Στον αέρα πλέον βρίσκονται Τίρανα και Σκόπια, καθώς η απόφαση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να μπλοκάρει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις, τόσο στο εσωτερικό των χωρών αλλά και γενικότερα στα Δυτικά Βαλκάνια, ενώ θέτει νέο πλαίσιο και στις σχέσεις της Ελλάδας με Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία.
Τα δύο κράτη είχαν επενδύσει πολλά στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, καθώς και οι οικονομίες τους θα στηρίζονταν και, κυρίως, πολιτικά θα στελνόταν το μήνυμα ότι δύο σημαντικές χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ανήκουν πλέον στον πυρήνα της Ε.Ε. και των ευρωατλαντικών θεσμών, καθώς αμφότερες είναι μέλη του ΝΑΤΟ (για τη Β. Μακεδονία εκκρεμεί η τυπική έγκριση του πρωτοκόλλου ένταξης).
Το μήνυμα που στέλνει η Γαλλία έχει σχέση με τη συνολική προσέγγιση και τον προβληματισμό του Εμ. Μακρόν για το μέλλον της Ε.Ε. και την ανάγκη ριζικής μεταρρύθμισής της προτού δεχθεί νέα μέλη, ενώ ειδικά στην περίπτωση του αποδεικνύεται πόσο λανθασμένα ήταν τα μηνύματα που του έστειλε ο διεθνής παράγοντας ότι αρκεί το κλείσιμο της Συμφωνίας των Πρεσπών για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η επίλυση του ονοματολογικού ποτέ δεν ήταν τυπική προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, αλλά θέμα που ήγειρε η Ελλάδα στο πλαίσιο της καλής γειτονίας.
Η επιλογή του Γάλλου προέδρου δέχεται ήδη σφοδρή κριτική από χώρες-μέλη και άλλους παράγοντες, ότι εγκαταλείπει στην τύχη τους τα Δυτικά Βαλκάνια και ανοίγει πρακτικά τον δρόμο σε Ρωσία και Κίνα να καλύψουν το κενό που αφήνει η Ε.Ε. Βεβαίως, ούτε και η μέχρι τώρα σχέση με την Ε.Ε. που προβλέπει και χρηματοδοτικά προγράμματα στάθηκε ικανή να εμποδίσει τη διείσδυση, κυρίως των Κινέζων, στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά πάντως, ειδικά στα Σκόπια, θα γίνει ίσως και πάλι επίκαιρη, κυρίως σε εθνικιστικούς κύκλους, η προειδοποίηση της Ρωσίας ότι η Συμφωνία των Πρεσπών έγινε απλώς για να μπει η χώρα στο ΝΑΤΟ και να γυρίσει την πλάτη στη Μόσχα.
Οι δύο χώρες είναι προφανές ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αναμείνουν τη διαμόρφωση του νέου πλαισίου διεύρυνσης, το οποίο φυσικά δεν είναι γνωστό πότε θα ολοκληρωθεί, και μέχρι τότε απλώς να διεκδικήσουν παράλληλες δράσεις και χρηματοδοτήσεις ως υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Βουλιάζει στις Πρέσπες
Στη Βόρεια Μακεδονία η κατάσταση είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Οι κ. Ζάεφ και Ντιμιτρόφ διαμόρφωσαν ένα πολιτικό σκηνικό και τη συμμαχία με τους Αλβανούς (υπό την αιγίδα των Τιράνων) που στηρίχθηκε στην προοπτική ένταξης στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, με αναγκαίο αντάλλαγμα την υπογραφή Συμφωνίας για το όνομα. Και αυτή η ευρωατλαντική προοπτική ήταν ίσως το ισχυρότερο επιχείρημα του κ. Ζάεφ για να αποσπάσει την «πλειοψηφία» στο δημοψήφισμα και να πείσει τους βουλευτές να ψηφίσουν τη συνταγματική αναθεώρηση.
Πλέον βρίσκεται εκτεθειμένος στη μετωπική επίθεση της αντιπολίτευσης του VMRO-DPMNE, η ηγεσία της οποίας, όμως, του ζήτησε να υποβάλει σήμερα την παραίτησή του εάν επιστρέψει από τις Βρυξέλλες με μια θετική απόφαση. Βεβαίως, ο κ. Ζάεφ ήλπιζε ότι πίσω από τη Συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσαν να καλυφθούν και όλες οι υστερήσεις της χώρας του και της κυβέρνησής του σε κορυφαία για την Ε.Ε. ζητήματα, όπως είναι η διαφάνεια, η λειτουργία της δικαιοσύνης και των θεσμών.
Τώρα, όμως, θα έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύ δύσκολο πολιτικό σκηνικό. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, δυστυχώς η εξέλιξη αυτή στερεί ακόμη και τον κ. Ζάεφ από κάθε κίνητρο να υλοποιήσει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα του με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η πίεση που ασκούνταν μέχρι τώρα δεν θα είναι πια τόσο αποτελεσματική, ενώ η κριτική που ήδη ασκείται στο εσωτερικό της χώρας απονομιμοποιεί ακόμη περισσότερο τη Συμφωνία των Πρεσπών στα μάτια της κοινής γνώμης. Με δεδομένο ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεσμεύει τις δύο χώρες, η Αθήνα θα πρέπει πλέον να αναζητήσει άμεσα και για όσο διάστημα θα μένει παγωμένη η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, μοχλούς πίεσης σε διμερές επίπεδο για να προχωρήσει η υλοποίηση των δεσμεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας.
Αυτό αφορά την πλήρη εφαρμογή της νέας ονομασίας στους επίσημους θεσμούς, την εξεύρεση λύσης στο θέμα των αγαλμάτων -καθώς η «λύση» των πινακίδων, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν λειτουργεί-, την πίεση στις συνομιλίες για εμπορικές χρήσεις, την πίεση για συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 1 (παρ. 3ζ) και του άρθρου 7 (παρ. 3) που επιτρέπουν τη χρήση των όρων «Μακεδονία – Μακεδονικός», την αλλαγή των σχολικών βιβλίων ώστε να αφαιρεθούν όλες οι αλυτρωτικές αναφορές κ.ά.
Ομως υπάρχει μια ακόμη επιπλοκή, η οποία αφορά τη λανθασμένη επιλογή όσων συνέταξαν τη Συμφωνία, που για να προσφέρουν πρόσθετα ανταλλάγματα στον κ. Ζάεφ, θέσπισαν με το άρθρο 1 (παρ. 10β) τη λεγόμενη «πολιτική μεταβατική περίοδο», όπου η αλλαγή όλων των εγγράφων και του υλικού που είναι για εσωτερική χρήση, ώστε να υιοθετηθεί η νέα ονομασία, θα γίνεται σταδιακά, καθώς θα «ξεκινά στο άνοιγμα του κάθε διαπραγματευτικού κεφαλαίου της Ε.Ε. στο συναφές πεδίο και θα ολοκληρωθεί εντός πέντε ετών από τότε».
Οσο δεν ξεκινούν ενταξιακές διαπραγματεύσεις, τα εσωτερικά έγγραφα και το υλικό και των επισήμων φορέων θα συνεχίζει να αναγράφει την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το περίμεναν… Στην Αλβανία ο κ. Ράμα δεν θα εξεπλάγη από την απόφαση της Γαλλίας, καθώς και άλλες χώρες ήταν αντίθετες να δοθεί το πράσινο φως στην Αλβανία, λόγω της εσωτερικής πολιτικής ανώμαλης κατάστασης των παραβιάσεων του κράτους δικαίου, της μη λειτουργίας της δικαιοσύνης, του ναρκεμπορίου και του οργανωμένου εγκλήματος και άλλων παραβιάσεων των προϋποθέσεων που υπάρχουν για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ο Αλβανός πρωθυπουργός έχει έτσι την ευκαιρία να συνεχίσει τα πολιτικά παιχνίδια του στο εσωτερικό, με την αντιπολίτευση να απέχει από την Βουλή χωρίς τον κίνδυνο της άμεσης «τιμωρίας» από την Ε.Ε.
Στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, όπου επιλογή εδώ και αρκετά χρόνια είναι να τίθενται, στο πλαίσιο ευρωπαϊκών υποχρεώσεων, ζητήματα που αφορούν τις διμερείς σχέσεις, είναι σαφές ότι θα απαιτηθεί επικαιροποίηση της ελληνικής τακτικής. Τα ζητήματα της ελληνικής μειονότητας (περιουσίες, συμμετοχή στον κρατικό μηχανισμό, σώματα ασφάλειας, στρατός, δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού εν όψει απογραφής κ.ά.) δεν μπορεί να παραπεμφθούν στις ελληνικές καλένδες και να συνδεθούν μόνο με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Η Αθήνα οφείλει διμερώς να θέσει τα ζητήματα και να προωθήσει λύσεις, χρησιμοποιώντας τα «διπλωματικά όπλα» που διαθέτει. Επίσης, στο εξαιρετικά σημαντικό θέμα της συμφωνίας της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, και ύστερα από το ναυάγιο των συνομιλιών μεταξύ των δύο χωρών μετά την αποχώρηση από τις θέσεις των υπουργών Εξωτερικών Ν. Κοτζιά και Ντ. Μπουσάτι, η Αθήνα οφείλει είτε να επιμείνει στην επιστροφή στη συμφωνία, την οποία ακύρωσε κατόπιν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, είτε να καλέσει την Αλβανία για προσφυγή στην Χάγη, προκειμένου να οροθετηθούν οι θαλάσσιες ζώνες μεταξύ των δύο χωρών, βάσει της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας.
Οποιαδήποτε άλλη επιλογή απλώς χρησιμοποιείται από τους Αλβανούς για να κωλυσιεργούν και να εμπεδώνουν τη θέση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της, που υιοθετεί ουσιαστικά όλη την τουρκική επιχειρηματολογία και αυθαίρετη ερμηνεία του Δικαίου της Θάλασσας.
ΠΗΓΗ: Το άρθρο του Νίκου Μελέτη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος»