Στις 17 Ιανουαρίου 1945 σημειώθηκε η απελευθέρωση της Βαρσοβίας από τον προελαύνοντα προς Δυσμάς Σοβιετικό «Κόκκινο Στρατό», και έτσι αυτή η χιλιόχρονη, ιστορική, πρωτεύουσα της Πολωνίας, ανέπνευσε για λίγο τον αέρα και της χαρά της απελευθερώσεως, καθώς ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, που είχε καταληφθεί, τον Σεπτέμβριο του 1939, μετά την απρόκλητη εισβολή των γερμανικών δυνάμεων σε αυτήν.
Και λέμε ότι η Πολωνία «ανέπνευσε για λίγο» τον αέρα της ελευθερίας, γιατί λίγο καιρό αργότερα η χώρα εντάχθηκε στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, της επιβλήθηκε στυγνό κομμουνιστικό καθεστώς ανελευθερίας από το οποίο πραγματικώς απελευθερώθηκε το 1989, μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αυτά είναι όμως μία άλλη ιστορία.
Στις 17 Ιανουαρίου 1945, οι Σοβιετικές δυνάμεις που βρίσκονταν, από τις αρχές Αυγούστου 1944, σε απόσταση μόλις 15 χιλιομέτρων ανατολικώς της πολωνικής πρωτεύουσας, εισήλθαν ως «απελευθερωτές στη Βαρσοβία, μετά από μάχες μόλις τριών ημερών με τους υποχωρούντες Γερμανούς.
Τον Αύγουστο του 1944, η τόσο μικρή απόσταση του προελαύνοντος Κόκκινου Στρατού είχε προκαλέσει τότε την ηρωική αλλά απέλπιδα, όπως αποδείχτηκε, εξέγερση του Πολωνικού Στρατού Εσωτερικού, που, δυστυχώς γι’ αυτούς, ΔΕΝ ελεγχόταν από τους κομμουνιστές, εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής. Το γεγονός αυτό έκανε τον Στάλιν να διατάξει να σταματήσει η προέλαση των δυνάμεών του, που παρέμειναν σε αδράνεια μέχρι τις 2 Οκτωβρίου 1944, οπότε και οι απελπισμένοι και χωρίς δυνατότητα ενισχύσεως σε μέσα και πυρομαχικά Πολωνοί αντιστασιακοί παραδόθηκαν στους Γερμανούς.
Αμέσως μετά με εντολή του ίδιου του Χίμλερ, δυνάμεις του Μηχανικού Μάχης του Γερμανικού Στρατού ανέλαβαν τη συστηματική καταστροφή όλων των δημόσιων και μη κτιρίων της πολωνικής πρωτεύουσας, εφαρμόζοντας κατά γράμμα τη διαταγή του: «Η Βαρσοβία πρέπει να εξαφανιστεί και δεν θα παραμείνει ει μη μόνο ως ένας σταθμός του σιδηροδρόμου ή ο βυθός μιας τεχνικής λίμνης». Οι Γερμανοί ανατίναζαν συστηματικά το ένα κτίριο μετά το άλλο και κατέστρεφαν όλα τα Μνημεία, ναούς, Μουσεία κλπ του ιστορικού κέντρου της παλαιάς πόλεως.
Στις 12 Ιανουαρίου 1945, οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν τη μεγάλη τους επίθεση στην κατεύθυνση των ποταμών Βιστούλα – Όντερ. Οι δυνάμεις που είχαν συγκεντρώσει για την προσπάθειά τους αυτή, αντικειμενικός σκοπός της οποίας ήταν η κατάληψη του Βερολίνου, ήταν τεράστιες: Δύο Μέτωπα Στρατιών, το ένα το 1ο Λευκορωσικό είχε ως Διοικητή τον Στρατάρχη Γκεόργκι Ζούκωφ, ενώ το δεύτερο το 1ο Ουκρανικό τον Στρατάρχη Ιβάν Κόνιεφ. Η συνολική παρατακτή δύναμη των επιτιθέμενων ανερχόταν 163 Μεραρχίες, και 2.203.000 άνδρες, 4529 άρματα μάχης, 2.513 αυτοκινούμενα πυροβόλα εφόδου, 13.763 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων από 76 mm και άνω, 14.812 όλμους, 4.936 αντιαρματικά πυροβόλα, 2.198 πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών «Κατιούσα», 5.000 αεροσκάφη διαφόρων τύπων!
Στις 14 Ιανουαρίου 1945, στο πλαίσιο αυτής της ευρύτερης, μείζονος, αποστολής, και μετά από τριήμερης διάρκεια μάχη, «απελευθερώθηκε» η Βαρσοβία ή καλύτερα ότι είχε απομείνει από την άλλοτε κραταιά, ιστορική και πανέμορφη πολωνική πρωτεύουσα, από δυνάμεις του Στρατάρχη Ζούκωφ. Από το 1,5 εκατομμύριο του προπολεμικού της πληθυσμού, όταν αυτή απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές είχε πληθυσμό μόλις 150.000 κατοίκους, που και αυτοί ζούσαν μέσα στα ερείπια, υποφέροντας, από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες!
Στις 19 Ιανουαρίου 1945, στην ερειπωμένη κεντρική λεωφόρο της Βαρσοβίας παρέλασαν οι απελευθερωτές της πόλεως, δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού, μαζί με τον Πολωνικό Στρατό, που είχε συγκροτηθεί στη Σοβιετική Ένωση από τους Σοβιετικούς και πολεμούσε στο πλευρό τους άμεσα ελεγχόμενος από αυτούς. Ήταν πρώην αιχμάλωτοι των Σοβιετικών από το 1939, όταν ήταν η ΕΣΣΔ ήταν ακόμη σύμμαχος της Ναζιστικής Γερμανίας και είχε επιτεθεί πισώπλατα κατά της Πολωνίας που μάχονταν ήδη εναντίον των Ναζί. Σοβιετική Ένωση και Πολωνία δεν είχαν υπογράψει μεταξύ τους καμία συμφωνία και ούτε είχε κηρυχθεί επισήμως πόλεμος. Επομένως οι Πολωνοί αιχμάλωτοι των Σοβιετικών δεν είχαν επισήμως το καθεστώς αιχμαλώτου πολέμου και κλείστηκαν αμέσως σε σοβιετικά γκουλάγκ. Όταν οι Ναζί επιτέθηκαν στους πρώην Συμμάχους τους Σοβιετικούς, οι τελευταίοι έθεσαν τους Πολωνούς αιχμαλώτους προ του διλήμματος: Είτε συγκροτείται οργανωμένο πολωνικό στρατό που θα πολεμήσει στο πλευρό μας, είτε σας περιμένει χειρότερη μοίρα. Με παρέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας και του ίδιου του Τσώρτσιλ προς τον Στάλιν σημαντικές δυνάμεις από αυτούς επιβιβάστηκαν από τους Σοβιετικούς σε σιδηρόδρομο και μέσω Ιράκ όπου παρελήφθησαν από τους Βρετανούς συγκρότησαν στη Μέση Ανατολή δύο Σώματα Στρατού, ενώ στη Δύση παρά το πλευρό των Βρετανών πολεμούσαν και άλλες πολωνικές δυνάμεις σε στρατό, ναυτικό και αεροπορία. Πολωνοί πιλότοι που είχαν ξεφύγει από το 1939, πολέμησαν αρχικώς στη Γαλλία και μετά στη Βρετανία όπου διακρίθηκαν όλως ιδιαιτέρως για τις ικανότητες και το απαράμιλλο θάρρος τους στη Μάχη της Αγγλίας! Δυστυχώς όμως δεν ήταν όλοι τόσο «τυχεροί». Όσοι για διάφορους λόγους έμειναν στη Σοβιετική Ένωση εντάχθηκαν – εκόντες άκοντες – στην υπό τον απόλυτο έλεγχο των Σοβιετικών, Πολωνικό Στρατό, ο οποίος μπήκε μαζί τους στη Βαρσοβία και λίγο αργότερα αποτέλεσε τον «πυρήνα» της συγκροτήσεως του Λαϊκού Πολωνικού Στρατού κατά το κομμουνιστικό σύστημα της διττής Διοικήσεως (Στρατιωτικός Διοικητής και Πολιτικός Κομισσάριος) και όλα τα υπόλοιπα συμπαρομαρτυρούντα!