Στίχοι του Γιάννη Ρίτσου κοσμούν τον σταθμό Tensta του μετρό της Στοκχόλμης, του πιο όμορφου μετρό της Ευρώπης.
Στο σταθμό Tensta, περίοπτη θέση έχουν οι στίχοι από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Γράμμα στον Ζολιό - Κιουρί», μαγνητίζοντας τα βλέμματα και προκαλώντας –πολλές φορές- την απορία των περαστικών, για το τι μπορεί να λέει η συγκεκριμένη επιγραφή.
«Να βάζουν όλη την καρδιά τους για τη λευτεριά και την ειρήνη», λένε οι τοίχοι του πιο ωραίου υπόγειου σιδηροδρόμου του κόσμου.
Oι στίχοι εκπροσωπούν με τον καλύτερο τρόπο την χώρα μας στο πιο εντυπωσιακό μετρό του κόσμου!
Δείτε φωτό:
Άλλοι στίχοι στους τοίχους του μετρό:
Πηγήφωτό:Facebook/Lambros Tsiapalis
Aποσπάσματα του ποιήματος
Αη - Στράτης Νοέμβρης 1950
Αγαπημένε μου Ζολιό,
σου γράφω από τον Αη - Στράτη.
Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ' ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ' ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
τη λευτεριά και την ειρήνη.
(...)
Ξεμάθαμε πολλά, Ζολιό,
ξεμάθαμε πώς γλιστράει το ψάρι της γαλήνης στα ρηχά της σιγαλιάς
πώς μπλέκονται οι γαλάζιες φλέβες στα χέρια της άνοιξης - ξεμάθαμε
μάθαμε τώρα κάτι πράματα απλά
πολύ απλά
πολύ σίγουρα
πως ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί
κι άλλοι να τρώνε το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια
και να λείπουν τ' αλέτρια, - απλά πράματα,
μπορεί κ' ένα παιδί να τα πει σε μια φυσαρμόνικα της τσέπης
μπορεί κ' ένας καλός φαντάρος που ονειρεύτηκε τη μάνα του
να τιναχτεί απ' τον ύπνο του και να τα πει σε μια σάλπιγγα
κ' οι νεκροί μας τα ξέρουν πιο καλά - κάθε νύχτα η σιωπή τους τα φωνάζει -
απλά πράματα
- δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,
απλά πράματα λέμε
πολύ απλά τα λέμε
πως αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει
για τη λευτεριά και την ειρήνη.
(...)
Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας
στον Ερεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,
στον Ελυάρ, στον Πικασσό και σ' όλα μας τ' αδέρφια
πως είμαστε δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
όχι για τίποτ' άλλο, αδέρφια μου,
παρά μονάχα, να, γιατί και 'μεις όπως και 'σεις
σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ' το καμένο σπίτι μας
να χτίσουμε για κείνους που θα 'ρθούν ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή
να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων
να μην κοιμούνται κάθε βράδυ τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.
Και πού θα πάει, Ζολιό; - θα λιώσουμε μια μέρα τις οβίδες
να φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια και μπαλκόνια και φτερά
κ' ένα άγαλμα Αφτερης Χαράς στη στάση, εκεί, των λεωφορείων, στη φτωχογειτονιά μας
στη γειτονιά μας που θα μερμηγκιάζει απ' τα γιαπιά
κάτου απ' τ' ασίγαστο χωνί του χεροδύναμου μεγάφωνου των συνδικάτων
που όλο θα λέει, θα λέει σταράτα και με νούμερα
για τις τεράστιες καταχτήσεις των λαών στο πλάνο της ανοικοδόμησης
και θ' απαγγέλλει ποιήματα των νέων προλετάριων ποιητών
για το χαρούμενο έρωτα
για τους υδατοφράχτες
και για τον εξηλεκτρισμό του κόσμου.
Αχ, έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια
μα να 'ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου
κι αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα
η μάνα μας η Λευτεριά κ' η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη.