19- 22 Ιουνίου 1913: Η επική Μάχη Κιλκίς Λαχανά και η καταστροφή του Κιλκίς από τους Βουλγάρους

 
19- 22 Ιουνίου 1913: Η επική Μάχη Κιλκίς Λαχανά και η καταστροφή του Κιλκίς από τους Βουλγάρους

Πηγή Φωτογραφίας: Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο Αθηνών

Ενημερώθηκε: 22/06/24 - 21:49

Του Λεωνίδα Σ. Μπλαβέρη

Στις 19- 22 Ιουνίου 1913 διεξήχθη η επική και πλέον πολυαίμακτη μάχη στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού, η διπλή Μάχη του Κιλκίς – Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913), που ακολουθήθηκε από την είσοδο των Ελληνικών στρατευμάτων στην πλήρως κατεστραμμένη από τους Βουλγάρους πόλη του Κιλκίς, και η εν συνεχεία καταδίωξή τους μέχρι τις 23 Ιουνίου 1913, οπότε επανελήφθη η ελληνοβουλγαρική σύγκρουση, αυτή τη φορά στη Δοϊράνη, με την ομώνυμη μάχη.

Στις 26 Οκτωβρίου 1912, τη μέρα που ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωνε τη Θεσσαλονίκη, ο αντίστοιχος Βουλγαρικός κατελάμβανε το Κιλκίς, που σκόπευαν να το χρησιμοποιήσουν ως εφαλτήριο για τις μετέπειτα επιχειρήσεις τους στη Μακεδονία και την από αυτούς κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες, που ήταν και ο τελικός αντικειμενικός σκοπός τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή αυτή, από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνος και εντεύθεν, το Κιλκίς («Κουκούς», όπως το έλεγαν οι Βούλγαροι) ήταν άντρο Βούλγαρων Κομιτατζήδων και σε αυτό είχαν απομείνει και ζούσαν υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες μόλις 30 οικογένειες Ελλήνων.

Αμέσως οι Βουλγαρικές δυνάμεις ξεκίνησαν εντατικώς, έργα οχυρώσεως της τοποθεσίας με εγκατάσταση αμυντικής γραμμής από το Καλίνοβο μέχρι το χωριό Λαχανάς, ενώ μόνο στην περιοχή του Κιλκίς τα οχυρωματικά έργα είχαν «μέτωπο» 10 χιλιομέτρων και βάθος της αμυντικής γραμμής έξι χιλιόμετρα. Επρόκειτο δηλαδή για μία ισχυρότατη αμυντική τοποθεσία με ικανό μήκος και βάθος, με επάλληλες γραμμές χαρακωμάτων και αμυντικών θέσεων στατικής αμύνης.

Στις 18 Ιουνίου 1913, οι Ελληνικές Δυνάμεις αποκρούουν την αιφνιδιαστική εναντίον τους Βουλγαρική επίθεση, με την οποία ξεκίνησε ουσιαστικώς ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, εκκαθάρισαν με ακαριαία δράση τη Θεσσαλονίκη από τα εκεί «φιλοξενούμενα» βουλγαρικά στρατεύματα και εγκαθίσταται στην πόλη ο Αρχιστράτηγος Βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο οποίος διατάσσει άμεση (αντ)επίθεση από τον Ελληνικό Στρατό

Στις 19 Ιουνίου 1913, το πρωί, εκδηλώνεται η ελληνική επίθεση, συμφώνως με το επιτελικό σχέδιο.

Η Ι Μεραρχία, με Διοικητή τον Αντιστράτηγο Μανουσογιαννάκη και η VI (6η) Μεραρχία με Dιοικητή τον Sυνταγματάρχη Δελαγραμμάτικα επιτέθηκαν στον ορεινό τομέα του Λαχανά.

Η ΙΙ (2η) Μεραρχία με Διοικητή τον Υποστράτηγο Καλάρη, η ΙΙΙ (3η) με Διοικητή τον Υποστράτηγο Δαμιανό, η IV (4η) με Διοικητή τον Υποστράτηγο Μοσχόπουλο και η V (5η) με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Γεννάδη, διενήργησαν τη βασική επιθετική ενέργεια με κατεύθυνση την πόλη του Κιλκίς.

Η Χ (10η) Μεραρχία με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Παρασκευόπουλο επιτέθηκε κατά των υψωμάτων του Καλίνοβου.

Η Ταξιαρχία Ιππικού με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο ενεργούσε ως «σύνδεσμος» των τεσσάρων Μεραρχιών του κέντρου της Ελληνικής παρατάξεως με την Χ Μεραρχία.

Η συνολική παρατακτή δύναμη των Ελληνικών Δυνάμεων ήταν 117.861 άνδρες και 176 πυροβόλα, διαφόρων διαμετρημάτων, ενώ τις Βουλγαρικές θέσεις υπεράσπιζαν η 2η Στρατιά με Διοικητή τον Στρατηγό Ιβανώφ, δυνάμεως περισσοτέρων των 40.000 ανδρών.

Η Ελληνική επίθεση καθ’ όλο το μήκος του μετώπου υπήρξε σφοδρή. Μάχες σώμα με σώμα όπου η ξιφολόγχη ήταν το κύριο όπλο και από τις δύο πλευρές. Εξαιτίας του λοφώδους και γυμνού εδάφους, οι Έλληνες στρατιώτες ήταν διαρκώς εκτεθειμένοι στα εχθρικά πυρά που έρχονταν από τους λόφους της περιοχής, που ήταν οι Βουλγαρικές αμυντικές θέσεις και είχαν εξαιρετικό οπτικό πεδίο. Για το λόγο αυτό οι Ελληνικές απώλειες ήταν πολύ βαριές.

Το βράδυ της 20ης Ιουνίου ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε σε απόσταση ολίγων εκατοντάδων μέτρων από τις πρώτες οχυρωματικές θέσεις των υπερασπιστών της πόλεως του Κιλκίς. Η ΙΙ Μεραρχία διετάχθη να διενεργήσει πλευρικό, νυχτερινό, αιφνιδιασμό, που ήταν απολύτως επιτυχημένος.

Το ξημέρωμα της 21ης Ιουνίου 1913 επιτέθηκαν και οι υπόλοιπες τρεις Μεραρχίες του κεντρικού τομέα, με αποτέλεσμα, στις 11:00, οι Βούλγαροι να αρχίσουν να υποχωρούν καθ’ όλο το μήκος του μετώπου με κατεύθυνση τη Δοϊράνη και τον Στρυμώνα.

Τότε ο Αρχιστράτηγος Βασιλεύς Κωνσταντίνος διέταξε τις IV και V Μεραρχίες του Ελληνικού Στρατού να καταδιώξουν τις υποχωρούσες Βουλγαρικές δυνάμεις, θέτοντας το ισοπεδωμένο Κιλκίς υπό τον πλήρη ελληνικό έλεγχο.

Από τις 22 Ιουνίου ξεκίνησε μία σφοδρή ελληνοβουλγαρική – λεκτική – αντιπαράθεση, αναφορικώς με το ποιος προκάλεσε τις εκτεταμένες καταστροφές στην πόλη του Κιλκίς, είχε ισοπεδωθεί και καεί ολοσχερώς.

Η Βουλγαρική πλευρά κατηγόρησε τον Ελληνικό στρατό ότι πυρπόλησε την πόλη, ενώ το Ελληνικό Στρατηγείο υποστήριξε ότι την πόλη πυρπόλησαν οι υποχωρούσες βουλγαρικές μονάδες.

Ένας ουδέτερος, αυτόπτης μάρτυρας, ο ανταποκριτής των «Τάιμς του Λονδίνου» Κρόφορντ Πράις θα γράψει στην ανταπόκρισή του στην εφημερίδα του: «Η πόλις του Κιλκίς εκαίετο ήδη όταν είχον εισέλθει εις αυτήν οι Έλληνες, συνεπεία του πυρός του πυροβολικού - γεγονός άξιον ιδιαιτέρας προσοχής, αφού ακολούθως υπεστηρίχθη ότι δήθεν επυρπολήθη υπό του νικηφόρου στρατού».

Γεγονός είναι ότι οι Βούλγαροι οι οποίοι ζούσαν στην πόλη που ήταν άντρο των Κομιτατζήδων, ακολούθησαν τον υποχωρούντα Βουλγαρικό Στρατό, φοβούμενες αντίποινα των Ελλήνων. Όπως όμως αποδείχτηκε στην ιστορία οι καταστροφές πόλεων και οι σφαγές των κατοίκων τους ήταν «προνόμιο» του Βουλγαρικού Στρατού (Δοξάτο, Νιγρήτα, Σέρρες κλπ)

Στο δεξιό κέρας της Ελληνικής παρατάξεως, οι Ι και VI Μεραρχίες πολέμησαν γενναίως και με εγ’ όπλου λόγχη για την κατάληψη των υψωμάτων του Λαχανά, ιδίως η VI Μεραρχία, που αντιμετώπισε ισχυρότερη αντίσταση από τους Βούλγαρους και χρειάστηκε η εφ’ όπλου λόγχη για να καταληφθούν τα στρατηγικής σημασίας υψώματα 605 και 544 το βράδυ της 19ης Ιουνίου.

Στις 20 Ιουνίου, αμφότερες οι Μεραρχίες συνέκλιναν για την αντιμετώπιση των Βουλγάρων στις οχυρές θέσεις που είχε κατασκευάσει στον Λαχανά.

Στις21 Ιουνίου, στις 15:00, οι δύο μεραρχίες εξαπέλυσαν την τελική τους επίθεση εναντίον των Βουλγαρικών θέσεων και στις 16:00 είχαν κυριαρχήσει επί του πεδίου, καθώς οι Βούλγαροι, έχοντας πληροφορηθεί την κατάρρευση του μετώπου στο Κιλκίς, άρχισαν να υποχωρούν άτακτα προς τα βορειοανατολικά και την πατρίδα τους, με βασικό τους πλέον αντικειμενικό σκοπό να προλάβουν να διατηρήσουν υπό την κατοχή τους τις γέφυρες του Στρυμώνα, προτού φθάσουν εκεί οι ελληνικές δυνάμεις.

Τέλος, στο αριστερό κέρας της Ελληνικής παρατάξεως, στον τομέα του Καλίνοβου, η Χ Μεραρχία αντιμετώπισε την 3η Ταξιαρχία της ΙΙΙ Μεραρχίας του Βουλγαρικού στρατού, η οποία ήταν οχυρωμένη στα δύσβατα υψώματα της περιοχής. Η πρώτη ελληνική επίθεση ήταν ανεπιτυχής. Την επομένη μέρα, 20 Ιουνίου, ένα απόσπασμα της Χ Ελληνικής Μεραρχίας κατέλαβε τη Γευγελή, που είχε εγκαταλειφθεί από τους Βουλγάρους, βρίσκοντας άθικτη τη γέφυρα του Αξιού ποταμού.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρα, η ίδια μονάδα, κατέλαβε τους Ευζώνους και στη συνέχεια διετάχθη να σπεύσει στο Κιλκίς, όπως και η υπόλοιπη Μεραρχία, όμως, η Βουλγαρική αντίσταση συνεχιζόταν στα υψώματα του Καλίνοβου, ως το απόγευμα της 21 Ιουνίου, οπότε υποχώρησαν μετά τη διάσπαση του μετώπου στο Κιλκίς.

Η ελληνική νίκη στη διπλή επική μάχη του Κιλκίς – Λαχανά ήταν σπουδαία και τεράστιας σημασίας, αλλά και η πλέον πολυαίμακτη στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού. Οι νεκροί και οι τραυματίες ανήλθαν σε 8.828 άνδρες, με τον φόρο αίματος στο Κιλκίς να ανέρχεται στους 5.662 νεκρούς και τραυματίες και στον Λαχανά στους 2.701 αντιστοίχως, ενώ ιδιαιτέρως υψηλό ήταν το ποσοστό απωλειών μεταξύ των αξιωματικών, οι οποίοι ηγούντο των στρατιωτών τους. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι μεταξύ των νεκρών συμπεριλαμβάνονταν οι Διοικητές 11 ταγμάτων και συνταγμάτων του Ελληνικού Στρατού, κάτι το πρωτοφανές, καθώς ηγούνταν των μονάδων τους για να εμψυχώσουν τους άνδρες τους.

Γεγονός είναι ότι αμέσως μετά τη Μάχη του Κιλκίς – Λαχανά, για τις οποίες ασκήθηκε μετά τον πόλεμο εντονότατη κριτική, αναφορικώς με τις συνεχείς επιθέσεις δια της λόγχης, επί αναπεπταμένου πεδίου, που προκάλεσε τόσες απώλειες, με διαταγή του Αρχιστρατήγου, όλοι οι αξιωματικοί αφαίρεσαν τις χρυσές επωμίδες του βαθμού τους και τα χρυσά σιρίτια των βαθμών τους από τα πηλίκιά τους, καθώς διαπιστώθηκε ότι οι Βούλγαροι βλέποντας αυτά να αστράφτουν κάτω από τον έντονο καλοκαιρινό ήλιο, σκόπευαν με μανία εναντίον τους γι’ αυτό και υπήρξαν τόσο ασυνήθιστα μεγάλες απώλειες μεταξύ των αξιωματικών μας. Ο τρόπος διεξαγωγής της μάλιστα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση σε ξένους στρατιωτικούς, με τον Γάλλο Στρατηγό Debeney, όταν επισκέφθηκε το πεδίο της μάχης και ενημερώθηκε για το πώς κινήθηκαν οι δυνάμεις κατά τη μάχη, να δηλώνει «αυτή η τακτική δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε γερμανική, ήταν απλά ελληνική».

Οι απώλειες από τη βουλγαρική πλευρά ανήλθαν σε 6.971 άνδρες νεκρούς και τραυματίες, καθώς και περί τους 6.000 αιχμαλώτους.

Στις 23 Ιουνίου 1913, ο Ελληνικός Στρατός συνεχίζοντας την προέλασή του προς καταδίωξη των Βουλγάρων, τους αντιμετώπισε επιτυχώς στη Μάχη της Δοϊράνης.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ