Στις 19 Ιανουαρίου 1828, πεθαίνει στη Βιέννη σε ηλικία μόλις 36 ετών, ο Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, δύο μόλις μήνες μετά την απελευθέρωσή του από τις αυστριακές φυλακές.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης γεννήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 1792 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ο οποίος ήταν διερμηνέας και διπλωμάτης στην Αυλή του Σουλτάνου, και μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον περιβάλλον γεμάτο από έντονο πατριωτισμό και αγάπη για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Λόγω καταγωγής και του πολύ εύπορου πατέρα του έλαβε σπουδαία μόρφωση και ήταν πολύγλωσσος.
Ο νεαρός Αλέξανδρος ακολούθησε τον πατέρα του, όταν αυτός μετέβη στην πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στην Αγία Πετρούπολη, όπου και φοίτησε στη Σχολή Ιππικού του Ρωσικού Στρατού, από την οποία αποφοίτησε ως Ανθυπίλαρχος. Ακολούθως υπηρέτησε στην Αυτοκρατορική Φρουρά και διετέλεσε και Υπασπιστής του Τσάρου.
Διακρίθηκε όλως ιδιαιτέρως στους Ναπολεόντιους πολέμους, ενώ στις 27 Αυγούστου 1813, στη διάρκεια της μάχης της Δρέσδης, έχασε το δεξί του χέρι.
Τον Μάρτιο του 1820, ο Φιλικός Εμμανουήλ Ξάνθος του πρόσφερε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας.
Στις 12 Απριλίου 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης την αποδέχτηκε, αφού προηγουμένως είχαν γίνει αποδεκτοί όλοι οι όροι που είχε θέσει. Αμέσως μετά ξεκίνησε να οργανώνει ένα σχέδιο για την έναρξη της επαναστάσεως των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αρχής γεννομένης από την Πελοπόννησο.
Τον Ιούνιο του 1820, και μετά από έντονη ενθάρρυνση από τον Ιωάννη Καποδίστρια, πείσθηκε ότι έπρεπε να επισπεύσει όλες τις προετοιμασίες για την Επανάσταση και για τον λόγο αυτό τον Ιούνιο του 1820 εγκαταστάθηκε στη Οδησσό.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1822, πέρασε επικεφαλής των τμημάτων του τον ποταμό Προύθο και δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου εκδίδει την περίφημη προκήρυξη με τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», ένα φλογερό μανιφέστο για τον επαναστατικό αγώνα, και στις 26 του ίδιου μήνα, ύψωσε τη σημαία της Επαναστάσεως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Ιάσσιο της Μολδοβλαχίας), καθώς εκεί απαγορευόταν – βάσει συνθήκης - η παραμονή του τουρκικού στρατού.
Τότε συντάσσει επιστολή παραιτήσεως από τον Ρωσικό Αυτοκρατορικό στρατό, όπου κατείχε τον βαθμό του Υποστρατήγου, προς τον ίδιο τον τότε Τσάρο Αλέξανδρο Α’, προς τον οποίο εξηγούσε τον λόγο αναγγέλλοντάς του την έναρξη της Επαναστάσεως εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ζητώντας τη βοήθειά του προς τους ομόδοξους επαναστάτες.
Αμέσως μετά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προέβη στη συγκρότηση του «Ιερού Λόχου», δυνάμεως 500 νεαρών σπουδαστών, αλλά και «τακτικού» στρατού, ο οποίος όμως, στις 7 Ιουνίου 1821, καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου, όπου οι ηρωικοί «Ιερολοχίτες» άπειροι όντες και ουσιαστικώς ανεκπαίδευτοι, υπέστησαν τρομακτικές απώλειες παρά το απίστευτο θάρρος και ανδρεία που επέδειξαν.
Τα υπολείμματα του στρατού του Υψηλάντη και όσοι «Ιερολοχίτες επέζησαν, κατευθύνθηκαν προς τα αυστριακά σύνορα , ελπίζοντας ότι έτσι θα γλυτώσουν. Εκεί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η συνοδεία του, δύο αδέρφια του και στενοί τους συνεργάτες, παγιδεύτηκαν από τους Αυστριακούς και φυλακίστηκε στα κάτεργα του Μούγκατς, στο σημερινό Μουγκάτσεβο, της Δυτικής Ουκρανίας, όπου βρίσκονταν φυλακισμένοι, οι πιο γνωστοί επαναστάτες της Ευρώπης. Τους Έλληνες όμως οι Αυστριακοί τους επέτρεπαν να προαυλίζονται μόνο την νύχτα για μην έρχονται σε επαφή με τους υπόλοιπους. Αυτές οι απάνθρωπες συνθήκες διαβιώσεως είχαν σοβαρότατες συνέπειες στην υγεία του.
Στις 24 Νοεμβρίου 1827 απελευθερώθηκε αλλά η εξαιρετικά κλονισμένη του υγεία από την πολυετή φυλάκιση και μάλιστα κάτω από τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που προαναφέρθηκαν, δεν του επέτρεψαν να βοηθήσει έτι περαιτέρω το Έθνος, αφού μόλις δύο μήνες αργότερα, στις 19 Ιανουαρίου 1828 (παλαιό ημερολόγιο), άφησε την τελευταία του πνοή στη Βιέννη, σε ηλικία μόλις 36 ετών.
Ως τελευταία του επιθυμία, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ζήτησε να ταριχευθεί η καρδιά του και να μεταφερθεί στην αγαπημένη του πατρίδα, την οποία δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει ελεύθερη. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε.