Η νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αντιπροσωπεύει ένα ακόμη βήμα στον αγώνα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Για περισσότερο από ένα χρόνο, υπήρχε συναίνεση μεταξύ των ατόμων που καθορίζουν τη νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη ότι είναι αναγκαίο να αυξηθούν τα επιτόκια προκειμένου να περιοριστεί ο πληθωρισμός.
Η τωρινή αύξηση δεν ήταν εύκολη υπόθεση καθώς μετά τις αλλεπάλληλες επιτοκιακές αυξήσεις υπάρχουν ερωτηματικά για την αντοχή της οικονομίας. Γιατί ενώ οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν άμεσο αποτέλεσμα ελέγχου του πληθωρισμού όταν αυτός οφείλεται σε υπερθέρμανση της οικονομίας και της ζήτησης, στην περίπτωση που οφείλεται σε εξωγενείς ανεξέλεγκτους παράγοντες ως εισαγόμενος πληθωρισμός κόστους, οι αυξήσεις επιτοκίων έχουν μικρή αντιπληθωριστική επίδραση, πέραν δε ενός σημείου αρχίζουν να υπονομεύουν την ανάπτυξη.
Η ΕΚΤ πρέπει να διατηρήσει την οικονομική σταθερότητα παρά την αργή ανάπτυξη της οικονομίας και τον αυξημένο πληθωρισμό. Αυτό απαιτεί μια πολύπλοκη προσπάθεια για να εξισορροπήσει αυτές τις δύο αντιφατικές οικονομικές καταστάσεις, χρησιμοποιώντας πιθανώς μέτρα που θα υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη, αλλά θα ελέγχουν ταυτόχρονα τον πληθωρισμό, με σκοπό να διασφαλίσει την οικονομική σταθερότητα στην ευρωζώνη.
Η αύξηση των επιτοκίων έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους των δανειακών υποχρεώσεων για τις επιχειρήσεις. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) φαίνεται να έχουν μειώσει το ενδιαφέρον τους για νέα δάνεια. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΕΑ), μόνο το 13% των μελών του επιμελητηρίου που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε ότι έχει αιτηθεί δάνειο από τράπεζα το τελευταίο εξάμηνο για χρηματοδότηση της επιχείρησής τους.
Το αυξημένο κόστος δανεισμού συνεπάγεται μείωση των πόρων για επενδύσεις. Αυτό μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να επεκταθούν ή να χρηματοδοτήσουν νέα έργα. Τέλος, η υψηλή τιμή του δανείου μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα των νεοφυών επιχειρήσεων να ξεκινήσουν, καθώς μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την απόκτηση αρχικού κεφαλαίου. Αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις στην καινοτομία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η αυξημένη δανειακή επιβάρυνση έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των διαθέσιμων πόρων των επιχειρήσεων για επενδύσεις. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητά τους να επεκταθούν ή να χρηματοδοτήσουν νέα επιχειρηματικά έργα. Επιπλέον, τα υψηλά επιτόκια μπορεί να δυσκολέψουν τις νεοφυείς επιχειρήσεις στην απόκτηση κεφαλαίου κινήσεως που χρειάζονται. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην καινοτομία και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS είναι αχτίδα αισιοδοξίας για την Ελλάδα. Η επιστροφή των ελληνικών ομολόγων στην επενδυτική βαθμίδα συνεπάγεται αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού για το κράτος αλλά και για την πραγματική οικονομία (νοικοκυριά και επιχειρήσεις). Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την DBRS άνοιξε τον δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. Το μόνο που μένει είναι να μας κατατάξει στην επενδυτική βαθμίδα ακόμη ένας από τους αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους αξιολόγησης, καθώς η DBRS αξιολογεί ένα μικρό ποσοστό ομολόγων (περίπου 3%) που είναι επιλέξιμα στην κατάταξη της επενδυτικής βαθμίδας. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μετά την δεύτερη αναβάθμισή μας θα αρχίσει το όφελος για τον δανεισμό των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
*Η Δάφνη Γρηγοριάδη είναι Οικονομική Αναλύτρια.