Στις 10 Δεκεμβρίου 1941 σημειώθηκε η βύθιση του νεότερου θωρηκτού HMS “Prince of Wales”, που είχε παραδοθεί μόλις τον Ιανουάριο του 1941, και του παλαίμαχου του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου καταδρομικού HMS “Repulse” του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού από ιαπωνικά βομβαρδιστικά και τορπιλλοπλάνα, με αποτέλεσμα τον θάνατο 840 μελών των πληρωμάτων τους, μεταξύ των οποίων του κυβερνήτη του θωρηκτού Πλοιάρχου John Leach, αλλά και του Διοικητή της «Δυνάμεως Ζ» (“Force Z”) Ναυάρχου Sir Thomas Phillips, ο οποίος επέβαινε στο θωρηκτό με το επιτελείο του.
Αυτή η θαλάσσια σύγκρουση στα νερά της Μαλαισίας (τότε Μαλάγια), αεροσκαφών εναντίον των «κυρίων», όπως θεωρούνταν τότε, σκαφών επιφανείας, των θωρηκτών και των βαρέων καταδρομικών, ήταν αυτή που άλλαξε τον ρου της ναυτικής ιστορίας, αναδεικνύοντας έκτοτε τον κυρίαρχο ρόλο της ναυτικής αεροπορίας και του αεροπλανοφόρου, ως του κύριου πλοίου μάχης ως τις μέρες μας.
Οι Βρετανοί, και κυρίως ο Τσώρτσιλ είχαν διαγνώσει εγκαίρως τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε η Ιαπωνία στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού ωκεανού για δύο από τις πιο σημαντικές αποικίες της, την Ινδία και την Αυστραλία, για να καταλάβουν όλη ή τμήμα της από ξηράς για την πρώτη και να «αποκλείσουν» ναυτικά τη δεύτερη. Για το λόγο αυτό είχαν αποφασίσει να αποστείλουν στην περιοχή με έδρα τη Σιγκαπούρη, μία ισχυρή ναυτική δύναμη, αποτελούμενη από το νεότερο θωρηκτό του Βασιλικού Ναυτικού, το HMS “Prince of Wales”, έναν παλαίμαχο του Α΄ΠΠ, το HMS “Repulse”, τέσσερα αντιτορπιλλικά (HMS “Electra”, HMS “Express”, HMS “Encounter”, HMS “Jupiter”) καθώς και ένα αεροπλανοφόρο συνοδείας που μετέφερε μαχητικά αεροσκάφη τριών Μοιρών του «Αεροπορικού Βραχίονα του Στόλου» (“Fleet Air Arm”), όπως ονομαζόταν τότε η Ναυτική Αεροπορία του Βασιλικού Ναυτικού.
Η δύναμη αυτή ονομάστηκε «Δύναμη G» (“Force G”) για όλο τον πλου από τη Βρετανία μέχρι να φτάσει στη Σιγκαπούρη, με ενδιάμεσο σταθμό τη Νότιο Αφρική. Από εκεί απέπλευσαν όλα τα σκάφη εκτός του αεροπλανοφόρου το οποίο θα ακολουθούσε αμέσως μετά καθώς η ταχύτητά του δεν ήταν αρκετή για να ακολουθήσει τον πλου των άλλων σκαφών!
Επικεφαλής της δυνάμεως αυτής ο Τσώρτσιλ τοποθέτησε ένα αξιωματικό καριέρας, αλλά μάλλον «επιτελικό» παρά «κυβερνήτη», αφού η εμπειρία του στο «κυβερνείν» πολεμικά πλοία ήταν μάλλον μικρή, αλλά ήταν εξαιρετικός θεωρητικός και επιτελικός ώστε σε ηλικία μόλις 53 ετών να είναι ο νεότερος «πλήρης Ναύαρχος» του Βασιλικού Ναυτικού, ο μόλις 1,62 μέτρων ύψους Ναύαρχος Sir Thomas Phillips, ο οποίος είχε διατελέσει και Υπασπιστής του τότε Βασιλέως Γεωργίου Ε’, εξ ου και είχε λάβει στη συνέχεια τον τίτλο του «Σερ».
Ο Φίλιπς, ο οποίος ήταν γνωστός σε όλο το Βασιλικό Ναυτικό με το υποκοριστικό «Ο Σπιθαμιαίος Τομ» είχε αναθέσει στην ορντινάτσα του όταν ανέβαινε στη γέφυρα να κουβαλά και να τοποθετεί εκεί ανάποδα ένα…άδειο κασόνι από μπύρες, ώστε να μπορεί να βλέπει έξω από το παραπέτο της γέφυρας, είχε προαχθεί στο βαθμό του Ναυάρχου μόλις στις 1 Δεκεμβρίου 1941 ενώ ήταν καθ’ οδό για τη Σιγκαπούρη στην οποία κατέπλευσε στις 2 Δεκεμβρίου.
Μόλις έφτασαν εκεί η «Δύναμη G» μετονομάστηκε σε «Δύναμη Ζ» (“Force Z”) και στις 8 του μηνός απέπλευσε από τη Σιγκαπούρη με στόχο την προσβολή του δεύτερου κύματος με τις ενισχύσεις της ιαπωνικής δυνάμεως, που είχε επιτεθεί και αποβιβαστεί στη Μαλαισία επίσης στις 8 Δεκεμβρίου και πάλι χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη κήρυξη πολέμου. Μετά από μια συνάντηση με ιαπωνικά πλοία επιφανείας, η «Δύναμη Ζ» παραπλανήθηκε και το δεύτερο κύμα του ιαπωνικού αποβατικού στόλου της διέφυγε.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1941, η «Δύναμη Ζ» επιστρέφοντας στη Σιγκαπούρη για ανεφοδιασμό δέχθηκαν επίθεση 86 ιαπωνικών βομβαρδιστικών μακράς εμβέλειας και τορπιλλοπλάνων, που απογειώθηκαν από αεροδρόμια ξηράς στο νότιο τμήμα του Βιετνάμ, που ήταν τότε γαλλική κτήση γνωστή ως Ινδοκίνα, και είχε ήδη καταληφθεί από τους Ιάπωνες. Τα βομβαρδιστικά ανήκαν στην Αεροπορία Στρατού, ενώ τα τορπιλλοπλάνα στην Αεροπορία του Αυτοκρατορικού Ναυτικού, καθώς τότε δεν υπήρχε ξεχωριστός Αεροπορικός κλάδος στις Ιαπωνικές Αυτοκρατορικές Δυνάμεις. Η αρχική προσβολή πραγματοποιήθηκε με τα τορπιλλοβόλα και είχε ως αποτέλεσμα να χτυπηθούν τα δύο μεγάλα σκάφη στις έλικες και στα πηδάλιά τους, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθούν, οπότε στη συνέχεια ανέλαβαν να αποτελειώσουν τη δουλειά τα βομβαρδιστικά με τις βόμβες τους εναντίον σχεδόν ακινητοποιημένων στόχων. Τα δύο σκάφη, ιδίως το νεότερο θωρηκτό, διέθεταν ικανή αντιαεροπορική άμυνα, αλλά όχι – όπως αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος – τόσο ικανή για να αντιμετωπίσει μία σοβαρή αεροπορική απειλή χωρίς δική της αεροπορική κάλυψη. Ο Ναύαρχος Φίλιπς ως θεωρητικός πρέσβευε τα αεροσκάφη δεν μπορούν να αποτελούν απειλή για τα κύρια σκάφη μάχης της εποχής του, όπως ήταν τα θωρηκτά. Αποδείχτηκε ότι είχε κάνει λάθος και αυτό το λάθος το πλήρωσε με τη ζωή του, καθώς η εποχή άλλαζε με δραματική ταχύτητα και αυτός απλός αποτελούσε τμήμα ενός Ναυτικού που επίσης άλλαζε με την ίδια ταχύτητα.
Έκτοτε και σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του Β’ΠΠ οι Σύμμαχοι ποτέ δεν άφησαν μεγάλες μονάδες επιφανείας τους να επιχειρούν χωρίς ικανή αεροπορική προστασία σε όλα τα μέτωπα των επιχειρήσεων, ενώ εξαιτίας αυτού του λόγου αναβαθμίστηκε κατακόρυφα η επιχειρησιακή και τακτική αξία των αεροπλανοφόρων, και ως μονάδων και ως αποστολές που καλούνται να φέρουν σε πέρας.
Τόσο στη διάρκεια του πολέμου όσο και κυρίως μεταπολεμικώς, ο επικεφαλής της επιχειρήσεως Ναύαρχος Sir Tom Phillips δέχτηκε οξεία κριτική για την απόφασή του να μην συμπεριλάβει αεροσκάφη για την από αέρος κάλυψη της Δυνάμεώς του. Ο Phillips, ο οποίος όπως είδαμε δεν πίστευε στο αεροπλάνο, είχε αρνηθεί να τα συμπεριλάβει στη συνοδεία του ΠΡΙΝ αποπλεύσει από τη Σιγκαπούρη, με την αιτιολογία ότι τα αεροσκάφη θα πρόδιδαν τη θέση της Δυνάμεώς του αφαιρώντας έτσι από αυτήν το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Επίσης δεν πρέπει να παραγνωριστεί και το γεγονός ότι την ημέρα του απόπλου του οι Ιάπωνες αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν τη Μαλαισία, γεγονός που σήμαινε ότι οι όποιες αεροπορικές δυνάμεις υπήρχαν, ήταν απασχολημένες στο χερσαίο αγώνα.
Ασφαλώς, η ύπαρξη αεροσκαφών θα βοηθούσε τόσο στον έγκαιρο εντοπισμό των ιαπωνικών πλοίων, πιθανόν και στο ιαπωνικό υποβρύχιο που εντόπισε και παρακολούθησε τη «Δύναμη Ζ» επί πεντάωρο χωρίς να γίνει αντιληπτό από αυτήν, όσο και να απέτρεπε πιθανώς τη βύθιση των πολεμικών αντιμετωπίζοντας ως ένα βαθμό τα εχθρικά αεροσκάφη.
Αντίθετα, οι Ιάπωνες είχαν κατανοήσει πλήρως την αξία των αεροσκαφών στον ναυτικό αγώνα. Η επίθεση, μέρες μόνο μετά από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, κατέδειξε την απειλή που αποτελούσε πλέον το αεροπλάνο για τα συμβατικά πλοία επιφανείας.
Η βύθιση των HMS “Prince of Wales” και HMS “Repulse” προκάλεσε την απώλεια 840 εκ των 2921 ναυτικών που αποτελούσαν τα μέλη των πληρωμάτων τους, καθώς τα τέσσερα αντιτορπιλλικά που τα συνόδευαν, «πλεύρισαν» τα δύο σκάφη και κατάφεραν να διασώσουν είτε από τα πλοία είτε από τη θάλασσα 2081 ναυτικούς!
Ως προελέχθη, μεταξύ των απωλειών ήταν ο Διοικητής της «Δυνάμεως Ζ» Ναύαρχος Φίλιπς και έγινε ο πλέον υψηλόβαθμος αξιωματικός του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, ο οποίος χανόταν από πολεμική ενέργεια στον πόλεμο, καθώς και ο κυβερνήτης του νεότερου θωρηκτού του Βασιλικού Ναυτικού Πλοίαρχος Leach. Και για τους δύο δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν στη διάρκεια της αεροπορικής προσβολής του σκάφους τους, γι΄ αυτό και υπάρχουν βάσιμες εκτιμήσεις ότι αμφότεροι οι άνδρες ακολούθησαν το σκάφος τους στον υγρό τάφο ακολουθώντας την άγραφη ναυτική παράδοση, και προφανώς διαισθανόμενοι το μέγεθος της αποτυχίας τους στο μέτρο που τους αναλογούσε, ο μεν πρώτος στη σχεδίαση μιας αποτυχημένης αποστολής, ο δε δεύτερος γιατί το σκάφος του δεν μπόρεσε να αντισταθεί ικανοποιητικά στην αεροπορική απειλή αφού ούτε ένα εχθρικό αεροσκάφος δεν καταρρίφθηκε, το δε σκάφος του βυθίστηκε σε χρόνο μικρότερο από μισή ώρα!