Στις 1 Αυγούστου 1944, σημειώθηκε η εξέγερση της Πολωνικής Αντιστάσεως στην πρωτεύουσα Βαρσοβία, που μετά από 63 μέρες σκληρότατων μαχών πνίγηκε στο αίμα από τους Γερμανούς κατακτητές.
Μία εξέγερση, που συμβολίζει τη θέληση για ελευθερία και το μαχητικό πνεύμα των Πολωνών εναντίον των Ναζί κατακτητών αλλά και γενικότερα σε κάθε ξένη κυριαρχία και ολοκληρωτισμό, όπως απέδειξαν και στα μετέπειτα χρόνια, που η χώρα τους τελούσε υπό τη Σοβιετική, κομμουνιστική, επικυριαρχία.
Η εξέγερση ξεκίνησε όταν ο Σοβιετικός «Κόκκινος Στρατός» είχε φτάσει προελαύνοντας μέχρι τα ανατολικά προάστια της Βαρσοβίας, και ο Πολωνικός «Στρατός Εσωτερικού» (Armia Krajowa/AK), η μεγαλύτερη – μη κομμουνιστική – αντιστασιακή οργάνωση της χώρας, με άμεση σύνδεση με την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση που είχε την έδρα της στο Λονδίνο, κινητοποιήθηκε προκειμένου να απελευθερώσει αυτή την Βαρσοβία και όχι οι Σοβιετικοί, τους οποίους θεωρούσαν ως μία εξίσου δυνητική απειλή για την ανεξαρτησία της Πολωνίας, όπως είχε εμπράκτως αποδειχθεί μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν οι τότε σύμμαχοι Ναζιστική Γερμανία και Κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση, «μοίρασαν» κανονικότατα την καταληφθείσα Πολωνία.
Αρχικά, οι επαναστατημένοι Πολωνοί σημείωσαν διαδοχικές επιτυχίες απελευθερώνοντας μεγάλα τμήματα της Βαρσοβίας, αλλά στρατηγικά σημεία της πόλεως, όπως οι γέφυρες του ποταμού Βιστούλα, ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός, το αεροδρόμιο και η «γερμανική συνοικία της πόλεως» εξακολουθούσαν να τελούν υπό τον γερμανικό έλεγχο.
Η γερμανική διοίκηση ανέθεσε στον Αρχηγό της Αστυνομίας Χάϊντς Ράϊνεφαρτ και στα (μη μάχιμα) Ες-Ες, που αποτελούνταν από φύλακες στρατοπέδων συγκεντρώσεως, να καταστείλουν την εξέγερση, μεταξύ των οποίων ήταν και η διαβόητη Ταξιαρχία SS Dirlewanger, από το όνομα του παράφρονος Διοικητή της Ταξίαρχο Όσκαρ Ντιρλενβάγκνερ, που ήταν γνωστή για τα εκατοντάδες εγκλήματα πολέμου που είχαν διαπράξει οι άνδρες της στα μετόπισθεν παρά για την (ανύπαρκτη) πολεμική τους δράση.
Το διάστημα 5-7 Αυγούστου 1944, υπολογίζεται ότι 30.000 - 40.000 άτομα, στην πλειονότητά τους άμαχοι, δολοφονήθηκαν στην περιοχή Βόλα στη δυτική Βαρσοβία. Σε πολλά νοσοκομεία ασθενείς και τραυματίες πυροβολήθηκαν εν ψυχρώ, νοσοκόμες και γιατρίνες βιάστηκαν αρχικώς και εν συνεχεία δολοφονήθηκαν από τους εγκληματίες του Ντιρλενβάγκνερ.
Μετά τις πρώτες μέρες των ανηλεών σφαγών, που ωστόσο δεν έφεραν και το επιδιωκόμενο από τους Γερμανούς αποτέλεσμα της καταπνίξεως της εξεγέρσεως, τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων ανέλαβε η Βέρμαχτ, με άρματα μάχης, βομβαρδιστικά αεροσκάφη και βαρύ πυροβολικό.
Η υπεροχή των Γερμανών ήταν συντριπτική και πολύ γρήγορα άρχισε να φέρνει τα επιδιωκόμενα για αυτούς αποτελέσματα «επί του πεδίου», ενώ την ίδια ώρα η σοβιετική προέλαση είχε σταματήσει πλήρως στα όρια των ανατολικών συνοικιών της Βαρσοβίας.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1944, δηλαδή μετά από 1,5 μήνα από την έναρξη της εξεγέρσεως, ο Κόκκινος Στρατός διήνυσε την απόσταση από τις ανατολικές συνοικίες της πρωτεύουσας μέχρι την ανατολική όχθη του ποταμού Βιστούλα! Δεν υπάρχουν αποδείξεις, όμως υπάρχουν πλήθος στοιχείων και ενδείξεων που «δείχνουν» πως ο Στάλιν εν γνώσει του και για προφανείς πολιτικούς λόγους ΔΕΝ ήθελε να βοηθήσει τους Πολωνούς – μη κομμουνιστές – εξεγερμένους, ώστε αυτοί να ηττηθούν και να επικρατήσει με πολύ λιγότερο , ως μηδαμινή, αντίσταση στη συνέχεια αυτός, με τις Πολωνικές δυνάμεις που ήλεγχε απολύτως και πολεμούσαν δίπλα στον Κόκκινο Στρατό.
Από την πλευρά τους, οι Αγγλογάλλοι, περιορίστηκαν αναγκαστικώς μόνο στην από αέρος υποστήριξη των εξεγερμένων, κυρίως για τη μεταφορά και ρίψη εφοδίων, κάτι όμως που δεν μπορούσε να αποτρέψει και την ήττα τους.
Στις 2 Οκτωβρίου 1944, η εξέγερση έληξε και ο επικεφαλής της Πολωνικής «Στρατιάς Εσωτερικού» Στρατηγός Ταντέους Κομορόφσκι, με το ψευδώνυμο “Bor”, υπόγραψε τη συμφωνία παραδόσεως των μαχητών της.
Στη διάρκεια των 63 ημερών της εξεγέρσεως περίπου 18.000 εξεγερμένοι και περίπου 180.000 άμαχοι σκοτώθηκαν, ενώ οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν σε λιγότερους από 2.000 νεκρούς στρατιωτικούς και τουλάχιστον 500.000 Πολωνοί άμαχοι εκδιώχθηκαν από την πόλη, εκτοπιζόμενοι είτε σε γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως είτε σε καταναγκαστική εργασία.
Μετά το πέρας της εξεγέρσεως, άρχισε η συστηματική λεηλασία της πολωνικής πρωτεύουσας, σπιτιών και κτιρίων που είχαν διασωθεί αλλά και των ερειπίων, από τα Ες-Ες και τις Αστυνομικές Μεραρχίες και εν συνεχεία καταστρέφονταν συστηματικά, ανατινάζοντας το ένα τετράγωνο μετά το άλλο. Σημειώνεται ότι οι Σοβιετικοί στρατιώτες, που πέρασαν στη δυτική όχθη του Βιστούλα στις 17 Ιανουαρίου 1945, βρήκαν μία άδεια από ανθρώπους και πλήρως κατεστραμμένη πόλη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι από πλευράς των Γερμανών υπεύθυνοι της καταστολής της εξεγέρσεως και της καταστροφής της Βαρσοβίας δεν τιμωρήθηκαν για τα εγκλήματα πολέμου που διέταξαν να γίνουν. Μεταπολεμικώς, ο Ράϊνεφαρτ έγινε μέλος του Κοινοβουλίου του κρατιδίου Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και δήμαρχος του Βέστερλαντ στο νησί Ζυλτ. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1944, μεσούσης της εξεγέρσεως, ο Ντιρλεβάγκνερ τιμήθηκε με τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού, προφανώς για τα… «κατωρθώματά» του και τελικώς συνελήφθη στις 1 Ιουνίου 1945, στη γαλλική ζώνη κατοχής της Γερμανίας, ντυμένος με πολιτικά ρούχα, όταν αναγνωρίστηκε από κάποιο πρώην κρατούμενο σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως! Οι Γάλλοι ανακοίνωσαν το θάνατό του μεταξύ 5-7 Ιουνίου 1945 στο στρατόπεδο «από καρδιακή προσβολή», ενώ υπάρχουν εικασίες ότι δολοφονήθηκε από Πολωνούς στρατιωτικούς. Γεγονός είναι ότι ένα πραγματικό κάθαρμα, που ηδονιζόταν να σκοτώνει, μας άδειασε τη γωνιά σε αυτόν τον κόσμο!