Στις 14 Φεβρουαρίου 1939 πραγματοποιήθηκε η καθέλκυση του θωρηκτού «Μπίσμαρκ», η ναυπήγηση του οποίου ενσωμάτωνε μία «επανάσταση» στη ναυτική τεχνολογία και αποτελούσε το καμάρι της Ναζιστικής Γερμανίας, επικεφαλής της ομώνυμης κλάσεως θωρηκτών, με δεύτερο και τελευταίο της κλάσεως, το θωρηκτό «Τίρπιτς».
Το «Μπίσμαρκ», παραγγέλθηκε από την κυβέρνηση του Χίτλερ το 1935, κατά παράβαση των όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919, στα ναυπηγεία B;ohm & Voss του Αμβούργου, και ονομάστηκε προς τιμήν του Καγκελάριου Όττο φον Μπίσμαρκ, ο οποίος ήταν ο πρωτεργάτης της γερμανικής ενοποιήσεως το 1871.
Οι Γερμανοί αρχικώς ναυπήγησαν τα τρία λεγόμενα «θωρηκτά τσέπης», ήτοι τα «Ντόϋτσλαντ», «Αντμιράλ Γραφ Σπέε» και «Αντμιράλ Σέερ», μαζί με δύο βαρέα καταδρομικά («Αντμιράλ Χίππερ» και «Πριντς Όιγκεν»), καθώς και τα δύο μικροτέρου εκτοπίσματος θωρηκτά «Σάρνχορστ» και «Γκναϊζενάου». Το «Βίσμαρκ» αποτελούσε τη τελευταία ναυπηγική εξέλιξη της Γερμανίας,, που ενσωμάτωνε όλες τις στο μεταξύ προσθήκες των προηγουμένων – προαναφερθέντων – σκαφών, το μεγαλύτερο, ενώ υστερούσε από πλευράς τονάζ, μόνο του ηλικιακά μεγαλύτερου και με μεγαλύτερο τονάζ, βρετανικού HMS “HOOD”
Στις 16 Νοεμβρίου 1935, υπογράφτηκε το συμβόλαιο κατασκευής του σκάφους μεταξύ της κυβερνήσεως της Ναζιστικής Γερμανίας και των Ναυπηγείων Blohm & Voss του Αμβούργου.
Στις 1 Ιουλίου 1936, τοποθετήθηκε η τρόπις του σκάφους που σηματοδοτεί και την έναρξη κατασκευής του, η οποία διήρκεσε συνολικώς τρία χρόνια.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1939 πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια επισήμου τελετής και παρουσία του ίδιου του Χίτλερ η μεγαλοπρεπής τελετή καθελκύσεως του σκάφους από τη ναυπηγική κλίνη στη θάλασσα, με ανάδοχο την εγγονή του Καγκελάριου Μπίσμαρκ, την Ντοροτέα φον Λέβενφελντ (Dorothea von Loewenfeld).
Η καθέλκυση του σκάφους, του κάθε σκάφους, σηματοδοτεί και την έναρξη της περιόδου των θαλασσίων δοκιμών, «εν όρμω» αρχικώς, και στην ανοικτή θάλασσα ακολούθως, συνολικής διάρκειας 18 μηνών.
Στις 24 Αυγούστου 1940, το θωρηκτό «Μπίσμαρκ» εισήλθε στην ενεργό υπηρεσία με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Ερνστ Λίντεμαν (Ernst Lindemann) και πλήρωμα αποτελούμενο από 2.200 άνδρες.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1940, το σκάφος απέπλευσε από το αγκυροβόλιό του στο ναυπηγείο για τον δοκιμαστικό πλου με πλήρες πλήρωμα («πολεμικής συνθέσεως»), διερχόμενο από τα μεγάλα, πλωτά, κανάλια του Έλβα και του Κιέλου και εισερχόμενο στη Βαλτική θάλασσα, που τότε ήταν απολύτως ασφαλής και προστατευμένη για το Γ’ Ράϊχ περιοχή. Αυτές οι δοκιμές εν πλω διήρκεσαν μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου 1940, οπότε και το «Μπίσμαρκ» επανέπλευσε στο Αμβούργο, ώστε να υλοποιηθούν οι παρατηρήσεις που είχαν σημειωθεί από το πλήρωμά του στη διάρκεια των δοκιμαστικών πλόων. Οι επισκευές/προσθήκες αυτές από πλευράς ναυπηγείων διήρκεσαν μέχρι τις 6 Μαΐου 1941, οπότε απέπλευσε από τα ναυπηγεία του Αμβούργου και στις 8 Μαΐου 1941 κατέπλευσε στα ναυπηγεία του Κιέλου.
Δύο ήταν τα βασικά στοιχεία υπεροχής του «Μπίσμαρκ» έναντι όλων των άλλων ανταγωνιστών του. Ο πανίσχυρος οπλισμός του και η εξαιρετική του θωράκιση που κάλυπτε το μεγαλύτερο τμήμα του σκάφους.
Ο κύριος οπλισμός του «Μπίσμαρκ» αποτελείτο από οκτώ πυροβόλα των 15 ιντσών, τοποθετημένα ανά δύο σε τέσσερις ισχυρά θωρακισμένους πυργίσκους, δύο στο πρωραίο τμήμα του σκάφους (πυργίσκοι “Anton” και “Bruno”) και άλλοι δύο στο αντίστοιχο πρυμναίο τμήμα (“Caesar” και “Dora”). Τα πυροβόλα του «Μπίσμαρκ» είχαν τέτοιο βεληνεκές που επέτρεπαν στο σκάφος να βάλει πρώτο και από μεγαλύτερη απόσταση εναντίον όλων των αντιπάλων σκαφών. Τα βοηθητικά πυροβόλα ήταν 12 των 5,9 ιντσών, κατανεμημένα και αυτά σε έξι «ζεύγη», ανά τρεις πυργίσκους σε κάθε πλευρά του σκάφους, ενώ υπήρχαν, επίσης, πυροβόλα των 105 και των 37 χιλιοστών. Η αντιαεροπορική άμυνα αποτελούνταν από πληθώρα αντιαεροπορικών πυροβόλων μικρού διαμετρήματος (των 20 mm), τοποθετημένων σε διάφορα σημεία του σκάφους (μεμονωμένα είτε ανά τετράδες), ενώ το θωρηκτό μπορούσε να μεταφέρει και να χρησιμοποιεί σε αποστολές αναγνωρίσεως πέραν του ορίζοντος τέσσερα υδροπλάνα τύπου Arado Ar-196, που εκτόξευε με καταπέλτη και περισυνέλλεγε από τη θάλασσα με γερανό ανυψωτικής ικανότητος 12 τόνων!
Η θωράκιση ήταν το δεύτερο σημείο υπεροχής του σκάφους έναντι των ανταγωνιστών του. Οι Γερμανοί ναυπηγοί ήδη από τη ναυπήγηση των τριών «θωρηκτών τσέπης», είχαν αντικαταστήσει το «κάρφωμα» των πλακών θωρακίσεως με ηλεκτροκόλληση πετυχαίνοντας έτσι το ίδιο αποτέλεσμα από πλευράς ποιότητος, αλλά με πολύ μικρότερο βάρος. Την ίδια τεχνική έκαναν και στη ναυπήγηση του «Μπίσμαρκ», επικεντρώνοντας την προσοχή τους στα σημεία εκείνα του σκάφους; που ήταν ευάλωτα σε οβίδες πυροβόλων, βόμβες αεροσκαφών και τορπίλες. Παρόμοια τεχνική χρησιμοποιούσαν τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Αμερικανοί, η ποιότητα όμως εργασίας και κατασκευής των Γερμανών ήταν απαράμιλλη κατορθώνοντας ώστε σχεδόν το μισό βάρος του σκάφους να είναι το βάρος της θωρακίσεως, που έτσι ήταν πολύ περισσότερα και σε περισσότερα σημεία έναντι όλων των ανταγωνιστών τους.
Στις 5 Μαΐου 1941, το «Μπίσμαρκ» επισκέφθηκε ο ίδιος ο Χίτλερ και το επιθεώρησε, συνοδευόμενος από τον Κάϊτελ και τον Αρχηγό του Γερμανικού Ναυτικού Αρχιναύαρχο Έριχ Ραίντερ. Επικεφαλής της πρώτης πολεμικής αποστολής του «Μπίσμαρκ», που ονομάστηκε επιχείρηση «Άσκηση στο Ρήνο» («Επιχείρηση Rheinübung») τοποθετήθηκε ο Ναύαρχος Γκύντερ Λύτγιενς. Η προαναφερθείσα επιχείρηση προέβλεπε επιθέσεις μεγάλων σκαφών επιφανείας του Γερμανικού Ναυτικού κατά των συμμαχικών νηοπομπών στον Ατλαντικό. Οι οδηγίες του Αρχιναυάρχου Ραίντερ προς τον Λύτγιενς ήταν απολύτως σαφείς: Τα δύο σκάφη («Μπίσμαρκ» και «Πριντς Όϊγκεν») δεν έπρεπε να εμπλακούν σε ναυμαχίες με σκάφη σχεδόν ίδιας δυναμικότητας με αυτά, καθώς μοναδικός του στόχος δεν ήταν η σύγκρουση με το ναυτικό του εχθρού, αλλά η βύθιση όσων περισσότερων εμπορικών σκαφών μπορούσαν.
Στις 16 Μαΐου 1941, ο Λύτγιενς ανέφερε ότι αμφότερα τα υπό τη διοίκησή του σκάφη («Μπίσμαρκ» και «Πριντς Όιγκεν») ήταν πλήρως έτοιμα για να ξεκινήσουν για την αποστολή τους, οπότε και έλαβε εντολή απόπλου για το βράδυ της 19 Μαΐου 1941. Μαζί τους απέπλευσαν και άλλα 18 εφοδιαστικά σκάφη προς υποστήριξη των δύο μεγάλων πολεμικών. Προπομποί της επιχειρήσεως ήταν τέσσερα υποβρύχια που είχαν αποπλεύσει και περιπολούσαν ήδη, λειτουργώντας ως ανιχνευτικά, μεταξύ του Χάλιφαξ του Καναδά και των βρετανικών νησιών.
Όλα αυτά όμως είναι μία άλλη ιστορία που θα εξετάσουμε ξεχωριστά.