Η αναφορά στην ανακοίνωση του ΓΕΕΘΑ ότι στην ορεινή κωμόπολη Αλαβερντί της Αρμενίας, εκεί όπου το προσωπικό της Διευθύνσεως Κατασκευών και Αντιμετωπίσεως Φυσικών Καταστροφών (ΔΙΚΑΦΚΑ) του ΓΕΕΘΑ, με επικεφαλή τον Διοικητή του Αντιστράτηγο Μιχαήλ Κλούβα, τοποθέτησαν μια από τις τρεις συναρμολογουμενες, στρατιωτικού τύπου, σιδερένιες γέφυρες «Μπέλεϋ Μ2», λόγω καταστροφής υποδομών από τις εκτεταμένες πλημμύρες που έπληξαν προ μηνών την περιοχή, υπάρχει…Ελληνική Κοινότητα, ήταν η αφορμή για μία σε δεύτερο χρόνο «έρευνα» για το παρελθόν αυτής στην περιοχή (Βλέπε σχετικό άρθρο 15 Ιναουαρίου 2025/18:41).
Την ώθηση όμως έδωσε ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος περισσότερα από 30 χρόνια στο Στρατιωτικό ρεπορτάζ, συνταξιούχος σήμερα, Λουκάς Δημάκας, με τον οποίο συζητούσαμε το θέμα και υπήρξε η «γεννεσιουργός αιτία» για την προετοιμασία του.
Από την έρευνα λοιπόν που προέκυψε μέσα από το διαδίκτυο (wikipidia.org) η Ελληνική παρουσία στην ορεινή κωμόπολη του Αλαβερντί δεν ξεκινά από τον 19ο αιώνα, αλλά από τα τέλη του 1780!
Τότε μετανάστευσαν εκεί Έλληνες μεταλλωρύχοι από τον Πόντο και την Γεωργία, για να συμπληρώσουν τα λιγοστά εργατικά χέρια των ντόπιων καθώς είχε ήδη άρχισε η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, κυρίως λόγω των πλούσιων αποθεμάτων χαλκού που είχαν ανακαλυφθεί στην περιοχή και των ορυχείων χαλκού που κατασκευάστηκαν για την εξόρυξή του!
Η συστηματική εκμετάλλευσή τους ξεκίνησε περί το 1780. Τα ορυχεία αυτά φέρεται πως ήταν η πηγή του ενός τετάρτου της παραγωγής εξευγενισμένου χαλκού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας! Έναν αιώνα αργότερα, στη δεκαετία του 1880, η εκμετάλλευση των ορυχείων πωλήθηκε σε γαλλική εταιρεία, αλλά οι ειδικευμένοι ανθρακωρύχοι παρέμειναν και ήταν κυρίως Έλληνες, οι οποίοι ζούσαν στη γειτονική κωμόπολη για να είναι δίπλα (ή κοντά) στο χώρο της εργασίας τους.
Συμφώνως με την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός της πόλης είναι 13.343 κάτοικοι, από 26.300 που αναφέρθηκαν στην απογραφή του 1989, όταν η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αρμενίας», ήταν ακόμα τμήμα της Σοβιετικής Ενώσεως. Φαίνεται πως ο πληθυσμός μειώθηκε κι άλλο στη συνέχεια και έτσι σήμερα έχει πληθυσμό περίπου 11.000 κατοίκους, συμφώνως με την επίσημη εκτίμηση του 2016, που είναι κυρίως Αρμένιοι.
Υπάρχει όμως και η μικρή πλέον Ελληνική Κοινότητα, με δικό της κτίριο γραφείο/χώρο συγκεντρώσεων και πολιτιστικών εκδηλώσεων, που κάποτε όμως θεωρούνταν η μεγαλύτερη στην Αρμενία. Ειδικότερα, τα χωριά Μαντάν και Μπεντίκ του ευρύτερου Δήμου Αλαβερντί καθώς και το γειτονικό Αχταλά κυριαρχούνταν από τη μεγάλη – τότε – Ελληνική Κοινότητα κατά τη Σοβιετική περίοδο.
Στο Αλαβερντί βρίσκεται και ο μοναδικός σιδηροδρομικός σταθμός μεταξύ Αρμενίας και Γεωργίας. Η κωμόπολη βρίσκεται στο κάτω μέρος του φαραγγιού του ποταμού Ντεμπέντ και είναι ένα σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στη βόρειοανατολικη Αρμενία, σχετικά κοντά στα σύνορα με τη Γεωργία.
Η περιοχή της πόλης Αλαβερντί κατοικήθηκε από την αρχαιότητα. Αυτό αποδεικνύεται από τα μνημεία που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών. Οι Αρμένιοι, που αποτελούν, ως προελέχθη, την πλειοψηφία του πληθυσμού της κωμοπόλεως, έχουν μακραίωνη μόνιμη παρουσία στην περιοχή.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής οικονομίας και το σταδιακό κλείσιμο των ορυχείων συνέβαλε ουσιαστικά στη μείωση της κάποτε τρομερής ρυπάνσεως που προερχόταν από τα ορυχεία χαλκού, ενώ ο πληθυσμός της, που είχε αυξηθεί παράλληλα με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, άρχισε πλέον να μετακινείται προς άλλες περιοχές.
Οι Έλληνες της Αρμενίας
Οι Έλληνες της Αρμενίας, όπως και οι άλλες ομάδες των Ελλήνων του Καυκάσου και στη Γεωργία, είναι κυρίως απόγονοι Ποντίων, οι οποίοι αρχικώς ζούσαν κατά μήκος των ακτών του Ευξείνου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), στα υψίπεδα των Ποντιακών Άλπεων και άλλα μέρη της βορειοανατολικής Ανατολίας.
Στις αρχικές τους πατρίδες οι Ελληνικές Κοινότητες ονομάζονται Πόντιοι. Οι ναυτικοί Ίωνες Έλληνες εγκαταστάθηκαν γύρω από τις νότιες ακτές του Ευξείνου Πόντου περίπου από το 800 π.Χ. και αργότερα επεκτάθηκαν και σε παράκτιες περιοχές της σημερινή Ρουμανίας, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας και της Ουκρανίας.
Οι Έλληνες του Πόντου ζούσαν για χιλιάδες χρόνια, σχεδόν απομονωμένοι από την ελληνική χερσόνησο, διατηρώντας στοιχεία της Αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αργότερα, στην Ελληνιστική, Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο, ενώθηκαν στην περιοχή με κύματα Ελλήνων, οι οποίοι ήταν έμποροι, λόγιοι, κληρικοί, μισθοφόροι ή πρόσφυγες από άλλα μέρη της Ανατολίας ή τα νότια Βαλκάνια.
Τα χωριά με μεγάλο ποσοστό Ελλήνων Αρμένιων βρίσκονται σε περιοχές κατά μήκος των βορείων συνόρων της Αρμενίας με τη Γεωργία. Οι κύριες κοινότητες των Ελλήνων ήταν το Μαντάν, το Σαμλούγ, η Αχτάλα, το Γιαγντάν, τα Κογόσεα, το Ανκαβάν (Μιχάηλοφκα) και η Μεχμανά η οποία βρίσκεται στο θύλακα του Αρτσάχ.
Μεγάλες κοινότητες μπορούν να βρεθούν στο Αλαβερντί Γερεβάν (το Βαναντζόρ, το Γκιουμρί, το Στεπαναβάν και το Νογιεμπεριάν). Οι αριθμοί τους έχουν μειωθεί σημαντικώς από το τέλος της Σοβιετικής Ενώσεως, λόγω της μεταναστεύσεως για οικονομικούς λόγους προς άλλες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες και την Ελλάδα. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι ζουν μαζί σε μικτές κοινότητες στα βόρεια αρμενικά σύνορα στη Γεωργία. Το Γιαγντάν στην επαρχία Λορί έχει περιγραφεί ως το τελευταίο εναπομείναν ελληνικό χωριό στην Αρμενία.
Οι Έλληνες στην Αρμενία, όπως και στην υπόλοιπη Υπερκαυκασίας, ομιλούν την ποντιακή διάλεκτο, μια εξέλιξη της ιωνικής διαλέκτου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Όλοι οι Έλληνες της Αρμενίας μιλούν άπταιστα τα αρμενικά και τα ρωσικά. Σήμερα, ο Ελληνικής καταγωγής πληθυσμός στην Αρμενία είναι περίπου 6.000 άτομα, συμφώνως με το wikipidia.org, από όπου, ως προελέχθη, αντλήθηκαν τα προαναφερθέντα στοιχεία.