Στην αρχή ήταν οι δηλώσεις του κυβερνητικού εταίρου ότι η κυβέρνηση στην οποία μετέχει εφαρμόζει ''εγκληματικές πολιτικές'' και ''αντισυνταγματικές αποφάσεις''. Ύστερα ήρθαν εκείνες πολλών άλλων κομματικών και κυβερνητικών στελεχών, για την αντισυνταγματικότητα νόμων, που οι ίδιοι ψήφισαν.
Μια κυνική ομολογία ότι παραβιάζουν συνειδητά και χωρίς κανένα δισταγμό το Σύνταγμα. Ότι δεν έχουν ούτε ηθικούς, ούτε νομικούς φραγμούς στην άσκηση της εξουσίας και την επιβολή των αποφάσεών τους. Αλλά και μια εκούσια ηχηρή προβολή της πρακτικής τους αυτής. Γεγονός που καλλιεργεί εθισμό στην περιφρόνηση συνταγματικών επιταγών και διαμορφώνει κλίμα αδράνειας απέναντι στην ασυδοσία της εξουσίας.
Ακολούθησαν, αμέσως μετά, οι καλά γνωστές δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες επιλογή της κυβέρνησης είναι να φορτώσει τα βάρη σ' εκείνους ''που έδωσαν τα χαμηλότερα ποσοστά στο ΣΥΡΙΖΑ και ψήφισαν 'ναι' στο δημοψήφισμα''. Αλλά και η προειδοποίηση ότι ''υπάρχουν τρόποι να βρει η εφορία ποιοι είναι όλοι αυτοί''. Ότι, δηλαδή, με την καθοδήγησή τους, το κράτος μπορεί να καταρτίζει φακέλους πολιτικών φρονημάτων, να χωρίζει τους Έλληνες και να τσακίζει τους αντιπολιτευόμενους. Δηλώσεις που επίσης συγκρούονται με το Σύνταγμα. Ιδίως, μάλιστα, με τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές της ισότητας, της ισονομίας και της αναλογικής κατανομής των βαρών.
Ήρθαν, κατόπιν, και οι δηλώσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος με δημοψήφισμα, για τις οποίες ακόμη και κυβερνητικός βουλευτής δεν δίστασε να πει πως πρόκειται για μια απόπειρα που συνοψίζεται στη φράση ''άλλα λόγια, ν' αγαπιόμαστε''. Κι αυτό, ξεχνώντας προφανώς πως, πριν από αυτούς, στην ίδια πρακτική, υπάρχει μόνο η χούντα. Όπως και το γεγονός ότι μια τέτοια μεθόδευση δεν χωρά στο ισχύον Σύνταγμα, το οποίο αφενός ορίζει (άρθρο 110) μια αυστηρή διαδικασία αναθεώρησης και αφετέρου προβλέπει (άρθρο 44) δυνατότητα δημοψηφίσματος μόνο σε δύο περιπτώσεις. Είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο, που αφορά σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, είτε για μείζον εθνικό θέμα.
Προσβολή στο Σύνταγμα συνιστά, όμως, και η δήλωση του υπουργού ότι διαδηλώσεις με αίτημα την παραίτηση της κυβέρνησης κινούνται στα συνταγματικά όρια. Κι αυτό διότι το Σύνταγμα (άρθρο 11) θεμελιώνει ρητά το ακριβώς αντίθετο. Κατοχυρώνει το δικαίωμα των πολιτών να συνέρχονται, να διαδηλώνουν την όποια άποψή τους και να διεκδικούν ό,τι οι ίδιοι πιστεύουν. Γεγονός που σημαίνει πως, στα όρια του Συντάγματος ήταν η δήλωση του υπουργού και όχι το αίτημα του κόσμου απέναντι στην κυβέρνηση.
Μείζον ζήτημα προκάλεσαν, όμως, και οι δηλώσεις υπουργού σε βάρος της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της. Συνιστούν, άλλωστε - όπως επισήμαναν δικαστικές ενώσεις - βαρύτατη συκοφαντία και κατάφορη παραβίαση της συνταγματικής αρχής περί διάκρισης των εξουσιών. Πρόκειται, όπως έσπευσε να υπογραμμίσει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, για δηλώσεις που ''δεν αποτελούν απλά ένα ακόμα φραστικό ατόπημα, αλλά συνιστούν θεσμική εκτροπή''.
Είναι, λοιπόν, πολλά τα γεγονότα που εγείρουν μείζονα θεσμικά ζητήματα και δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται σαν μεμονωμένα ατοπήματα. Ούτε σαν επιμέρους λάθη κάποιων κομματικών στελεχών ή υπουργών μιας κυβέρνησης. Ούτε βέβαια σαν μια έκφραση προσωπικών αντιλήψεων και νοοτροπιών. Διότι - πολύ απλά - όλα μαζί διαμορφώνουν κλίμα θεσμικής εκτροπής. Συνθέτουν, δηλαδή, ένα τεράστιο λάθος, με απρόβλεπτες συνέπειες σε βάρος της Δημοκρατίας και της ίδιας της χώρας.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ:
Πρώτη καταδίκη του Α. Γεωργίου για το "φουσκωμένο" έλλειμμα του 2009
Τι εξυπηρετούν όσοι στοχοποίησαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας;
Γιατί σιωπά η ΝΔ και δεν απαντά στον Στέφανο Μάνο