28 Φεβρουαρίου 1943 : Κηδεύεται ο ποιητής Κωστής Παλαμάς και η κηδεία του μετατρέπεται στη μεγαλύτερη πράξη παθητικής αντιστάσεως στην Κατοχή

 
δδδ

Ενημερώθηκε: 28/02/25 - 17:13

Του Λεωνίδα Σ. Μπλαβέρη

Στις 28 Φεβρουαρίου 1943, μέσα σε πάνδημο πένθος όλων των Ελλήνων, κηδεύεται ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, ο οποίος είχε πεθάνει την προηγούμενη μέρα, 27 Φεβρουαρίου σε ηλικία 84 ετών, και η κηδεία του μετατρέπεται στη μεγαλύτερη πράξη παθητικής αντιστάσεως του λαού μας στην Κατοχή, καθώς δεκάδες χιλιάδες Αθηναίοι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο, κάτω από τα έκπληκτα μάτια των κατακτητών.  

«Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» έγραψε στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.

Στις 28 Φεβρουαρίου 1943, από νωρίς το πρωί, χιλιάδες λαού άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Α’ Νεκροταφείο, χωρίς να έχει υπάρξει προηγουμένως κάποια προσυνεννόηση ή κινητοποίηση, για να αποτίσει το ύστατο χαίρε στον μεγάλο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα.

Θυμίζουμε ότι λίγες μόλις μέρες νωρίτερα, είχαν πραγματοποιηθεί οι μεγαλειώδεις όσο και αιματηρές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις των Αθηναίων κατά της πολιτικής επιστρατεύσεως, που την ακύρωσαν στην πράξη με το αίμα τους και τον αγώνα τους και τώρα είχαν όλοι μαζί να «αντιμετωπίσουν» τον θάνατος του μεγάλου μας ποιητή, ο οποίος «έφυγε» ενώ η χώρα στέναζε κάτω από τριπλή κατοχή!

Στις 11:00, άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία, χοροσταντούντος του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού, με τον πνευματικό κόσμο της χώρας να δίνει ένα βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά.

Οι επίσημες κατοχικές αρχές, η δοσιλογική κυβέρνηση του Καθηγητή της Μαιευτικής Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, προσπαθώντας να περιορίσει το πραγματικό νόημα της πρωτοφανούς αυτής συγκεντρώσεως του κόσμου, εκπροσωπήθηκε στην κηδεία από τον ίδιο τον δοτό πρωθυπουργό, καθώς και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών δυνάμεων κατοχής. Πρακτικώς, όλοι αυτοί απλώς…αγνοήθηκαν.

«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» τόνισε πολύ εύστοχα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, απαγγέλλοντας το συγκλονιστικό ποίημά του «Παλαμάς», που έγραψε μέσα σε λίγες ώρες, τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου μας ποιητή.

«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!...»

Μόλις τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, οι Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός και νεολαίοι σήκωσαν στα χέρια τους το φέρετρο με τον μεγάλο νεκρό, κατευθυνόμενοι προς το χώρο της τελευταίας του κατοικίας.

Όταν έφτασαν εκεί και ο εκπρόσωπος των Γερμανών πήγε να καταθέσει στεφάνι ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…». Μόνος στην αρχή, πολύ γρήγορα από τις χιλιάδες του λαού που βρίσκονταν στριμωγμένοι γύρο.

Ο Καθηγητής και μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος έγραψε: «πρώτα δειλά, ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε: Ζήτω η Ελευθερία!».

            Ο Κωστής Παλαμάς και νεκρός ακόμα είχε ΕΝΩΣΕΙ τους Έλληνες και τους είχε ατσαλώσει τις ψυχές και το φρόνημά τους σε μία πολύ δύσκολο περίοδο για την Ελλάδα και τους Έλληνες.

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρόνων έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864-Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, τον μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και τον μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι, όπου έζησε το διάστημα 1867 - 1875.

Το 1875, μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή, την οποία όμως σύντομα εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία.

Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα και το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή «Ερώτων Έπη», σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό «λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα». Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα «Μεσολόγγι».

Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Τραγούδια της Πατρίδος μου» στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.

Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Λέανδρος Παλαμάς.

Tο 1889 δημοσιεύτηκε ο «Ύμνος εις την Αθηνάν», αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896.

Το 1898, μετά τον θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση «Ο Τάφος». Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου αποχώρησε το 1928.

Από το 1897 άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» (1897), «Ασάλευτη Ζωή» (1904), «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» (1907), «Η Φλογέρα του Βασιλιά» (1910).

Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.

Μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940, ο Κωστής Παλαμάς, μαζί με άλλους Έλληνες λογίους, προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940). Ανάμεσα σε αυτούς που πρότειναν τον Παλαμά για το βραβείο υπήρξε και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος πρότεινε τον Παλαμά τρεις φορές (1928, 1930 και 1935). (Στοιχεία: wikipidia.org)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ