Στις 18 Ιουλίου 1913 (με το παλαιό, ισχύον τότε, ημερολόγιο) υπογράφτηκε η πενθήμερος ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων, που έθεσε τέλος στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, που διεξήχθη από τη Βουλγαρία εναντίον της Ελλάδος και της Σερβίας, ενώ στην τελευταία φάση του επενέβηκαν και η Ρουμανία με την Τουρκία.
Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε στις 17 Ιουνίου του 1913 και έληξε με την ανακωχή που συμφωνήθηκε στις 17 Ιουλίου 1913, ενώ η επίσημη ανακωχή υπογράφτηκε την επομένη 18 του μηνός και επισήμως στις 28 Ιουλίου 1913 (παλαιό ημερολόγιο) με τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου.
Στη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου από ελληνικής πλευράς παραβρέθηκε ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και υπογράφτηκε μεταξύ των βασιλείων της Ελλάδος, Σερβίας, Ρουμανίας, Μαυροβουνίου από την μίαν πλευρά και του βασιλείου της Βουλγαρίας από την άλλη. Με αυτήν αναθεωρήθηκαν οι όροι της Συνθήκης του Λονδίνου, της 17ης Μαΐου 1913, στον οποίο ως γνωστό δεν συμμετείχε η Ρουμανία, σε βάρος της ηττημένης Βουλγαρίας. Στη διάρκεια των συσκέψεων παρουσιάστηκε διαφωνία μεταξύ ου Βασιλέως Κωνσταντίνου και του Πρωθυπουργού Βενιζέλου, καθώς ο πρώτος πίεζε τον δεύτερο να μη συμφωνήσει εάν δεν συμπεριλαμβανόταν στην Ελλάδα και η Δυτική Θράκη. Από την πλευρά του ο Βενιζέλος υπέβαλε την παραίτησή του, την οποία όμως ανακάλεσε στην συνέχεια, όταν ο Βασιλέας πείσθηκε ότι δεν θα συμφωνούσαν τα υπόλοιπα κράτη μ’ αυτές τις διεκδικήσεις.
Χάρη στους ευφυείς διπλωματικούς χειρισμούς του Βενιζέλου η Ελλάδα περιέλαβε στην επικράτειά της όλα τα εδάφη που απελευθέρωσε στη διάρκεια των δύο Βαλκανικών πολέμων, συμπεριλαμβανομένων των νήσων του Αιγαίου και της Κρήτης. Βάσει της (αναθεωρημένης) Συνθήκης του Βουκουρεστίου, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να εκχωρήσει στη Ρουμανία τη Δομβρουτσά, στην Τουρκία να επιστρέφει την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησίες και στη Σερβία να αποδεχτεί τις συνοριακές της απαιτήσεις. Ως προς τα Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα καθορίστηκε όπως αυτά ακολουθήσουν την κορυφογραμμή όρος Κερκίνη – όρος Άγκιστρο – Τσολιάς – ύψ Περίβλεπτο – κάτω ρους Νέστου ποταμού.
Από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, η Τσαρική Ρωσία και η Αυστροουγγαρία υποστήριξαν την Βουλγαρία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία παρέμειναν ουδέτερες, ενώ η Γαλλία και η Γερμανία στάθηκαν στο πλευρό της Ελλάδος. Η συμπερίληψη του νομού Καβάλας στην ελληνική επικράτεια πραγματοποιήθηκε κατόπιν της εντόνου επιμονής του Αυτοκράτορος Κάιζερ της Γερμανίας, ο οποίος ήταν – ως γνωστό – γυναικαδελφός του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τουρκία δεν αναγνώρισε την κατοχή των νήσων του Αιγαίου από την Ελλάδα, ενώ από την πλευρά της η χώρα μας δέχθηκε την ίδρυση ρουμανικών σχολείων, σε χωριά αναγνωρισθέντα ως «Κουτσοβλάχικα» στην οροσειρά της Πίνδου. Συνεπεία του γεγονότος αυτού ήταν όπως η αναγνώριση της μειονότητος των Κουτσόβλαχων να μας δημιουργήσει τα γνωστά προβλήματα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην κατοχή, με την ίδρυση του λεγόμενου «Πριγκιπάτου της Πίνδου».
Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκη του Βουκουρεστίου ο Κάιζερ της Γερμανίας απέμεινε στον Κωνσταντίνο τη Γερμανική στραταρχική ράβδο, ενώ ακολούθως ο Κωνσταντίνος απένειμε στον Βενιζέλο τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, και αυτός με την σειρά του παρέδωσε στον Βασιλέα Κωνσταντίνο την Ελληνική στραταρχική ράβδο σε αναγνώριση «τῶν ὑπερλάμπρων νικῶν του», όπως σημείωσε χαρακτηρτιστικώς.
Οι συνολικές απώλειες του Ελληνικού Στρατού στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) του ΓΕΣ, ανήλθαν στις 50.535 άνδρες, κατανεμημένες ως εξής:
--- Α’ Βαλκανικός Πόλεμος: Νεκροί αξιωματικοί 139, οπλίτες 1.688. Τραυματίες, αξιωματικοί 261, οπλίτες 9.034, παγόπληκτοι (κυρίως στο μέτωπο Ηπείρου) 580.
--- Β’ Βαλκανικός Πόλεμος: Νεκροί αξιωματικοί 196, οπλίτες 2.397. Τραυματίες αξιωματικοί 429, οπλίτες 18.872.
Επίσης από τον Ελληνικό Στρατό κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο πιάστηκαν 69.189 αιχμάλωτοι, από τους οποίους 1.501 αξιωματικοί, ενώ τα λάφυρά του έφτασαν τα 325 πυροβόλα, 81 πολυβόλα, 100.000 τυφέκια και παντοειδές υλικό. Κατά το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, πιάστηκαν 5.330 αιχμάλωτοι και τα λάφυρα του ήταν 84 πυροβόλα, 9 πολυβόλα, 17.900 τυφέκια και άφθονο πολεμικό υλικό,
Για να μπορέσουμε να κάνουμε μία «σύγκριση» ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος του 1940-41 διήρκησε 6 μήνες, οι Ελληνικές δυνάμεις ανερχόντουσαν σε 260.000 άνδρες, οι νεκροί ήταν 13.325, οι αγνοούμενοι 1.278 και οι τραυματίες 62.623. Τηρουμένων των αναλογιών, εάν ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος είχε την ίδια χρονική διάρκεια με τον Ελληνο-Ιταλικό, τότε είναι πολύ πιθανόν οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού να ξεπερνούσαν τις 40.000 νεκρούς!