Στις 12 Φεβρουαρίου 1945, υπογράφτηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία λήγει τυπικώς η Μάχη των Αθηνών (4 Δεκεμβρίου 1944 – 11 Ιανουαρίου 1945) και ξεκινά ουσιαστικώς ο μακρύς και αιματηρότατος Ελληνικός Εμφύλιος (1946-49).
Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε από την κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος διετέλεσε Πρωθυπουργός στη διάρκεια της Μάχης των Αθηνών («Δεκεμβριανά») και αντιπροσώπους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), βάσει της οποίας οι δυνάμεις του στρατιωτικού σκέλους του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ (=Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν τόσο την Αττική όσο και τη Θεσσαλονίκη.
Στις 11 Ιανουαρίου 1945 είχε προηγηθεί η ανακωχή μεταξύ των Κυβερνητικών και των Βρετανικών δυνάμεων από τη μία πλευρά και τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ) από την άλλη,
Την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποτελούσαν τότε Γεν.Γραμματέας του ΚΚΕ Γεώργιος Σιάντος, ως επικεφαλής, καθώς και ο Γεν.Γραμματέας του ΕΛΔ Ηλίας Τσιριμώκος, ο Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ Δημήτρης Παρτσαλίδης και ο Στρατιωτικός Αρχηγός του ΕΛΑΣ Συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης, ως στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας.
Την κυβερνητική αντιπροσωπεία αποτελούσαν οι Υπουργοί Εξωτερικών Ιωάννης Σοφιανόπουλος, ως επικεφαλής, Εσωτερικών Περικλής Ράλλης, Γεωργίας Ιωάννης Μακρόπουλος και ο Διοικητής της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας (ΙΙΙ ΕΟΤ) «Ρίμινι» Συνταγματάρχη Παυσανίας Κατσώτας ως στρατιωτικός σύμβουλος αυτής.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1945, στις 23:00, συνήλθαν για πρώτη φορά οι δύο αντιπροσωπείες και ξεκίνησαν τις προκαταρκτικές επαφές στην έπαυλη του βιομήχανου Πέτρου Κανελλόπουλου, στα Βλάχικα της Βάρης, σε απόσταση περίπου 2 χιλιομέτρων βορείως της παραλίας της Βάρκιζας.
Στην πρώτη συνεδρίαση (wikipidia.org) από κυβερνητικής πλευράς συμμετείχαν οι Σοφιανόπουλος, Μακρόπουλος και Ράλλης με παρατηρητή το διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου του Αντιβασιλέως Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, Γεωργάκη, και στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες τον Αντισυνταγματάρχη Παυλόπουλο και τον Ιερολοχίτη Ταγματάρχη Παπαθανασίου, μετέπειτα (1955) πρώτο διοικητή της Σχολής Αλεξιπτωτιστών. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ εκπροσώπησαν αντίστοιχα οι Τσιριμώκος, Σιάντος και Παρτσαλίδης, με εμπειρογνώμονα το Συνταγματάρχη Σαράφη και δύο αξιωματικούς του ΕΛΑΣ.
Μετά τα τυπικά, γρήγορα επήλθε η πρώτη διαφωνία επί της ουσίας για το κρίσιμο ζήτημα της αμνηστίας, με αποτέλεσμα η σύσκεψη να διακοπεί για διαβουλεύσεις.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1945, η σύσκεψη ξανάρχισε, με το ΕΑΜ να έχει αποσύρει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων την αρχική του αξίωση όπως συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Συζητήθηκαν επίσης τα θέματα των δοσιλόγων της Κατοχής, η συγκρότησης Εθνικού Στρατού και Σωμάτων Ασφαλείας από όλες τις πλευρές, των ομήρων που κρατούσαν ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΟΠΛΑ, της διενέργειας βουλευτικών εκλογών και εν συνεχεία δημοψηφίσματος και του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1945 έγινε γνωστό ότι ένα σχέδιο αφοπλισμού του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε ήδη καταρτισθεί από τους εμπειρογνώμονες της κυβερνητικής πλευράς (Εφημερίδα «Έθνος», φύλλο 8/2/1945, σελ. 2: «Κατηρτίσθη το σχέδιον αφοπλισμού των ανταρτικών σωμάτων του ΕΛΑΣ»), ενώ από τις αστικές εφημερίδες εκφράζονταν επιφυλάξεις για «την υποχωρητική στάση προς το ΕΑΜ που προκαλεί δυσφορίαν». (wikipidia.org)
Από την πλευρά του ο ΕΛΑΣ ζήτησε την άρση του στρατιωτικού νόμου αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, κάτι που η κυβέρνηση Πλαστήρα αρνήθηκε, θέλοντας να προβεί σε μία τέτοια ενέργεια αφού προηγουμένως έχει προηγηθεί ο πλήρης αφοπλισμών των ανταρτών του ΕΛΑΣ.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας αποτελείτο από εννέα άρθρα, που αφορούσαν:
- Τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις πολιτικές ελευθερίες.
- Την άρση του στρατιωτικού νόμου.
- Την αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων, με εξαίρεση των αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, που διεπράχθησαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944.
- Την πλήρη απελευθέρωση των συλληφθέντων από τον ΕΛΑΣ.
- Τη δημιουργία ενός νέου Εθνικού Στρατού.
- Την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και τον πλήρη αφοπλισμό του.
- Την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών.
- Την αντίστοιχη εκκαθάριση των Σωμάτων Ασφαλείας
- Τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα και εκλογών με συμμετοχή διεθνών παρατηρητών.
Τα αποτελέσματα της Συμφωνίας της Βάρκιζας ήταν:
Στις 28 Φεβρουαρίου 1945 ολοκληρώθηκε ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, ο οποίος παρέδωσε 100 πυροβόλα διαφόρων τύπων και διαμετρημάτων, 81 ομαδικούς και 138 ατομικούς όλμους, 419 πυροβόλα, 1412 οπλοπολυβόλα, 713 αυτόματα τουφέκια, 48.953 τουφέκια και πιστόλια, 57 αντιαρματικά τουφέκια και 17 συσκευές ασυρμάτου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μερικές μονάδες του ΕΛΑΣ, όπως και Καπετάνιος του Αρχηγείου του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης (Στρατιωτικός Αρχηγός ήταν ο Συνταγματάρχης Σαράφης), αρνήθηκαν να αποδεχτούν τους όρους της Συμφωνίας, αν και ως εκ τη θέσεώς του είχε υπογράψει την αποστράτευση του ΕΛΑΣ, και βγήκαν και πάλι στα βουνά κατέφυγαν.
Το ΚΚΕ τους αποκήρυξε αμέσως και «Ριζοσπάστης» τους κατήγγειλε, απομυθοποιώντας εν μία νυκτί το «είδωλο» του Άρη. Μόλις το 2011 το Κόμμα του τον αποκατέστησε εκ νέου πολιτικά.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας είναι γεγονός ότι είχε ουσιαστικές αδυναμίες και νομικά κενά. Το πιο σημαντικό όμως πρόβλημά της ήταν η έλλειψη επιθυμίας προσεγγίσεως και συνεννοήσεως μεταξύ των δύο πλευρών, που – συνδυαστικά - οδήγησαν στην ουσιαστική ακύρωσή της.
Όλη αυτή η κατάσταση, η λεγόμενη «Λευκή τρομοκρατία» ιδίως στην ύπαιθρο, από άτομα που είχαν συγγενείς που είχαν δολοφονηθεί στη διάρκεια της Κατοχής και των Δεκεμβριανών από των ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ και τώρα ήθελαν να πάρουν εκδίκηση, και κυρίως – κατά την προσωπική μας γνώμη – η έλλειψη πολιτικής αισθήσεως από πλευράς της ηγεσίας του ΚΚΕ, που δεν έβλεπε (ή δεν ήθελε να δει) «προς τα που έχει πάει ο κόσμος», οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στη μοιραία σύγκρουση, τον Ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο, που διήρκεσε σχεδόν τέσσερα χρόνια τη χώρα, με μεγαλύτερες καταστροφές και θύματα από την τριπλή κατοχή στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου Πολέμου.
Συμπτωματικώς, με ή χωρίς εισαγωγικά, η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφτηκε μία μόλις μέρα μετά τη Διάσκεψη της Γιάλτας (11 Φεβρουαρίου 1945), όπου οι τρεις «Μεγάλοι» του πολέμου είχαν αποφασίσει για το μεταπολεμικό γίγνεσθαι και είχαν καθορίσει τις «ζώνες επιρροής» ήδη από τη Συνάντηση της Μόσχας, στις αρχές του 1944), μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν. Και η Ελλάδα είχε «δοθεί» στο δυτικό στρατόπεδο. Και άλλες μικρότερες «λεπτομέρειες» που ήταν ωστόσο ενδεικτικές της βουλήσεως της Σοβιετικής Ενώσεως και του ίδιου του Στάλιν να μην εντάξει την Ελλάδα στη δική του «ζώνη επιρροής».
Για παράδειγμα τον Αύγουστο του 1944, προτού απελευθερωθεί η Ελλάδα και φύγουν οι Γερμανοί από εδώ, ο Κόκκινος Στρατός έφτασε προελαύνοντας μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και σταμάτησε ΕΚΕΙ. Ούτε ένα μέτρο μέσα. Γιατί;
Στις 15 Δεκεμβρίου 1944, ενώ μαινόταν η Μάχη των Αθηνών, η Σοβιετική Ένωση αποφάσισε να διαπιστεύσει ως Στρατιωτικό Ακόλουθο στην Αθήνα τον ως τότε επικεφαλής της Σοβιετικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα, Συνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπώφ. Και τον διαπιστεύει στην κυβέρνηση Παπανδρέου, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Τυχαίο; Ασφαλώς όχι. Αλλά κάποιοι δεν μπορούσαν να «αποκρυπτογραφήσουν» όλα αυτά τα «μηνύματα» και συνέχισαν μία απέλπιδα μάχη και οδήγησαν σε έναν σχεδόν τετραετή Εμφύλιο.
Όλα αυτά πλέον, μετά από 80 χρόνια, αποτελούν την Ιστορία της Πατρίδος μας και ως τέτοια μόνο πρέπει να μελετώνται και να εξάγονται χρήσιμα διδάγματα, προς αποφυγήν παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον.