Στις 14 Ιουλίου 1789 σημειώθηκε η πτώση της Βαστίλης στο Παρίσι, στη διάρκεια της Γαλλικής Επαναστάσεως, που αφορούσε κατά βάση την ένοπλη κατάληψη των φυλακών της «Βαστίλης του Αγίου Αντωνίου», συμφώνως με την επίσημη ονομασία, από τον επαναστατημένο όχλο, προκειμένου αυτός να οπλιστεί με τα όπλα και πυρομαχικά που φυλάσσονταν εκεί.
Το κτίριο, ένα μεσαιωνικό οκτάπυργο παραλληλόγραμμο φρούριο, ολοκληρώθηκε το 1383, στο ανατολικό τείχος του Παρισιού, δίπλα στην πύλη του Αγίου Αντωνίου, γι’ αυτό και η επίσημη ονομασία ήταν «Βαστίλη του Αγίου Αντωνίου», δηλαδή μικρό, τοπικής σημασία «καστράκι» για την προστασία της πύλης, μετά από σχετική εντολή του Βασιλέως Καρόλου Ε’. Τον 17ο αιώνα η Βαστίλη μετατράπηκε σε κρατικές πολιτικές φυλακές, όχι από τους βασιλείς της Γαλλίας αλλά από τον πανίσχυρο πρωθυπουργό, Καρδινάλλιο Ρισελιέ. Αν και πλέον η βασική της χρήση ήταν ως φυλακή πολιτικών κρατουμένων της εποχής, εντούτοις συνέχισε να διατηρεί και ένα ισχυρό οπλοστάσιο σε χώρους της. Πέντε χρόνια πριν τη Γαλλική Επανάσταση, το 1784, ο Βασιλεύς Λουδοβίκος ΙΣΤ’ (16ος), αποδεχόμενος σχετική πρόταση του υπουργού Οικονομικών του Νεκέρ, είχε προγραμματίσει και ανακοινώσει την κατεδάφιση της Βαστίλης, επειδή η συνέχιση της διατηρήσεώς της ήταν πλέον οικονομικώς ασύμφορη για το κράτος.Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν είχε αρχίσει η σταδιακή απομάκρυνση των κρατουμένων σε αυτήν και το 1789, έτος που ξέσπασε η Επανάσταση, βρίσκονταν στα κελιά της μόλις επτά κρατούμενοι, από τους οποίους οι τέσσερις παραχαράκτες, δύο επίσκοποι και ένας ευγενής κρατούμενος κατά παραγγελία της οικογενείας του.Επομένως δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα σε αυτήν «πολιτικοί κρατούμενοι» προς απελευθέρωση, απλώς η Βαστίλη ήταν κάτι ως «σύμβολο» του προηγούμενου καθεστώτος και ως τέτοιο είχε περάσει στη συνείδηση του λαού και των επαναστατών, οι οποίοι άρχισαν την κατεδάφισή της από την επομένη μέρα της αλώσεώς τηςΣτις 5 Μαΐου 1789, ξεκίνησε τις εργασίες της η Συνέλευση έχοντας την Τρίτη Τάξη, την αστική, να έχει διπλασιάσει τον αριθμό των αντιπροσώπων της με εκλογές που διεξήχθησαν τον Δεκέμβριο του 1788 σε γενική ατμόσφαιρα ηρεμίας, με έγκριση της κυβερνήσεως, η οποία ωστόσο είχε αρνηθεί την ψήφιση «κατά κεφαλή» αντί «κατά τάξη». Από την πλευρά του ο Βασιλεύς Λουδοβίκος ΙΣΤ’ στον εναρκτήριο λόγο του στη Συνέλευση δεν εμφάνισε κανένα οικονομικό πρόγραμμα και καμία άλλη «φιλολαϊκή» θέση, περιορισθείς απλώς να ευχηθεί για την «ευόδωση του έργου της». Οι εργασίες της Συνελεύσεως συνεχίστηκαν κανονικώς και τον Ιούνιο, αλλά διακόπτονταν αρκετά συχνά από διαδηλώσεις του κόσμου, που διαμαρτύρονταν για οικονομικής φύσεως θέματα (ύφεση, ανεργία, πείνα, συνεπεία της κρίσεως στη βιομηχανία και το εμπόριο). Σε αυτό το πλαίσιο, οι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξεως, στις 17 Ιουνίου 1789 αυτοανακηρύσσονται σε Εθνοσυνέλευση, ενώ στις 20 Ιουνίου 1789, προεδρεύοντος του Ζαν Συλβαίν Μπαγύ, δεσμεύτηκαν με τον λεγόμενο «όρκο του Σφαιριστηρίου» για σύνταξη και ψήφιση Συντάγματος.Στις 23 Ιουνίου, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ προσπάθησε να ανακόψει αυτές τις εξελίξεις, καθώς φοβόταν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των τριών τάξεων (Ευγενείς, Κλήρος, Αστοί), καλώντας τους τελευταίους, την Τρίτη Τάξη, να ακυρώσει τις αποφάσεις της, κάτι όμως που αυτή αρνήθηκε να πράξει. Ακολούθως ο Λουδοβίκος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αποδεχόμενος την εγκυρότητα της Εθνοσυνελεύσεως για να προχωρήσουν οι εργασίες. Στις 9 Ιουλίου 1789, η Εθνοσυνέλευση ανακηρύχθηκε επισήμως πλέον σε σώμα, λαμβάνοντας την ονομασία Εθνική Συντακτική Συνέλευση.Στις 11 Ιουλίου, ο Λουδοβίκος παύει των καθηκόντων του τον Υπουργό Οικονομικών Ζακ Νεκέρ, τον οποίο οι οπαδοί της Τρίτης Τάξεως ονόμαζαν και «πατριώτη υπουργό», μετά από σχετική εισήγηση προς αυτόν από το Ανακτοσυμβούλιο, που αποτελείτο από ευγενείς, με την εντολή να εγκαταλείψει τη Γαλλία λόγω της εκ μέρους του επιδειχθείσης «ακραίας συγκατάβασης» στις απαιτήσεις των Γενικών Τάξεων υπερβαίνοντας τα όρια παραχωρήσεων, διορίζοντας στη θέση του την ίδια ημέρα τον Μπρετέιγ. Η αντικατάσταση αυτή έμελλε τελικά να γίνει η βασική αφορμή των ταραχών που ακολούθησαν το επόμενο τριήμερο με αποκορύφωμα την άλωση της Βαστίλης (www.wikipidia.org) .Η είδηση αυτή γίνεται γνωστή στο Παρίσι το μεσημέρι της Κυριακής 12 Ιουλίου, επέφερε μεγάλη αναστάτωση στο λαό και προκάλεσε μία ακατάσχετη φημολογία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη συγκρότηση διαφόρων ομάδων εξοργισμένων πολιτών της αστικής τάξεως, που γυρνούσαν στους δρόμους κραυγάζοντας συνθήματα και κρατώντας αφίσες με τα πρόσωπα του Νεκέρ και του Δούκα της Ορλεάνης, ο οποίος ήταν ένθερμος οπαδός των μεταρρυθμίσεων. Το απόγευμα της 12ης Ιουλίου, ο δημαγωγός Καμίλ Ντεμουλέν, κρατώντας στο χέρι όπλο στο χέρι καλούσε τον κόσμο επικείμενη «Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου», προτρέποντας να συγκροτηθεί Εθνοφρουρά από το λαός που θα ξεχωρίζει καθώς τα μέλη της θα φέρουν μία τρίχρωμη κονκάρδα μπλέ-άσπρη-κόκκινη! Τα όσα έλεγε βρήκαν ευήκοα ώτα στον διαμαρτυρόμενο όχλο, που σιγά- σιγά μετατρεπόταν σε στασιαστές, προσπαθώντας να αποκτήσει κάθε είδους όπλα που υπήρχαν στο Παρίσι από διάφορες πηγές. Το επόμενο βήμα ήταν να ξεκινήσουν και οι συγκρούσεις μεταξύ του εξοπλισμένου όχλου και στρατιωτικών μονάδων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν τραυματίες και οι τρεις πρώτοι νεκροί στασιαστές. Στη συνέχεια άρχισαν οι λεηλασίες και οι επιθέσεις σε Μοναστήρια καθώς πιστευόταν ότι εκεί η Εκκλησία έκρυβε χρήματα και πολύτιμα μέταλλα. Το πρωί της Δευτέρας 13 Ιουλίου, η Εθνοσυνέλευση έχοντας κατά νου τα σοβαρά έκτροπα που είχαν συμβεί στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου που προηγήθηκε, αποφάσισε – κατ' απόλυτη προτεραιότητα – να συγκροτήσει ένοπλη πολιτοφυλακή από 48.000 «πατριώτες», που θα προέρχονταν από την «Τρίτη Τάξη», την Αστική. Η αριθμητική δύναμή της θα την καθιστούσε αυτομάτως 14πλάσια της Ανακτορικής Φρουράς του Λουδοβίκου ΙΣΤ, για τη διασφάλιση της τάξεως, χωρίς άλλες «λεπτομέρειες» περί της συγκροτήσεώς της. Για το λόγο αυτό το απόγευμα της 13 Ιουλίου, ορίστηκε μόνιμη επιτροπή στο Δημαρχείο του Παρισιού, που θα έκανε και την στρατολόγηση στην Πολιτοφυλακή των προσερχόμενων για το σκοπό αυτό πολιτών, στους οποίους θα χρέωνε ταυτοχρόνως και τον ατομικό οπλισμό του καθενός!Το πρωί της Τρίτης 14 Ιουλίου, η προαναφερθείσα Επιτροπή έδωσε το σύνθημα της εξευρέσεως («δια της αρπαγής») των όπλων από οποιαδήποτε κρατική αποθήκη ή οπλοστάσιο, σε αντίθεση προς τον δήμαρχο των Παρισίων, ο οποίος ήταν υπέρ της νόμιμης διαθέσεως αυτών. Ως συνέπεια όλων αυτών, ο μαινόμενος όχλος των στασιαστών σπεύδει να ενταχθεί στην Πολιτοφυλακή, ζητώντας άμεση διάθεση όπλων έστω και δια της βίας. Τότε αποφασίζεται από την επαναστατική επιτροπή η έφοδος στο «Μέγαρο των Απομάχων» (“Hotel des Invalides”), όπου υπήρχε αποθήκη οπλισμού και την προηγούμενη μέρα ο Διοικητής του είχε αρνηθεί να τα παραδώσει στην ειδική Επιτροπή που στάλθηκε εκεί για το σκοπό αυτό. Το της 14ης Ιουλίου, χιλιάδες όχλου κατευθύνεται προς το «Μέγαρο των Απομάχων» με άγριες διαθέσεις. Ο διοικητής του Μεγάρου, αν και διέθετε ένοπλη φρουρά αποφάσισε να μη συγκρουστεί ένοπλα με τον όχλο, που μπήκε στο κτίριο, κατευθύνθηκε στα υπόγεια και τα άδειασε, συναποκομίζοντας 30.000 - 40.000 μουσκέτα, που κατασχέθηκαν! Τώρα οι στασιαστές ήταν ένοπλοι μεν, αλλά χωρίς…πυρομαχικά! Για την απόκτησή τους λοιπόν κατευθύνθηκαν προς τη Βαστίλη. Η έφοδος του όχλου στη Βαστίλη, έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας, αφού προηγήθηκε πολύωρη πολιορκία της, καθώς μία τέτοια ενέργεια δεν είχε σχεδιαστεί εξ αρχής, αλλά μόνο μετά την κατάληψη του «Μεγάρου των Απομάχων», όπου κατασχέθηκαν χιλιάδες όπλα, χωρίς όμως πυρομαχικά, που εκεί έμαθαν ότι υπήρχαν στη Βαστίλη. Την περίοδο αυτή, η φρουρά της Βαστίλης, λόγω της επικείμενης καταργήσεως και κατεδαφίσεως του φρουρίου, αποτελείτο μόλις από 114 άνδρες, (82 απόμαχοι και 32 μισθοφόροι Ελβετοί) με Διοικητή τον Μαρκήσιος Μπερνάρντ Ρενέ ντε Λωναί, ο οποίος προερχόταν από την Ανακτορική Φρουρά. Τελικώς, μετά από τρεις προσπάθειες διαπραγματεύσεως των στασιαστών με τη φρουρά της Βαστίλης και αφού στο μεταξύ είχε προηγηθεί η καθοριστικής σημασίας μαζική λιποταξία των 3.000 ανδρών (από τους 3.500 συνολικώς) της Ανακτορικής Φρουράς (πέντε στα έξι τάγματά της), που προσχώρησαν στους στασιαστές, ξεκίνησε η τελική, γενική, έφοδος κατά της Βαστίλης, που διήρκεσε τρεις ολόκληρες ώρες, προκαλώντας περί τους 100 νεκρούς και τραυματίες μεταξύ των στασιαστών. Τελικώς, περίπου στις 17:00, ο Διοικητής Ντε Λωναί διατάζει την καθέλκυση της κινητής γέφυρας της κεντρικής πύλης για να εξέλθουν οι 114 υπερασπιστές της Βαστίλης και να παραδοθούν στους στασιαστές. Δεν πρόλαβαν όμως καθώς οι τελευταίοι με το που κατέβηκε η κινητή γέφυρα όρμησαν στο εσωτερικό της Βαστίλης, συνέλαβαν τον Διοικητή και τη φρουρά, αποφυλάκισαν τους 7 κρατουμένους και άρπαξαν όλα τα πολύτιμα για αυτούς πολεμοφόδια, ενώ κατέστρεψαν και όλα τα αρχεία όλων όσοι κατά καιρούς είχαν «φιλοξενηθεί» ως κρατούμενοι στα κελιά της. Κατά τη μεταφορά στο Δημαρχείο για να απολογηθούν, ο Διοικητής Ντε Λωναί και πολλοί από τους στρατιώτες του υπερασπιστές της Βαστίλης, δέχονται επίθεση από τον όχλο και σκοτώνονται εν ψυχρώ, σπαθιζόμενοι. Η πτώση της Βαστίλης είναι πλέον γεγονός, που σημάδεψε την Γαλλική Επανάσταση και ό,τι αυτή σήμαινε για τη Γαλλία, την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο, σε όλους τους τομείς, γι’ αυτό και γιορτάζεται ως η εθνική εορτή της Γαλλίας.