Στις 16 Δεκεμβρίου 1944, ξεκίνησε η Μάχη των Αρδεννών, που αποτέλεσε τον τελευταίο «σπασμό» της Ναζιστικής Γερμανίας για να ανατρέψει την εναντίον της ροή του πολέμου στο Δυτικό Μέτωπο, εναντίον των Δυτικών Συμμάχων και να τους «αναγκάσει» να κλείσουν ειρήνη μαζί τους, ώστε ακολούθως να στραφεί απερίσπαστη στην Ανατολή για να σταματήσει την προέλαση του Σοβιετικού «Κόκκινου Στρατού».
Όλα αυτά βεβαίως στο μυαλό του Χίτλερ, ο οποίος διαρκώς πίστευε ότι ο αγώνας του στην Ανατολή είναι αγώνας της Δύσεως εναντίον του Κομμουνισμού και ότι σε αυτόν τον αγώνα θα μπορούσε να είχε τη Δύση στο πλευρό του.
Αυτά πίστευε και μπορεί στο τέλος της δεκαετίας του ’40, όταν ξεκίνησε επίσημα ο λεγόμενος «ψυχρός πόλεμος» Ανατολής και Δύσεως, και λίγα χρόνια αργότερα όταν δημιουργήθηκαν το ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, αυτό πραγματικά να έγινε, αλλά το Δεκέμβριο του 1944, ήταν άλλη η πολιτική πραγματικότητα, η διπλωματική συγκυρία και κυρίως οι προϋποθέσεις, καθώς ο Χίτλερ που τα σκεφτόταν όλα αυτά, ήταν αυτός που είχε ξεκινήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτός που είχε επιτεθεί σε όλους τους τότε Συμμάχους πρώτος και αυτός που πάλι τότε ήταν στα τελειώματά του και όχι σε θέση ισχύος ώστε να μπορεί να επιβάλει «όρους» προς τους προελαύνοντες συμμάχους, που διέθεταν την υπεροχή στα πάντα: παρατακτή στρατιωτική, δύναμη, ανεξάντλητα εφόδια και μέσα, ηθικό και ατέλειωτες εφεδρείες. Τίποτε απολύτως από αυτά δεν διέθετε τότε η Γερμανία και παρόλα αυτά ο παρανοϊκός Χίτλερ πίστευε ότι θα μπορούσε να κερδίσει, να ανατρέψει τον ρου της Ιστορίας και να κέρδιζε το παιχνίδι. Τουλάχιστον στη Δύση. Στο αρρωστημένο του μυαλό βεβαίως.
Η Μάχη των Αρδεννών, όπως είναι γνωστή διεθνώς, ή “The Battle of Bulge”, όπως την ονομάζουν οι Αμερικανοί ή «Επιχείρηση Σκοπιά του Ρήνου» (“Unternehmen: Wacht am Rhein”), όπως είναι γνωστή στη Γερμανία, αποτέλεσε την τελευταία μεγάλης κλίμακος επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας στον Β’ΠΠ, και διήρκεσε από τις 16 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι και τις 25 Ιανουαρίου 1945.
Γεωγραφικά η σύγκρουση αυτή διεξήχθη κατά μήκος των συνόρων του Βελγίου και του Λουξεμβούργου , μια εξαιρετικά ορεινή και δασώδη περιοχή των Αρδεννών, με ελάχιστες και συγκεκριμένες ορεινές, οδικές, προσβάσεις, με ό,τι προβλήματα μπορούν αυτές να προκαλέσουν – και προκάλεσαν – στην καρδιά του χειμώνα, με αντικειμενικό σκοπό σε πρώτη φάση την κατάληψη του ποταμού Μεύση (Meuse) και σε δεύτερη του στρατηγικής σημασίας λιμανιού της Αμβέρσας στο Βέλγιο, που αποτελούσε το βασικότερο λιμένα ανεφοδιασμού των Συμμάχων κατά την προς βορρά προέλασή τους και τις προετοιμασία για την εισβολή τους στο Μητροπολιτικό έδαφος του Γ’ Ράϊχ. Αν αυτή η σφήνα στο πλευρό της συμμαχικής προελάσεως επιτυγχανόταν τότε εκτός από τη διακοπή του εφοδιασμού των Συμμάχων, θα είχε επιτευχθεί και ένας «διαχωρισμός» των Συμμάχων, καθώς οι Βρετανοί κινούνταν βορειότερα με στόχο τη Βόρεια Γερμανία, ενώ οι Αμερικανοί νοτιότερα με αντίστοιχο στόχο τη Νότια Γερμανία.
Τη σχεδίαση από γερμανικής πλευράς επιμελήθηκε ο ίδιος ο Χίτλερ, και εκτός της…αισιοδοξίας του προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί την κατασκευή και χρήση νέων όπλων που βρίσκονταν ήδη στο γερμανικό οπλοστάσιο, και δεν διέθεταν τότε οι Σύμμαχοι, όπως αεριωθούμενα μαχητικά αεροσκάφη (Me-262) πυραύλους V1, V2 και V3) κλπ.
Τελικώς, μετά από πέντε βδομάδες σκληρότατων συγκρούσεων, η τελική κατάληξη της Μάχης των Αρδεννών ήταν η απώλεια περίπου 100.000 Γερμανών στρατιωτών και αξιωματικών, μία απώλεια που την εποχή αυτή δεν μπορούσε επ’ουδενί να αναπληρωθεί, καθώς και η υποχώρηση στα σύνορά τους. Από τότε και ύστερα, δηλαδή από τις 25 Ιανουαρίου 1945, οι Γερμανοί στρατιώτες υπερασπίζονταν ΚΑΙ στη Δύση, έκαναν ήδη στην Ανατολή, το Μητροπολιτικό έδαφος της πατρίδος τους.
Η κυρία γερμανική επίθεση συνοδεύονταν από τρεις άλλες δευτερεύουσες, την «Ισοπεδωμένη Γη» (Bodenplatte), όπου η Luftwaffe θα πραγματοποιούσε μία μαζική επιχείρηση καταστροφής της συμμαχικής αεροπορίας στο έδαφος, ώστε στη συνέχεια να έχει πλήρη αεροπορική υπεροχή πάνω από το μέτωπο, την «Αρπαγή» (Greif), όπου αγγλομαθείς γερμανοί στρατιώτες, με επικεφαλής των φημισμένο στις ειδικές επιχειρήσεις Αυστριακό Συνταγματάρχη των Βάφφεν Ες-Ες Όττο Σκορτσένυ, ντυμένοι με συμμαχικές στολές, θα προκαλούσαν σύγχυση στα μετόπισθεν των Συμμάχων και θα έκαναν δολιοφθορές και τη «Στέσερ» (Stösser), κατά την οποία θα ρίπτονταν νύχτα αλεξιπτωτιστές να καταλάβουν καίρια σημεία στην στρατηγικής σημασίας πόλη και σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο πόλη του Μαλμεντύ, στο Ανατολικό Βέλγιο.
Η γερμανική επίθεση θα εκδηλωνόταν επί τριών αξόνων προελάσεως: Ο πρώτος, απέναντι από το Άαχεν με αντικειμενικό σκοπό την παρεμπόδιση των Αμερικανικών 9ης και 3ης Στρατιών στην κίνησή τους προς Νότο και τελικό σκοπό την κατάληψη του λιμανιού της Αμβέρσας.
Ο δεύτερος άξων προελάσεως ήταν μέσα από την περιοχή των Αρδεννών, μεταξύ Ανατολικού Βελγίου και Λουξεμβούργου, με αντικειμενικό σκοπό τη διάβαση του ποταμού Μεύση, μετά την οποία ο δρόμος για την πρωτεύουσα Βρυξέλλες ήταν ανοικτός.
Ο τρίτος άξων είχε νοτιότερη κατεύθυνση, παράλληλα με τον δεύτερο, σε μία προσπάθεια να προστατευθούν τα πλευρά του δεύτερου άξονα από τις αμερικανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο γαλλικό έδαφος με επίκεντρο το Βερντέν.
Ως σύλληψη επί χάρτου, το σχέδιο αυτό απέσπασε πολύ θετικές κριτικές. Μεταπολεμικώς βεβαίως. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή όμως παρουσίασε ανυπέρβλητες δυσκολίες τόσο προβλεπόμενες, όσο και απρόοπτες!
Σε πρακτικό επίπεδο, οι ανώτατοι γερμανοί αξιωματούχοι που ανέλαβαν να υλοποιήσουν το σχέδιο σε πράξη, οι στρατάρχες Βάλτερ Μόντελ και Γκερντ φον Ρούνστεντ, εντόπισαν αμφότεροι και εγκαίρως τα (προβλεπόμενα) προβλήματα.
--- Η προβλεπόμενη κακοκαιρία δεν θα ήταν αιώνια και αν οι Σύμμαχοι μπορούσαν να απογειώσουν τα μαχητικά τους εκμεταλλευόμενοι κάποιο «κενό» του καιρού, τότε οι γερμανικές δυνάμεις στο έδαφος θα υπέφεραν.
--- Αριθμητικά οι γερμανικές μονάδες είχαν κατώτερου του κανονικού σύνθεση εξαιτίας της λειψανδρίας, ευρισκόμενοι στον πέμπτο χρόνο του πολέμου.
--- Οι μεραρχίες πεζικού, που θα άνοιγαν τον δρόμο στα άρματα ήταν στην πλειοψηφία τους μεραρχίες Λαϊκών Γρεναδιέρων με έμπειρους τραυματίες βετεράνους, οι οποίοι μόλις είχαν ανανήψει, καθώς και στρατιώτες πολύ μικρής ή πολύ μεγάλης ηλικίας
--- Αν οι δυνάμεις αυτές υφίσταντο μεγάλες απώλειες, τότε οι σχηματισμοί των αρμάτων μάχης που ακολουθούσαν, θα ήταν ασυνόδευτοι και επομένως, λίαν ευάλωτοι.
--- Το έδαφος στις ορεινές ήταν εξαιρετικά ακατάλληλο για τα νέα, ογκώδη, γερμανικά άρματα μάχης (Tiger/King Tiger), γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό της καταναλώσεως των πολύτιμων καυσίμων τους, ενώ στα εξαιρετικά στενά περάσματα των δρόμων, ένα μικρό τεχνικό πρόβλημα ενός οχήματος ή άρματος, μπορούσε να καθυστερήσει ολόκληρη την φάλαγγα που ακολουθούσε.
--- Από πλευράς ανεφοδιασμού οι Γερμανικές δυνάμεις διέθεταν καύσιμα μόνο για τη μισή διαδρομή, καθώς πίστευαν ότι κατά την προέλασή τους θα κατελάμβαναν μεγάλες αποθήκες καυσίμων των συμμάχων που βρίσκονταν στην περιοχή ώστε να χρησιμοποιήσουν στη συνέχεια το καύσιμο αυτό. «Τζογαδόρικος» τρόπος για να σχεδιάσεις μία τόσο κρίσιμη επιθετική ενέργεια.
Οι δύο προαναφερθέντες (εκ των κορυφαίων) Γερμανοί στρατάρχες, αφού μελέτησαν διεξοδικώς το σχέδιο, αντιπρότειναν μια διαφορετική έκδοση του αρχικού σχεδίου, με πλησιέστερους στόχους σε ένα εφικτό πλαίσιο, η οποία όμως απορρίφθηκε ασυζητητί από τον ίδιο τον Χίτλερ ως «ανάξια λόγου».
Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε αιφνιδιαστικά στις 16 Δεκεμβρίου 1944 και όλα τα υπόλοιπα αποτελούν πλέον Ιστορία, της κυριότερες φάσεις της οποίας θα δούμε τις μέρες που αυτές έγιναν.