Στις 12 Απριλίου 1943 (κατ’ άλλους στις 11 του μηνός) οι Γερμανοί ανακοίνωσαν τη φοβερή σφαγή δεκάδων χιλιάδων Πολωνών αιχμαλώτων στο δάσος του Κατύν από τους Σοβιετικούς, κοντά στη σοβιετική πόλη Σμολένσκ, που σήμερα ανήκει στη Λευκορωσία!
Επρόκειτο για δεκάδες χιλιάδες Πολωνούς αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί στο ανατολικό τμήμα της Πολωνίας από τους Σοβιετικούς εισβολείς το 1939, αλλά και για άλλα επιφανή πρόσωπα της πολωνικής κοινωνίας, όπως γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές, δικαστές, ιερείς και άλλοι.
Οι Γερμανοί από την πρώτη στιγμή δεν είχαν καμία αμφιβολία για το ποιοι ήταν οι δράστες του απίστευτου αυτού σε έκταση και βαρβαρότητα εγκλήματος, και σχημάτισαν άμεσα μια διεθνή 12μελή επιτροπή αποτελούμενη από γιατρούς, ιατροδικαστές και εγκληματολόγους, από διαφορετικές ευρωπαϊκές (κατεχόμενες από αυτούς ή σύμμαχές τους, εκτός της Ελβετίας) χώρες, για την εξέταση των πτωμάτων. Το πόρισμα καταδείκνυε ότι τα θύματα είχαν πυροβοληθεί το διάστημα από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1940, με μια σφαίρα στον σβέρκο, κλασσική μέθοδος εκτελέσεως – ουσιαστικώς ήταν η «σφραγίδα» - της σοβιετικής NKVD (= «Λαϊκό Κομισσαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων») του Υπουργείου Εσωτερικών της ΕΣΣΔ!
Αμέσως οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους αρνήθηκαν την ευθύνη του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος, το οποίο αμέσως “contra versa” χαρακτήρισαν ως «ναζιστικό» κατηγορώντας τους Γερμανούς ότι αυτοί είχαν δολοφονήσει τους δεκάδες χιλιάδες Πολωνούς!
Το 1990, για πρώτη φορά, ο τότε ηγέτης της παρηκμασμένης Σοβιετικής Ενώσεως Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, επιβεβαίωσε δημοσίως ότι το έγκλημα τελέστηκε από την σοβιετική NKVD, κατόπιν εντολής του τότε εγκληματία – δικτάτορα της Σοβιετικής Ενώσεως Ιωσήφ Στάλιν, καταδικάζοντάς το μάλιστα δημοσίως και προκαλώντας αίσθηση σε όλο τον κόσμο!
Το επόμενο βήμα έγινε το 2008, όταν μετά από σχετική εντολή της τότε ρωσικής κυβερνήσεως, τα ρωσικά δικαστήρια αποφάσισαν να προχωρήσουν στον αποχαρακτηρισμό των σχετικών υψηλά διαβαθμισμένων σοβιετικών αρχείων της εποχής. Όπως αποκαλύφθηκε τότε από την έρευνα και μελέτη των αρχείων αυτών, η εντολή εξοντώσεως των Πολωνών αιχμαλώτων και όλων των υπολοίπων, δόθηκε στις 5 Μαρτίου 1940, από τον ίδιο τον κομμουνιστή δικτάτορα Στάλιν, σε απάντηση εγγράφου του τότε διοικητή της NKVD, Λαβρέντι Μπέρια, περί του τι να κάνουν με τις δεκάδες χιλιάδες Πολωνούς αιχμαλώτους και όλων όσοι βρίσκονταν κλεισμένοι στα στρατόπεδα της Πολωνίας.
Το προαναφερθέν έγγραφο αναφέρει τα εξής: «Ένας μεγάλος αριθμός Πολωνών πρώην αξιωματικών και άλλων, κρατούνται στα στρατόπεδα της NKVD ως κρατούμενοι πολέμου, καθώς και στις φυλακές της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας. Όλοι τους είναι στυγνοί εχθροί της σοβιετικής εξουσίας, γεμάτοι έχθρα για το σοβιετικό σύστημα. Η NKVD θεωρεί σημαντικό: 1ον) Να εφαρμόσει την ανώτατη ποινή - τουφεκισμό, 2ον) Το ζήτημα να εξεταστεί χωρίς να κληθούν οι συλληφθέντες και χωρίς την παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων».
Το δεύτερο σημαντικό έγγραφο των πρώην διαβαθμισμένων σοβιετικών αρχείων που αποχαρακτηρίστηκε, παραδόθηκε το 1959 στον Χρουστσώφ, από τον τότε διοικητή της KGB, διαδόχου της NKVD, και αφορούσε τον αριθμό των εκτελεσθέντων και τους τόπους εκτελέσεώς τους. Το έγγραφο αυτό ανέφερε τα εξής: «Συνολικά, 21.857 άτομα τουφεκίστηκαν, εκ των οποίων, τα 4.421 στο Δάσος του Κατύν (περιφέρεια Σμολένσκ), 3.820 στο Σταρομπέλσκ, κοντά στο Χάρκοβο, 6.311 στο στρατόπεδο του Οστάσκοβο (περιφέρεια Καλίνιν) και 7.305 σε άλλα στρατόπεδα και φυλακές της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας».
Με βάση τα ντοκουμέντα αυτά, η ρωσική Βουλή (Δούμα) αναγνώρισε επισήμως ότι η σφαγή του Κατύν διαπράχθηκε από την NKVD, με εντολή του Στάλιν: «Τα έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα, τα οποία είχαν παραμείνει επί πολλά χρόνια στα μυστικά αρχεία, αποκαλύπτουν το μέγεθος της φοβερής αυτής τραγωδίας, αλλά επιβεβαιώνουν επίσης ότι το έγκλημα του Κατύν διαπράχθηκε με προσωπική διαταγή του Στάλιν και άλλων μελών της σοβιετικής ηγεσίας. Η ευθύνη για το έγκλημα αυτό καταλογίσθηκε από τη σοβιετική προπαγάνδα στους ναζί εγκληματίες, γεγονός που προκάλεσε την οργή, την πίκρα και τη δυσπιστία του πολωνικού λαού. Το ρωσικό κοινοβούλιο εκφράζει τη βαθιά του συμπάθεια προς όλα τα θύματα της αδικαιολόγητης αυτής πράξης, στις οικογένειες και τους συγγενείς τους», ενώ η ρωσική κυβέρνηση, πέραν της αποδοχής των συμβάντων, απέφυγε να αποδεχτεί τον χαρακτηρισμό της προαναφερθείσας φοβερής ομαδικής δολοφονίας ως «γενοκτονία» ή ως «έγκλημα πολέμου».
Το ερώτημα που προκύπτει, τελείως θεωρητικό, στη δεκαετία του ’90, όταν έγιναν γνωστές οι εξελίξεις αυτών των τραγικών γεγονότων, είναι το γιατί δολοφονήθηκαν όλοι αυτοί οι σχεδόν 22.000 Πολωνοί αξιωματικοί και διανοούμενοι;
Η απάντηση μάλλον προφανής (για εμάς): Γιατί οι άνθρωποι αυτοί θα αποτελούσαν – οιωνί – την ηγέτιδα τάξη της ελεύθερης Πολωνίας, που θα αντιστέκονταν με νύχια και με δόντια στην προσπάθεια σοβιετοποιήσεως της χώρας. Οπότε ο Στάλιν θεώρησε ότι «γλύτωνε χρόνο» αν τους εξόντωνε όλους μαζί τότε που τους είχε συγκεντρωμένους, από το να τους σκοτώνει έναν-έναν αργότερα. Ψυχρή λογική του Στάλιν, που την είχε επιδείξει και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, όχι βεβαίως σε τέτοια έκταση και με τέτοια μαζικότητα!
Τότε, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ηγέτες της Βρετανίας και των ΗΠΑ, Τσώρτσιλ και Ρούζβελτ, ποιώντας την ανάγκην φιλοτιμία, για να μη διασπαστεί η ενότητα του αγώνα εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας, δέχτηκαν τις αιτιολογίες του τρίτους Συμμάχου τους, του Στάλιν, ότι δολοφόνοι των Πολωνών ήταν οι Γερμανοί ναζί. Αργότερα στη διάρκεια του «Ψυχρού Πολέμου», μολονότι είχαν αλλάξει οι χώρες τους σαφώς θέσεις, εντούτοις δεν υπήρχαν απτές αποδείξεις ότι οι δολοφόνοι των πολωνών ήταν οι Σοβιετικοί.
Δεν χρειάζεται να αναφερθεί πιστεύουμε ότι οι μόνοι εναπομείναντες σήμερα παγκοσμίως σήμερα που πιστεύουν και εξακολουθούν να διακηρύσουν ότι οι δολοφόνοι των Πολωνών στο Κατύν οι Γερμανοί Ναζί είναι τα κομμουνιστικά κόμματα Ρωσίας και Ελλάδος, αλλά αυτό είναι ένα θέμα που δεν άπτεται της ιστορικής προσεγκίσεως του θέματος, αλλά άλλων παραμέτρων!