Είχε συμβεί με τα μνημόνια και πριν από αυτά, επί Καρόλου Παπούλια. Στη συνέχεια με το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, επί Προεδρίας πλέον Παυλόπουλου. Και τώρα με τις Πρέσπες.
Μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να ακυρώσει ή έστω να παρέμβει έναντι των νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης; Ή μήπως πρέπει να παραιτηθεί, προκαλώντας εκλογές;
Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα, εάν φυσικά ο στόχος είναι η αποτροπή ψήφισης της Συμφωνίας των Πρεσπών, είναι μία: ό,τι κι αν κάνει ο Προκόπης Παυλόπουλος – και ο όποιος Πρόεδρος Δημοκρατίας στη θέση του – οι Πρέσπες θα κυρωθούν, εφόσον βέβαια υπάρχει αρραγής πλειοψηφία στη Βουλή.
Σε αυτό ομονοούν το σύνολο των Συνταγματολόγων, ακόμη κι αυτών που ατύπως συμβουλεύουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και, φυσικά, κεντρικά οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων της χώρας. Τα υπόλοιπα συνιστούν απλώς ένα ακόμη πεδίο δημιουργίας εντυπώσεων.
Η συζήτηση αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα. Τη δυνατότητα του ΠτΔ να αναπέμψει κάποιον νόμο που ψήφισε η Βουλή και, δεύτερον, τη σκοπιμότητα παραίτησής του ώστε να «παγώσουν» οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.
Αναπομπή της κύρωσης;
Ως προς την αναπομπή νόμου, πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 του Συντάγματος του 1974, δεν είχε μόνο την αρμοδιότητα έκδοσης και δημοσίευσης των ψηφισθέντων από τη Βουλή νόμων, αλλά και την αρμοδιότητα κύρωσής τους. Ιδίως με την αρμοδιότητα κύρωσης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκούσε νομοθετική εξουσία και συμμετείχε ενεργά στη νομοθετική διαδικασία. Μπορούσε, συνεπώς, να ελέγχει τόσο την τυπική όσο και την ουσιαστική συνταγματικότητα των ψηφισθέντων από τη Βουλή νόμων, αλλά και τη σκοπιμότητά τους. Κυρώνοντας ένα νόμο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδινε ουσιαστικά τη συγκατάθεσή του ως προς το περιεχόμενό του συμπράττοντας νομοθετικά.
Μετά την αναθεώρηση του 1986 και την κατάργηση της κύρωσης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχοντας την αρμοδιότητα έκδοσης αφενός πιστοποιεί τη γνησιότητα του νόμου, δηλαδή την ταυτότητα του υπό έκδοση κειμένου με εκείνο που ψηφίστηκε από τη Βουλή, αφετέρου ελέγχει την τήρηση της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα νομοθετικής διαδικασίας.
Με άλλα λόγια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, ελέγχει και πιστοποιεί την (εσωτερική) τυπική συνταγματικότητα του ψηφισθέντος νόμου και υπογράφει (με προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού) την εντολή δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Έπειτα ο νόμος ισχύει (ως τυπικός) και δεσμεύει πάντες.
Πρακτικώς, η αρμοδιότητα του ΠτΔ είναι τυπική, διοικητικού χαρακτήρα, και δεν προβλέπεται ότι μπορεί να υπεισέλθει στην ουσία του νομοθετήματος.
Βεβαίως, στο ίδιο άρθρο σημειώνεται πως, μέσα σε ένα μήνα από την ψήφιση νόμου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να τον αναπέμψει στη Βουλή (χωρίς προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού), ασκώντας το λειτουργικό του δικαίωμα της αρνησικυρίας, και να καθυστερήσει (απλώς) την έναρξη ισχύος του ή να ματαιώσει την ψήφισή του εάν ο νόμος δεν επιψηφισθεί και πάλι (από την Ολομέλεια της Βουλής) με την (ειδική) απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλαδή με (τουλάχιστον) 151 θετικές ψήφους, σύμφωνα με τα άρθρα 42 παράγραφος 2 και 76 παράγραφος 2 του Συντάγματος, ενώ αρχικά μπορεί να είχε συγκεντρώσει σχετική πλειοψηφία. Και πάλι, όμως, προκύπτει ότι οι λόγοι αντίθεσης του Προέδρου δεν μπορούν να είναι ουσιαστικοί, επί του περιεχομένου του νομοσχεδίου, αλλά τυπικοί. Και σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές από το Σύνταγμα πως εφόσον υπάρχει η πλειοψηφία, ο νόμος θα ξαναψηφιστεί και θα πρέπει υποχρεωτικώς να κυρωθεί από τον Πρόεδρο.
Παράλληλα, όμως, με αυτούς τους κανόνες ισχύει και μία συνθήκη του πολιτεύματος κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ασκεί ποτέ αναπομπή.
Το δικαίωμα αυτό του Προέδρου είναι σαν να μην υπάρχει. Από το 1863 και τον Γεώργιο τον Α', ο αρχηγός του ελληνικού κράτους, είτε ήταν Βασιλιάς είτε Πρόεδρος Δημοκρατίας, δεν έχει αρνηθεί να υπογράψει νόμο που ψήφισε η Βουλή. Πρόκειται για κανόνες, που μπορεί να μην ορίζονται ρητώς στο Σύνταγμα, αλλά η πρακτική έχει δείξει ότι τα θεσμικά όργανα της Πολιτείας έχουν συναινέσει ατύπως να τηρούν.
Με άλλα λόγια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (όποιος υπηρετεί τον θεσμό) δεν είναι σε θέση να κρίνει το περιεχόμενο των κυβερνητικών νόμων, ούτε βέβαια να αξιολογεί τον τρόπο που συγκροτείται μία πλειοψηφία στη Βουλή, εάν δηλαδή αυτή είναι συμπαγής και μονοκομματική ή αθροιζόμενη από βουλευτές πολλών κομμάτων, κατά την αντιπολίτευση «κουρελού».
Αυτά, όποιες απόψεις κι αν έχει ως πρόσωπο, δεν αφορούν το ρόλο του Προέδρου. Πρόκειται, τελικώς, για κανόνες, τυπικούς και άτυπους, που εάν ανατραπούν, ακυρώνουν και τον τρόπο που η Δημοκρατία μας έχει μάθει να λειτουργεί.
Παραίτηση Προέδρου;
Το έτερο θέμα που μπαίνει, υπογείως, στη δημόσια συζήτηση είναι αυτό της παραίτησης. «Να παραιτηθεί ο Προκόπης, να πέσει η κυβέρνηση».
Ο Παυλόπουλος, προφανώς, και μπορεί να παραιτηθεί, ωστόσο μία τέτοια πρωτοβουλία δεν θα σταματούσε την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών. Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Συντάγματος για την αναπλήρωση του ΠτΔ, «τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν απουσιάζει στο εξωτερικό περισσότερο από δέκα ημέρες, αν πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή αν κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του, τον αναπληρώνει προσωρινά ο Πρόεδρος της Bουλής. αν δεν υπάρχει Bουλή, ο Πρόεδρος της τελευταίας Bουλής και, αν αυτός αρνείται ή δεν υπάρχει, η Kυβέρνηση συλλογικά.
Kατά την περίοδο της αναπλήρωσης του Προέδρου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διάλυση της Bουλής, με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 32 παράγραφος 4, καθώς και οι διατάξεις για την παύση της Kυβέρνησης και την προσφυγή σε δημοψήφισμα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 38 παράγραφος 2 και του άρθρου 44 παράγραφος 2».
Με άλλα λόγια, και μέχρι την έναρξη της διαδικασίας εκλογής νέου Προέδρου, η κοινοβουλευτική διαδικασία θα μπορούσε να συνεχιστεί κανονικά, με τον Νίκο Βούτση, να αποτελεί το δεύτερο (μετά τον Ιωάννη Αλευρά όταν κλήθηκε να αναπληρώσει το κενό που άφησε παραιτούμενος ο Καραμανλής) Πρόεδρο Βουλής που θα εκτελεί χρέη Προέδρου Δημοκρατίας.
Καταληκτικά, οι όποιες πρωτοβουλίες του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι, εκ του Συντάγματος, εξαιρετικά περιορισμένες. Προφανώς, μία εκ μέρους του κίνηση, παραδείγματος χάριν η παραίτηση, θα προκαλούσε μείζον πολιτικό θέμα.
Το ερώτημα είναι εάν, εν μέσω τοξικής πόλωσης και κομματικών αντιπαραθέσεων, είναι αυτό που έχει ανάγκη η χώρα. Όπως έδειξε και ο ταραγμένος Ιούλιος του 2015, η διατήρηση ενός πόλου σταθερότητας, εν μέσω πολιτικής αναταραχής, αποδείχθηκε κρίσιμη για να αποτραπεί ο εκτροχιασμός της Ελλάδας από τις ευρωπαϊκές ράγες.
ΠΗΓΗ: Το άρθρο του Γιώργου Τερζή δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα newpost.gr