Στις 13 Απριλίου 1204 σημειώθηκε η πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Χριστιανούς Σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας, που είχαν ως επικεφαλής τον Ερρίκο Δάνδολο, τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό και τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας.
Το γεγονός αυτό ήταν κομβικής σημασίας σε πολιτικό, θρησκευτικό και κοινωνικό επίπεδο, που σημάδεψε ανεπανόρθωτα τις σχέσεις Ανατολής και Δύσεως για πολλούς αιώνες έκτοτε και από το οποίο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν επανέκαμψε ποτέ στην προτέρα της αίγλη και ισχύ, παρά την ανακατάληψή της το 1261 και την αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας αλλά με μαθηματική ακρίβεια οδηγήθηκε, το 1453, στην οριστική άλωσή της από τους Οθωμανούς Τούρκους και τη διάλυσή της.
Το 1204, η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως αποτέλεσε, ως προελέχθη, σημαντική καμπή τόσο στη μεσαιωνική ιστορία γενικώς όσο και στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ειδικότερα, καθώς η απόφαση των Σταυροφόρων να επιτεθούν στη μεγαλύτερη Χριστιανική πόλη του τότε γνωστού κόσμου, δεν έχει κάποια λογική εξήγηση. Οι φοβερές λεηλασίες και βιαιότητες των Χριστιανών Σταυροφόρων τρομοκράτησαν αλλά και σκανδάλισαν τον Ορθόδοξο κόσμο που δεν περίμενε κάτι τέτοιο και ουσιαστικώς δεν έχουν αποκατασταθεί πλήρως ως και τις μέρες μας ακόμα..
Στις 25 Ιανουαρίου 1204, ξέσπασαν πολύ σοβαρές ταραχές στην Κωνσταντινούπολη με αφορμή τον θάνατο του συναυτοκράτορος Ισαακίου Β’, κατά τις οποίες ο λαός ανέτρεψε τον Αλέξιο Δ΄, ο οποίος τότε στράφηκε προς τους Σταυροφόρους ζητώντας βοήθεια. Τότε όμως ο Αλέξιος Δ’ φυλακίστηκε από τον οικονόμο Αλέξιο Δούκα, ο οποίος στη συνέχεια, στις 5 Φεβρουαρίου 1204, αυτοανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας, ως Αλέξιος Ε’. Ακολούθως, ο νέος Αυτοκράτορας προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους Σταυροφόρους την απόσυρσή τους από τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κάτι που εκείνοι αρνήθηκαν να υπαναχωρήσουν από την παλιά τους συμφωνία με τον Αλέξιο Δ’.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1204, ο Αλέξιος Ε΄ διέταξε την εκτέλεση του Αλεξίου Δ΄, οπότε και οι Σταυροφόροι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του.
Τον Μάρτιο του 1204, οι ηγεσίες Σταυροφόρων και Ενετών αποφάσισαν την άμεση και από κοινού κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, συντάσσοντας μάλιστα και επίσημη συμφωνία μοιράσματος των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ τους.
Ως τα τέλη Μαρτίου, Σταυροφόροι και Ενετοί είχαν ξεκινήσει με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη και την από κοινού πολιορκία της, ενώ ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ είχε ξεκινήσει ενέργειες για την άμεση ενίσχυση των αμυντικών έργων της Βασιλεύουσας.
Αριθμητικώς οι δυνάμεις των Δυτικών δεν ήταν πολύ ισχυρές, αποβιβάστηκαν όμως κατευθείαςν στην ευρωπαϊκή ακτή της Κωνσταντινουπόλεως και κατέλαβαν τον Γαλατά, σπάζοντας την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο , εισερχόμενοι σε αυτόν, όπου ήταν το πολιτικό και στρατιωτικό λιμάνι της πόλεως, πυρπολώντας όλα τα πλοία που βρίσκονταν εκεί.
Μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου 1204, είχαν αρχίσει την πολιορκία τους από το στρατόπεδό τους που βρισκόταν στον Γαλατά, ουσιαστικώς δηλαδή ΜΕΣΑ στην Πόλη!
Στις 9 Απριλίου 1204, οι δυνάμεις των Σταυροφόρων και των Ενετών ξεκίνησαν επίθεση στις οχυρώσεις του Κερατίου, διασχίζοντας την πλωτή οδό προς το βορειοδυτικό τείχος της πόλεως. Εξαιτίας όμως του κακού καιρού, οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν όταν τα στρατεύματα που πάτησαν ξηρά δέχθηκαν πυκνά βέλη στον χώρο μεταξύ των τειχών της Πόλεως και της ακτής.
Στις 12 Απριλίου 1204, με τον καιρό να έχει βελτιωθεί σημαντικά, οι Σταυροφόροι πραγματοποίησαν τη δεύτερη επίθεσή τους στην Πόλη. Μετά από σύντομη μάχη, περίπου 70 Σταυροφόροι κατάφεραν να μπουν στην Πόλη. Κάποιοι κατάφεραν να ανοίξουν τρύπες στην οχύρωση, αρκετά μεγάλες για να διέλθουν λίγοι ιππότες. Οι Βενετοί πέτυχαν επίσης να αναρριχηθούν στα τείχη από τη θάλασσα, παρότι υπήρξαν εξαιρετικά αιματηρές μάχες με τους μισθοφόρους Βαράγγους. Στη συνέχεια οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την περιοχή της Βλαχέρνας, που βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Πόλης, που το χρησιμοποίησαν ως βάση για να επιτεθούν στην υπόλοιπη πόλη, αλλά στην προσπάθειά τους να αμυνθούν με τείχος πυρός, κατέληγαν να κατακαίνε ακόμη περισσότερο την Πόλη.
Εκείνο το βράδυ ο Αυτοκράτορας διέφυγε από την Πόλη, μέσω της Πύλης Πολυανδρίου, δραπετεύοντας προς τα δυτικά, συναποκομίζοντας μαζί του όλο το δημόσιο θησαυροφυλάκιο.
Την Τρίτη 13 Απριλίου 1204, η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Χριστιανούς Δυτικούς, Σταυροφόρους και Ενετούς, είχε ολοκληρωθεί.
Στη συνέχεια οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν, τρομοκράτησαν και βανδάλισαν την Κωνσταντινούπολη επί τριήμερο, στη διάρκεια των οποίων εκλάπησαν ή καταστράφηκαν ένας ασύλληπτα μεγάλος αριθμός θησαυρών, καλλιτεχνικών, θρησκευτικών κλπ.
Τα περίφημα χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου στάλθηκαν κλάπηκαν και μεταφέρθηκαν από τους Ενετούς στη Βενετία για να διακοσμήσουν την πρόσοψη της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα!
Εκτός από τις κλοπές, έργα ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας καταστράφηκαν μόνο και μόνο λόγω της υλικής τους αξίας, με πιο πολύτιμο ένα μεγάλο χάλκινο άγαλμα του Ηρακλέους, δημιούργημα του σπουδαίου γλύπτη Λυσίππου, της αυλής του Μεγάλου Αλεξάνδρου! Όπως και πολλά άλλα μπρούτζινα ανεκτίμητα έργα τέχνης, το άγαλμα λιώθηκε για το υλικό του (www.wikipidia.org).
Ενδεικτικό του μεγέθους των καταστροφών των Σταυροφόρων στην αλωθείσα Κωνσταντινούπολη μπορούμε να αντιληφθούμε διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Χατζηαντωνίου, «Το στέμμα των αυγών»: «… Κάποιοι αρχίσανε να κάνουν κομμάτια την αγία τράπεζα για να τη μοιραστούν, άλλοι είχανε φέρει στα άδυτα του ναού γαϊδούρια και μουλάρια, υποζύγια για να μεταφέρουν τη λεία, τα ιερά σκεύη, τα αφιερώματα. Στους Αγίους Αποστόλους διαρρήξανε τον τάφο του Ιουστινιανού, από τον τάφο του Ηράκλειου αφαίρεσαν το χρυσό του διάδημα. Όσο για την Αγία Σοφία, αυτήν κι αν τη ρημάξανε. Τα σάβανα του Σωτήρος, τα χρυσά λαγήνια με τα δώρα των μάγων, το τεμάχιο από την τράπεζα του μυστικού δείπνου, έναν λίθο από τον Πανάγιο Τάφο, την πέτρα απ’ το φρέαρ της Σαμαρείτιδας. Από την Παναγία των Βλαχερνών, την εικόνα Της και το ιερό σουδάριο κι από τη μονή Στουδίου την κάρα και τίμια λείψανα του Προδρόμου. Απ τον ναό του Αγίου Μιχαήλ τον σταυρό από το κλήμα του Νώε, το κλαδί ελιάς που πήγε στον Νώε το περιστέρι το κέρας του Σαμουήλ, τη βέργα του Μωυσή, τη σάλπιγγα του Ιησού του Ναυή, τα καλάθια των πολλαπλασιασθέντων άρτων. Όσο για τα αρχαία αγάλματα, κανείς δεν θα πιστέψει πως καταστρέψανε το άγαλμα της Αθηνάς, έργο του Φειδίου, τον Ηρακλή του Λυσίππου, τον Πάρι με το μήλο της έριδος τον Αλέξανδρο, τον Βελλεροφόντη και το περίφημο Ανεμοδούλιον, λιώσανε στο χυτήριο την Ήρα και τη Λύκαινα, κάνανε κομμάτια την Ελένη που μάγευε όποιον την θωρούσε. Μέχρι και τα 4 άλογα του Λυσίππου απ τον Ιππόδρομο ξεθεμέλιωσαν να τα πάρουν στην Βενετία».
Δεν είναι τυχαία ο συνδυασμός της Τρίτης και 13 του μηνός που θεωρείται για τους Ορθόδοξους ως «αποφράς ημέρα», ούτε βεβαίως και τυχαία η ρήση του Λουκά Νοταρά: «Κρειτότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει Φακιόλιον Βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν»!