα πάντα, το ίδιο και ο Δήμος. Οι πολίτες δικαιούνται τα πάντα και δεν οφείλουν τίποτα. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της μακροχρόνιας έκθεσης στις ψευδαισθήσεις που χορηγούνται με εγκληματική ανευθυνότητα από πολιτικούς σχηματισμούς με αντάλλαγμα ψήφους και την νομή της εξουσίας. Από το «λεφτά υπάρχουν» στο «σκίσιμο των μνημονίων» και την διαγραφή του χρέους με «έναν νόμο και ένα άρθρο». Ο πολιτικός αμοραλισμός κοστίζει τελικά πολύ ακριβά.
Η ίδια πολιτική πρακτική ακολουθήθηκε και απέναντι στην Ευρώπη η οποία δεν αντιμετωπίστηκε ως ευκαιρία για ανασυγκρότηση και ενδυνάμωση της χώρας. Δεν έγινε πράξη αυτό που ο Κέννεντυ συμβουλεύει με ένα άλλο απόφθεγμά του: «Η καλύτερη στιγμή να επιδιορθώσεις τη στέγη είναι όταν ο ήλιος λάμπει».
Ο ήλιος έλαμπε για την Ελλάδα μετά την ένταξη της στην ΕΟΚ. Είχε όλες τις προϋποθέσεις για να απογειωθεί οικονομικά, διπλωματικά και αμυντικά. Είχε τις προϋποθέσεις να χαράξει μια στρατηγική και να ακολουθήσει μια τακτική που θα την καθιστούσε καθοριστικό παράγοντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αντί γι’ αυτό επιδοθήκαμε στο χρηματοδοτούμενο από τα Ευρωπαϊκά ταμεία και τον δανεισμό -που μας εξασφάλιζε η αξιοπιστία της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας- «γλεντοκόπι».
Η, εκ των υστέρων, κυνική ομολογία Πάγκαλου, ότι «μαζί τα φάγαμε» είναι απολύτως ενδεικτική του πολιτικού αμοραλισμού που χαρακτήριζε μια ισχυρή μερίδα από τα «Νέα Τζάκια» της Μεταπολίτευσης. Η Ευρώπη αντιμετωπίστηκε με το ίδιο παιδικό σύνδρομο της ανευθυνότητας. Θεωρήσαμε ότι είχε απεριόριστες υποχρεώσεις απέναντί μας και μπορούσαμε «χαλαροί και ωραίοι» να επαναπαυθούμε στην στοργική αγκαλιά της.
Γιορτάζοντας τα 200 χρόνια από την κήρυξη της επανάστασης δεν πρέπει να κοιτάζουμε κυρίως τι καταφέραμε αλλά τις ευκαιρίες που χάσαμε και τα λάθη που κάναμε. Από αυτά κυρίως οφείλουμε να διδαχθούμε. Κοιτάζοντας γύρω μας είναι λάθος να συγκρινόμαστε με τους Βόρειους γείτονές μας. Η διαφορά είναι μεγάλη αλλά γι’ αυτό θα πρέπει να ευγνωμονούμε τον Τσόρτσιλ.
Ας κοιτάξουμε προς την πλευρά του Ισραήλ, ενός κράτους που δημιουργήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο, από ένα έθνος που έζησε στην διασπορά για χιλιετίες. Κυριάρχησε στην περιοχή του όταν απέναντί του είχε πολλαπλάσιες δυνάμεις. Η στήριξη των ΗΠΑ δεν είναι επαρκής εξήγηση. Ούτε βεβαίως η ισχύς του παγκόσμιου Εβραϊκού στοιχείου. Δεν επαναπαύθηκε. Δημιούργησε πολεμική βιομηχανία όταν εμείς διαλύσαμε την δική μας αντί να την αναπτύξουμε. Όλοι οι πολίτες άνδρες και γυναίκες είναι στρατεύσιμοι και ετοιμοπόλεμοι. Εμείς λίγο απέχουμε από του να ζητήσουμε ξένους μισθοφόρους.
Αλλά οι μισθοφόροι και οι «φίλοι και σύμμαχοι» δεν μπορούν να σε σώσουν αν εσύ δεν είσαι αποφασισμένος να πουλήσεις ακριβά το τομάρι σου. Αν έχεις κυριευθεί από το σύνδρομο «Ες αύριο τα σπουδαία». Ο Ιουστινιάνης δεν θα μπορούσε να σώσει την Πόλη. Ούτε η βοήθεια από τον Πάπα θα ήταν επαρκής. Η πτώση είχε συμβεί πολύ πριν από το 1453. Ήταν πτώση αρχών και αξιών, πτώση προτεραιοτήτων. Πριν από τους εξωτερικούς εχθρούς είχαν ροκανίσει την ισχύ της αυτοκρατορίας οι εσωτερικές «ασθένειες».
Ο ανηλεής αλληλοσπαραγμός για την εξουσία, αλλά και για την αυθεντική ερμηνεία των ιερών κειμένων. Η οικονομική, κοινωνική, θρησκευτική διάσπαση της ενότητας, η ανικανότητα και η διαφθορά της διοίκησης, ο ηθικός εκτροχιασμός. Τίποτα ίσως δεν χαρακτηρίζει εναργέστερα την κατάσταση από το, αποδιδόμενο στον μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά, «καλύτερα να δω καταμεσής στην Πόλη να βασιλεύει Τούρκικο σαρίκι παρά Παπική Τιάρα».
Αυτά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε αντί να καλλιεργούμε φρούδες ελπίδες και να περιμένουμε την έξωθεν σωτηρία. Την κρίσιμη ώρα δεν είναι βέβαιο ότι ο Μπάιντεν θα σηκώσει το τηλέφωνο. Κι αν το σηκώσει δεν είναι βέβαιο ότι αυτό που θα πει θα μας αρέσει. Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θυμίζουμε τους Τρώες που σύμφωνα με τον Καβάφη:
«Είν’ οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων, είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρωών. Κομμάτι κατορθώνουμε, κομμάτι παίρνουμ’ επάνω μας, κι αρχίζουμε να έχουμε θάρρος και καλές ελπίδες».
Την ελευθερία που είναι «βγαλμένη από ιερά κόκαλα» Ελλήνων μόνο άξιοι απόγονοί τους είναι ικανοί να την διαφυλάξουν.