Στις 30 Ιανουαρίου 1827 σημειώθηκε η Μάχη της Καστέλλας στον ομώνυμο λόφο του Πειραιώς, όπου οι Έλληνες κατανίκησαν τους Οθωμανούς Τούρκους του Κιουταχή πασά, στο πλαίσιο της εκστρατείας του στην Αττική (τέλη 1826 και αρχές 1827) για την κατάληψη της Ακροπόλεως των Αθηνών και της εξαλείψεως της επαναστάσεως στην περιοχή.
Το Ελληνικό Κυβερνητικό, η Ελληνική κυβέρνηση δηλαδή, εκτιμώντας ότι τυχόν απώλεια της Ακροπόλεως, θα σήμαινε την απώλεια ολοκλήρου της Αττικής και κατά συνέπεια ολοκλήρου της Στερεάς Ελλάδος, αποφάσισε και έστειλε ενισχύσεις από την Πελοπόννησο, που στρατοπέδευσαν στον κάμπο της Ελευσίνος, από όπου εκστράτευσαν για να προσβάλλουν τις δυνάμεις του Κιουταχή πασά στην περιοχή του Καματερού.
Στη σύγκρουση που ακολούθησε (Μάχη του Καματερού) οι ελληνικές δυνάμεις υπέστησαν συντριπτική ήττα από τις αντίστοιχες του Κιουταχή και άφησαν στο πεδίο της μάχης πάνω από 300 νεκρούς!
Στις 24 Ιανουαρίου 1827, ο Βρετανός Φιλέλλην στρατιωτικός και μετέπειτα ιστορικός Τόμας Γκόρντον, επικεφαλής τμήματος του τακτικού στρατού, δυνάμεως 400 ανδρών και άλλων 2.000 ατάκτων, που είχαν στρατοπεδεύσει στη Σαλαμίνα, επιβιβάστηκε σε πλοία και αποβιβάστηκε στην αμμουδιά του Φαλήρου, από όπου στη συνέχεια ανέβηκαν στον από την αρχαιότητα οχυρωμένο λόφο της Καστέλλας, ο οποίος δεσπόζει και των τριών φυσικών λιμανιών του Πειραιώς, αλλά και της παραλίας του Φαλήρου, έχοντας άριστη ορατότητα σε όλο τον Σαρωνικό κόλπο μέχρι την Αίγινα και μέχρι την Ακρόπολη των Αθηνών.
Στην Καστέλλα οι δυνάμεις του Γκόρντον οχυρώθηκαν καλώς, ενώ από θαλάσσης είχαν την υποστήριξη του ατμοκίνητου πολεμικού «ΚΑΡΤΕΡΙΑ», υπό τον επίσης Φιλέλληνα Άστινγξ, μαζί με έναν στολίσκο περίπου δέκα μικρότερων σκαφών. Στην οχύρωση του λόφου της Καστέλλας συνέβαλαν αποφασιστικώς και 15 πυροβόλα, με φιλέλληνες πυροβολητές καθώς και περί τους 50 Ψαριανούς, οι οποίοι ήξεραν άριστα τα περί της πυρίτιδος και των πυροβόλων.
Στις 25 Ιανουαρίου 1827, μικρό τμήμα αυτής της ελληνικής δύναμης κατέβηκε από το λόφο της Καστέλλας, σε μία προσπάθεια καταλήψεως του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνος του Πειραιώς, που την εποχή αυτή ήταν το μοναδικό κτίσμα σε ολόκληρη την περιοχή, η προσπάθειά τους όμως ήταν ανεπιτυχής!
Στο μεταξύ ο Κιουταχής πασάς, μετά τη νίκη του στο Καματερό, προσπάθησε επί δύο ημέρες να πείσει τους πολιορκημένους Έλληνες της ακροπόλεως να παραδοθούν. Χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Αντ’ αυτού σκέφτηκε να κατευθυνθεί προς την Καστέλλα ώστε να κερδίσει και εκεί τους Έλληνες, εξαλείφοντας έτσι ένα ισχυρό έρεισμα στα μετόπισθεν των πολιορκητών της Ακροπόλεως, που ήταν και ο βασικός αντικειμενικός σκοπός του και εξασφαλίζοντας τα νώτα του από θαλάσσης. Όμως οι Έλληνες επί της Ακροπόλεως είχαν οχυρωθεί πολύ καλά. Το δεξί άκρο του, δηλαδή η ακτή του Πειραιώς, που ήταν και το πιο ασθενές τους σημείο, θα καλυπτόταν από τα ελληνικά πλοία και τα πυρά των πυροβόλων τους. Ο Μακρυγιάννης με τους άνδρες του θα κάλυπτε από ξηράς το δεξί άκρο, ο Δημήτρης Καλλέργης το αντίστοιχο αριστερό και ο Κορίνθιος Ιωάννης Νοταράς το κέντρο της ελληνικής παρατάξεως.
Στις 29 Ιανουαρίου 1827, το πρωί ο Κιουταχής ξεκίνησε από το στρατόπεδό του, που ήταν στα Πατήσια και κατευθύνθηκε προς τον Πειραιά, επικεφαλής περίπου 2.000 ανδρών του, από τους οποίους οι 1.500 ήταν πεζοί, 500 περίπου ιππείς, ενώ διέθετε και μερικά πυροβόλα.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, αρκετοί εκ των Ελλήνων οι οποίοι προφανώς είχαν επηρεαστεί από την ήττα στο Καματερό, προσπάθησαν να το σκάσουν. Μόλις αυτό έγινε αντιληπτό, αμέσως ο Γκόρντον έδωσε εντολή στον Άστιγξ να πάρει τα πλοία του στολίσκου του και να απομακρυνθεί από τις ακτές, ώστε να δουν οι υπόλοιποι Έλληνες μαχητές, που τυχόν σκέφτονταν και αυτοί να λιποτακτήσουν, ότι δεν υπάρχει σωτηρία με τη μορφή των φίλιων πλοίων, αλλά μόνο να μείνουν, να πολεμήσουν και να νικήσουν.
Συμφώνως με τα γραφόμενα του ίδιου του Μακρυγιάννη, και ο ίδιος ο Γκόρντον, αλλά και άλλοι αξιωματικοί, είχαν αρχίσει να χάνουν το ηθικό τους. Τελικώς πρυτάνευσε η λογική και επικράτησε η σκέψη ότι αν κέρδιζαν οι Οθωμανοί Τούρκοι, τότε και μόνο τότε «θα τους περνούσαν όλους λεπίδι» και η μοναδική περίπτωση να γλυτώσουν τα κεφάλια τους θα ήταν να πολεμήσουν και να κερδίσουν. Έμειναν λοιπόν και ετοιμάστηκαν για τη μεγάλη μάχη.
Στις 30 Ιανουαρίου 1827, οι Οθωμανοί του Κιουταχή ξεκίνησαν τα γιουρούσια τους εναντίον των ελληνικών οχυρωμένων θέσεων στο λόφο της Καστέλλας, που ήταν συνεχή και για ένα ολόκληρο πεντάωρο, αλλά χωρίς επιτυχία, καθώς οι Έλληνες αμύνονταν αποτελεσματικώς και αποφασιστικώς. Στην προσπάθειά τους αυτή βοηθήθηκαν με άριστο τρόπο από τα πυροβόλα του «ΚΑΡΤΕΡΙΑ», η οποία είχε εισέλθει μέσα στο λιμάνι του Πειραιά και από εκεί κανονιοβολούσε τους επιτιθέμενους, μέχρις ότου άρχισε να δέχεται πυρά από το τουρκικό πυροβολικό, που είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί κάποιες μικρές ζημιές και για λόγους ασφαλείας, εξήλθε του λιμένος και συνέχισε εκτός αυτού τις βολές της επί των εχθρικών θέσεων.
Η επίθεση των ανδρών του Κιουταχή είχε χάσει την ορμή της μετά από την πεντάωρη προσπάθεια και οι Τούρκοι, σε συνδυασμό με τη φυσική κούραση, άρχισαν να υποχωρούν. Τότε, λίγοι Έλληνες, στρατιώτες του τακτικού στρατού και περίπου 250 άνδρες άτακτοι του Μακρυγιάννη, ξεκίνησαν θυελλώδη αντεπίθεση, κυνηγώντας τον εχθρό και προκαλώντας του σημαντικότατες απώλειες. Οι πηγές αναφέρουν ότι οι Τούρκοι είχαν περί τους 300 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι Έλληνες είχαν 60 νεκρούς.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1827 ακολούθησε η Μάχη στους Τρεις Πύργους, όπου και πάλι νίκησαν οι Έλληνες, χωρίς όμως να πετύχουν και την άρση της πολιορκίας της Ακροπόλεως από τον Κιουταχή, η οποία τελικώς κατελήφθη από αυτόν στις 25 Μαΐου 1827, αφού βέβαια, στις 23 Απριλίου είχε προηγηθεί ο Θάνατος του Στρατηγού της Ρούμελης Γεωργίου Καραϊσκάκη στο (Νέο) Φάληρο και την επομένη 24 Απριλίου η μεγάλη ήττα των Ελλήνων στη Μάχη του Αναλάτου, όπως τότε έλεγαν οι ντόπιοι το Φάληρο. Όλα αυτά τα γεγονότα σήμαιναν και το τέλος της Επαναστάσεως στη Ρούμελη.