Ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα ήταν και συνεχίζει να είναι ένας σημαντικός οικονομικός κλάδος. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά μιας και ο αγροτικός τομέας είναι αυτός που σχετίζεται άμεσα με την επιβίωση του ανθρώπου. Εάν ρίξουμε μια ματιά στις πιο ευημερούσες κοινωνίες (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ωκεανία) θα δούμε ότι ο αγροτικός τομέας αποτελεί σημαντικό πυλώνα των οικονομιών τους αλλά και επίκεντρο των πολιτικών τους αποφάσεων.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δαπανά περίπου το 34% του ετήσιου προϋπολογισμού της, ο οποίος ανέρχεται σε περίπου 160 δις, σε δράσεις υποστήριξης των αγροτών των κρατών-μελών της μέσω της Κοινής Αγροτική Πολιτικής (ΚΑΠ).
Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα έδειξε την δυναμική του κατά την διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης όταν σημείωσε σημαντική αύξηση των εξαγωγών (65%, αθροιστικά μέχρι και το 2019). Ταυτόχρονα, συγκρατώντας τον ρυθμό αύξησης των εισαγωγών σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (3%) κατάφερε να περιορίσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αγροδιατροφικών προϊόντων κατά περίπου 75%, από το υψηλό των €3 δις το 2008 στα μόλις €0,7 δις το 2019. Μάλιστα, από τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, διαφαίνεται ότι το 2020 ο αγροτικός κλάδος πετυχαίνει πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο για πρώτη φορά μετά από 36 χρόνια!
Συγκριτικά, οι εξαγωγές των υπολοίπων (βιομηχανικών) προϊόντων πλην, δηλαδή, των πετρελαιοειδών και των αγροδιατροφικών προϊόντων, αυξήθηκαν αθροιστικά την ίδια περίοδο κατά 45%. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές αυτών των προϊόντων μειώθηκαν κατά 20%. Σημειώνεται ότι η ζήτηση των αγροτικών προϊόντων είναι ανελαστική σε αντίθεση με τη ζήτηση των βιομηχανικών προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης, όταν το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών μειώνεται, περιορίζουμε τις αγορές αυτοκινήτων ή άλλων βιομηχανικών ειδών, όχι όμως των ειδών διατροφής.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο αγροτικός τομέας έδειξε σημαντική δυναμικότητα, αντοχή και ευρωστία μέσα στην κρίση κάτι που φαίνεται να έχει συμβεί και κατά το 2020, επίσης έτος κρίσης εξαιτίας του κορωναϊού. Παρόλα αυτά οι δυνατότητες του Ελληνικού αγροτικού τομέα είναι αστείρευτες και εν πολλοίς ανεκμετάλλευτες. Συγκριτικά, αναφέρεται ότι η Δανία και η Ολλανδία, χώρες με έκταση περίπου τον εν τρίτον της Ελλάδος, εξάγουν αγροτικά προϊόντα αξίας €16 δις και €95 δις αντίστοιχα, όταν εμείς εξάγουμε περί τα €7 δις και το σύνολο των εξαγωγών μας είναι, μαζί με τα πετρελαιοειδή, περί τα €30 δις. Ο λόγος που ο αγροτικός τομέας της Ολλανδία έχει τόσο αυξημένες εξαγωγές είναι διότι, αφ’ ενός, πολλές αγροτικές επιχειρήσεις και εκτάσεις σε άλλες χώρες εκτός Ολλανδίας έχουν αγοραστεί από Ολλανδούς και, αφ’ ετέρου, πολλές εξαγωγές του αφορούν γεωργικά μηχανήματα, υλικά θερμοκηπίου καθώς και μηχανήματα που χρησιμοποιούνται στον τομέα τροφίμων. Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι ο αγροτικός τομέας στη Ολλανδία αποτελεί τομέα τεχνολογίας αιχμής και καινοτομίας αποτελώντας κινητήριο δύναμη ολόκληρης της Ολλανδικής οικονομίας.
Εάν θα έπρεπε να συμπυκνώσουμε τα προβλήματα της Ελληνικής γεωργίας σε ένα πρόβλημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βασικό έλλειμμα του Ελληνικού αγροτικού τομέα, αλλά και ολόκληρης της Ελληνικής οικονομίας, είναι η έλλειψη συνεργατικού πνεύματος. Δυστυχώς, το αμαρτωλό παρελθόν με την κακή διαχείριση και την κομματικοποίηση των αγροτικών συνεταιρισμών ρίχνει βαριά τη σκιά του σε κάθε προσπάθεια αναβίωσης του συνεταιριστικού πνεύματος το οποίο είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα. Αξίζει να τονιστεί ότι οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού κλάδου σε παγκόσμια κλίμακα είναι συνεταιρισμοί. Ενδεικτικά αναφέρεται η Fonterra, συνεταιρισμός γαλακτοπαραγωγών στη Νέα Ζηλανδία με περίπου 10.500 μέλη αγελαδοτρόφους, ο τζίρος της οποίας ανέρχεται στα $17 δις δηλαδή λίγο κάτω από το 10% του ΑΕΠ ολόκληρης της χώρας.
Η έλλειψη συνεργατικού πνεύματος συνδυαζόμενο με την έλλειψη οργανωτικής ικανότητας δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα που εμποδίζει την Ελληνική γεωργία να απογειωθεί αναδεικνύοντας τις ανεκμετάλλευτες δυνατότητές της και αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι δυνατόν να παράγουμε από τα καλύτερα ελαιόλαδα παγκοσμίως και αυτό να μην κεφαλαιοποιείται σε προστιθέμενη αξία αλλά να χάνεται από την ελλιπή (απούσα) μεταποιητική επεξεργασία προς όφελος των Ιταλών που αγοράζουν το ελληνικό ελαιόλαδο σε τιμές παραγωγού, το αναμιγνύουν με άλλα εισαγόμενα ή και Ιταλικά ελαιόλαδα, το εμφιαλώνουν και το πωλούν σε πολλαπλάσια αξία αφού το έχουν διαφημίσει και έχουν εγκαθιδρύσει εδώ και δεκαετίες ισχυρό brand name “made in Italy” για το λάδι τους.
Άλλο παράδειγμα είναι το βαμβάκι που ενώ διαθέτουμε από τις καλλίτερες ποικιλίες παγκοσμίως, η κακή διαχείριση (ανάμιξη των διαφόρων ποικιλιών μεταξύ τους) υποβαθμίζει την ποιότητα με αποτέλεσμα τις χαμηλές τιμές στις εξαγωγές. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ο κτηνοτροφικός τομέας ο οποίος αποτελεί το 30% των αγροδιατροφικών εισαγωγών μας (€2 δις). Η οργάνωση του κτηνοτροφικού κλάδου, ιδιαίτερα της αγελαδοτροφίας, από την καλλιέργεια των ζωοτροφών μέχρι και την παραγωγή κρέατος και γάλακτος χρειάζεται την άμεση προσοχή μας. Πετυχημένα παραδείγματα καλλιέργειας ζωοτροφών (κτηνοτροφικά ψυχανθή) στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων έχουν δείξει ότι μπορούμε να παράξουμε ζωοτροφές φθηνότερα και ανώτερης ποιότητας από τις εισαγόμενες.
Τελειώνοντας, πρέπει να γίνει αναφορά στην ΚΑΠ η οποία του χρόνου θα εορτάσει 60 χρόνια ύπαρξης και στήριξης των παραγωγών και της υπαίθρου της ΕΕ. Επισημαίνεται ότι ο αγροτικός χώρος καλείται να παίξει σημαντικότατο ρόλο στο μέλλον. Η αειφόρος γεωργία είναι ζητούμενο και η αποτροπή της κλιματικής αλλαγής περνά μέσα από τον αγροτικό τομέα ο οποίος με την μεγάλη κατανάλωση νερού και την επίσης μεγάλη έκλυση αερίων θερμοκηπίου επιβαρύνει σημαντικά το περιβάλλον. Ας μην ξεχνάμε και την υπεραλίευση των θαλασσών που προσφέρει στις υδατοκαλλιέργειες στη χώρα μας σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα δεδομένου ότι η παραγωγή υδατοκαλλιεργειών έχει ήδη ξεπεράσει σε ποσότητα την παραγωγή αλιευμάτων ανοικτής θάλασσας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Περιφέρεια Αττικής έχει εμπεδώσει την σημαντικότητα του τομέα αυτού και κινείται υποστηρικτικά στην εθνική προσπάθεια χάραξης στρατηγικής για τη μελλοντική ανάπτυξη του αγροτικού τομέα στη χώρα μας. Σε αυτό το πλαίσιο, η επισιτιστική ασφάλεια, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η έρευνα, η καινοτομία και τεχνολογία, η βιώσιμη διαχείριση φυσικών πόρων, η προστασία βιοποικιλότητας και οικοσυστημάτων, καθώς και η επίλυση του σημαντικού προβλήματος της απόρριψης (σπατάλης) τροφίμων, είναι τα ζητήματα που οι Έλληνες και Ευρωπαίοι αγρότες, αλλά και οι Έλληνες πολίτες, θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.