Η προτίμηση της στρατιωτικής ηγεσίας στις φρεγάτες Belhara ήταν εμφανής από την αρχή. Το ίδιο εμφανής ήταν και η προτίμηση της κυβέρνησης στην συγκεκριμένη προμήθεια.
Όμως επειδή ποτέ τα πράγματα στις διεθνείς σχέσεις δεν εξελίσσονται σύμφωνα με τα προφανή αλλά σχεδόν πάντα επικρατούν τα συμφέροντα των ισχυρών και τα υπόγεια ρεύματα που αυτά δημιουργούν η αγορά φαινόταν να έχει «κιτρινίσει» αν όχι να έχει βαλτώσει επηρεασμένη από την «υπερατλαντική αύρα». Αυτό που φαινόταν ως πιθανότερη εξέλιξη ήταν η προμήθεια να συνδυαστεί με την υπογραφή της νέας αμυντικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ.
Όμως, ξαφνικά, και ενώ είχε εξαφανιστεί από τα φώτα της δημοσιότητας το θέμα του εξοπλισμού του Πολεμικού μας ναυτικού προέκυψε, με εκπλήσσουσα ταχύτητα, η απεμπλοκή του θέματος και η υπογραφή της απόκτησης του όπλου που αποτελούσε τον διακαή πόθο της στρατιωτικής μας ηγεσίας. Η υπογραφή της συμφωνίας για την αγορά των 3 φρεγατών (Belhara) και των 3 κορβετών (GoWind) καθώς και των 6 επιπλέον Rafal από την Γαλλία ήταν η ευτυχής κατάληξη ενός σήριαλ που κράτησε πολλούς μήνες και δαπάνησε πολύτιμη ενέργεια στον τομέα των ενδοσυμμαχικών σχέσεων της χώρας. Εν πάση περιπτώσει μπορούμε να ανασάνουμε με ανακούφιση αφού οδηγηθήκαμε σε αίσιο τέλος. Επειδή μάλιστα, σύμφωνα με τα φαινόμενα, η εξέλιξη αυτή είχε το «πράσινο φως» και από τις ΗΠΑ, γεγονός που αποκλείει τις όποιες παρενέργειες από αυτήν την πλευρά, μπορούμε να πούμε: ”τέλος καλό, όλα καλά”.
Εκείνοι που αναρωτιούνται για τα αίτια αυτής της, κατά τα εικαζόμενα αλλά και κάποια δημοσιεύματα, μεταστροφής της υπερδύναμης θα πρέπει να αναζητήσουν την απάντηση στη θεωρία του ”πετάγματος της πεταλούδας”. Η υπογραφή της συμφωνίας AUKUS (ΗΠΑ, Αυστραλία, ΗΒ) η οποία αιφνιδίασε την Ε.Ε. δημιουργώντας κλίμα καχυποψίας και μεγάλη δυσαρέσκεια στους συμμάχους πήρε εκρηκτικές διαστάσεις στις σχέσεις της Γαλλίας με τις ΗΠΑ. Ο λόγος ήταν κυρίως η ακύρωση εκ μέρους της Αυστραλίας της συμφωνίας για την προμήθεια στρατιωτικού υλικού από την Γαλλία η οποία μόνο για υποβρύχια ανερχόταν στα 56 δισ.. Η εξέλιξη αυτή αποτελούσε πλήγμα τόσο για την πολεμική βιομηχανία της χώρας όσο και για τον πρόεδρο Μακρόν. Απόρροια της προσπάθειας κατευνασμού, της Γαλλίας κατ’ αρχήν αλλά και του συνόλου της Ε.Ε., φαίνεται να είναι η «εκχώρηση» της, υποδεέστερης ασφαλώς οικονομικά αλλά ωστόσο ”καταπραϋντικής”, προμήθειας στρατιωτικού εξοπλισμού της Ελλάδος.
Είναι μια αδιαμφισβήτητα θετική εξέλιξη, αφού, εκτός από την προτίμηση που είχαμε στα συγκεκριμένα όπλα, λόγω της εγγύτητας της Γαλλίας και των παραδοσιακών σχέσεων που αυτή είχε με πολλά κράτη της Μεσογείου, διαμορφώνεται το πεδίο για την συγκρότηση κοινών συμφερόντων τα οποία αποτελούν την καλύτερη εγγύηση για μια αμοιβαία επωφελή και σταθερή συνεργασία. Ωστόσο αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσει στοιχείο εφησυχασμού αφού μάλλον είναι δηλωτικές επιθυμιών και όχι ρεαλιστικές οι αναλύσεις που θέλουν την Γαλλία αρωγό της χώρας σε περίπτωση που δεχθούμε επίθεση. Αν και, σύμφωνα με το σημερινό πρωτοσέλιδο της Καθημερινής: ”Η συμφωνία ενδέχεται να εμπεριέχει και στοιχεία αμυντικής συνδρομής” είναι μάλλον ουτοπικό να θεωρούμε ότι θα κινδυνεύσει Γαλλικό αίμα για την προάσπιση των δικών μας δικαίων.