Στις 1 Φεβρουαρίου 1957, πέθανε στη Δρέσδη της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας («Ανατολική Γερμανία) ο Στρατάρχης Βίλχελμ Πάουλους, ο εκ των βασικών πρωταγωνιστών της Μάχης του Στάλινγκραντ, της πόλεως – συμβόλου της μέχρις εσχάτων αντιστάσεως κατά των Ναζί, που είχε παραδοθεί – κατά φοβερή ιστορική σύμπτωση – στις 2 Φεβρουαρίου 1943!
Για το λόγο αυτό άλλωστε δημοσιεύουμε σήμερα – ως ενιαία «ενότητα» - τόσο τη Μάχη του Στάλινγκραντ, που επισήμως έληξε σαν σήμερα, με την παράδοση και των τελευταίων Γερμανών στρατιωτών στην ερειπωμένη πόλη - σύμβολο αλλά και μία σύντομη, περιληπτική, βιογραφία του Γερμανού Στρατάρχη, ο οποίος αντί της προτροπής του Χίτλερ να αυτοκτονήσει, αυτός προτίμησε να μείνει και να μοιραστεί τις τύχες των στρατιωτών του στην αιχμαλωσία.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1890, γεννήθηκε στην πόλη Γκουξχάγκεν της περιοχής της Έσσης, ο Φρίντριχ Βίλχελμ Έρνστ φον Πάουλους (ή απλώς Φρίντριχ Πάουλους, όπως ο ίδιος καθιέρωσε μεταπολεμικώς να ονομάζεται, αφού επέλεξε να ζει στη Δρέσδη της τότε Ανατολικής Γερμανίας, μέχρι τον θάνατό του και αυτό το «φον» θα «χτυπούσε» άσχημα). Η αποτυχία του να εισέλθει στις σκληρές και απαιτητικές εξετάσεις για αξιωματικός του τότε γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού, τον ώθησε να σπουδάσει νομικά.
Τον Αύγουστο του 1914, με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε ως κατώτερος ανθυπολοχαγός στο Στρατό Ξηράς και στο τέλος του πολέμου, το Νοέμβριο του 1918, όχι μόνο είχε επιβιώσει αυτού αλλά είχε προαχθεί και στον βαθμό του Λοχαγού. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου διακρίθηκε ως εξαιρετικός επιτελικός αξιωματικός, όμως οι ανώτεροί του αμφισβητούσαν εντόνως τις ικανότητές του ως αξιωματικού μονάδων και σχηματισμών.
Το Σεπτέμβριο του 1939, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πάουλους προήχθη σε Υποστράτηγο αναλαμβάνοντας επιτελάρχης του Στρατηγού Βάλτερ φον Ραϊχενάου, συμμετέχοντας έτσι από τη θέση αυτή στις πολεμικές επιχειρήσεις των εισβολών στην Πολωνία και στις Κάτω Χώρες.
Το Νοέμβριο του 1940, διορίστηκε Υπαρχηγός του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου, υπό τον Στρατηγό Φραντς Χάλντερ, συμμετέχοντας έτσι ενεργώς στη σχεδίαση και προετοιμασία της Επιχιερήσεως «Μπαρμπαρόσσα», δηλ. της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.
Το χειμώνα του 1941, ο Χίτλερ αντικατέστησε τον Στρατάρχη Γκερντ φον Ρούντστεντ, ως τότε Διοικητή της Ομάδος Στρατιών «Νότος», στη Νότια Σοβιετική Ένωση (Ουκρανία), λόγω της επιβραδύνσεως της γερμανικής επιθέσεως στον τομέα ευθύνης του. Ταυτόχρονα όρισε ως αντικαταστάτη του τον Στρατάρχη Βάλτερ φον Ραϊχενάου, ο οποίος συνέστησε αμέσως τον παλαιό Επιτελάρχη του όπως του δοθεί κάποια διοίκηση στον τομέα του, παρά το γεγονός ότι δεν διέθετε προηγούμενη εμπειρία διοικήσεως μεγάλων μονάδων ή σχηματισμών. Τότε ο Πάουλους προήχθη σε Στρατηγό και ανέλαβε τη διοίκηση της 6ης Στρατιάς, που τότε διέθετε περίπου 300.000 στρατιώτες!
Στις 12-18 Μαΐου 1942, ο Πάουλους, ως Διοικητής της 6ης Στρατιάς ο Πάουλους, συμμετείχε στη δεύτερη Μάχη του Χαρκόβου στην Ανατολική Ουκρανία, συμβάλλοντας καθοριστικώς στη γερμανική επικράτηση, όταν κατάφερε να περικυκλώσει τις Σοβιετικές δυνάμεις και να συλλάβει ως αιχμαλώτους περισσότερους από 200.000 άνδρες του Κόκκινου Στρατού. Το αμέσως επόμενο βήμα ήταν η συμμετοχή της Στρατιάς του στη Μάχη του Στάλινγκραντ, που ξεκίνησε στα μέσα Ιουλίου 1942.
Στα τέλη Οκτωβρίου 1942, οι Γερμανοί πέτυχαν, μετά από σκληρότατο αγώνα και οδομαχίες, όπου η διαχωριστική γραμμή του «μετώπου», ήταν το ένα κτίριο με το άλλο, στην ίδια πλευρά του δρόμου, ή ακόμα ο ένας όροφος με τον άλλον του ιδίου κτιρίου, ή το ένα διαμέρισμα με το άλλο στην ίδια πολυκατοικία, να απωθήσουν τους Σοβιετικούς οι οποίοι είχαν περιοριστεί σε μία στενή «γλώσσα» ξηράς κατά μήκος της όχθης του Βόλγα. Υποφέροντας από βαριές απώλειες, λιγοστές προμήθειες και την προοπτική ενός άλλου σκληρού χειμώνα, η 6η Στρατιά δεν ήταν εξοπλισμένη κατάλληλα για ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες του Χίτλερ.
Στις 19 Νοεμβρίου 1942, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν μεγάλη αντεπίθεση σκοπεύοντας στην απελευθέρωση της πολιορκημένης πόλεως, χρησιμοποιώντας τον ελιγμό της «τανάλιας», προκειμένου να περικυκλώσουν τους Γερμανούς. Ο Πάουλους διείδε το σοβαρότατο κίνδυνο και ζήτησε αμέσως την άδεια από τη γερμανική Ανωτάτη Διοίκηση να υποχωρήσει συντεταγμένα και με όλο το προσωπικό και τα μέσα της Στρατιάς σε άλλες καλύτερες θέσεις. Από την πλευρά της η γερμανική Ανώτατη Διοίκηση συμφώνησε με την άποψη του Πάουλους και άσκησε όσο πίεση της επιτρεπόταν στον ίδιο τον Χίτλερ, για να του επιτρέψει να πραγματοποιήσει τον προτεινόμενο – με καλές σχετικώς συνθήκες – υποχωρητικό ελιγμό. Ο Χίτλερ αρνήθηκε κατηγορηματικώς να παραχωρήσει έστω και ένα μέτρο από το κερδιθέν έδαφος, διατάσσοντας άμυνα μέχρις εσχάτων, όπου βρισκόταν η κάθε μονάδα της Στρατιάς.
Με τον ρωσικό χειμώνα στην κορύφωσή του, χωρίς ενισχύσεις και εφόδια, ο Πάουλους έβλεπε συνεχώς τον σοβιετικό κλοιό να στενεύει γύρο του, ενώ καταλάμβαναν σταδιακά όλα τα αεροδρόμια και ζώνες αποπροσγειώσεων που βρίσκονταν στην περιοχή που κατείχε η 6η Στρατιά, επιτείνοντας έτσι, έτι περαιτέρω, το πρόβλημα του ανεφοδιασμό και της μεταφοράς των τραυματιών εκτός του θύλακος.
Στα μέσα Ιανουαρίου του 1943, ο Πάουλους επιχειρεί και για δεύτερη φορά να αποσπάσει την έγκριση του Χίτλερ για μια αξιοπρεπή απαγκίστρωση των δυνάμεών του από το Στάλινγκραντ, για να ενωθεί με τις υπόλοιπες γερμανικές δυνάμεις που κρατούσαν με νύχια και με δόντια ένα «προγεφύρωμα» ειδικώς για τον σκοπό αυτό.
Και η δεύτερη προσπάθεια υπήρξε ανεπιτυχής και ο Χίτλερ ανένδοτος. Μάλιστα για να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση τον προήγαγε – στις 29 Ιανουαρίου 1943 – σε Στρατάρχη, επισημαίνοντας έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, ότι ουδείς Γερμανός Στρατάρχης δεν είχε παραδοθεί στον εχθρό, προτρέποντάς τον έτσι να αυτοκτονήσει.
Λέγεται ότι όταν ο Επιτελάρχης του τον ενημέρωσε για την προαγωγή και του έδωσε το σχετικό τηλεγράφημα, ο Πάουλους το τσαλάκωσε και του είπε: «…δεν έχω σκοπό να αυτοκτονήσω για χάρη αυτού του άθλιου δεκανέα από τη Βοημία»! Την ίδια ακριβώς απάντηση έδωσε και αργότερα – επισήμως αφού είναι καταγεγραμμένη από τους Σοβιετικούς – όταν οι ανακριτές του τον ρώτησαν γιατί δεν αυτοκτόνησε.
Στις 31 Ιανουαρίου 1943, οι Σοβιετικοί έφτασαν στο Αρχηγείο του Πάουλους και αυτός παραδόθηκε μαζί με το επιτελείο του. Προηγουμένως είχε αρνηθεί τη θέση που του είχαν δώσει με το τελευταίο αεροσκάφος της Λουφτβάφφε που πετούσε έξω από τον πολιορκημένο θύλακο παραχωρώντας τη θέση του σε έναν ακόμα τραυματία στρατιώτη, ενώ στον πιλότο έδωσε τη βέρα του για να δοθεί στη σύζυγό του Κονστάνς, που είχε να δει από το 1942 και δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά, αφού αυτή πέθανε το 1949 ενώ ο ίδιος ήταν ακόμα αιχμάλωτος των Σοβιετικών μέχρι το 1953.
Εκτός του Πάουλους, οι εναπομείναντες 91.000 στρατιώτες του όλων των βαθμών που είχαν απομείνει ζωντανοί παραδόθηκαν και αυτοί στους Σοβιετικούς, όπου βρίσκονταν, με την παράδοση να ολοκληρώνεται πλήρως στις 2 Φεβρουαρίου 1943.
Αρχικώς ο Πάουλους μετά την αιχμαλωσία του αρνήθηκε οποιαδήποτε συνεργασία με τους Σοβιετικούς. Μετά όμως την Επιχείρηση «Βαλκυρία», δηλ.την απόπειρα κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου του 1944, όπου συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν από το καθεστώς του Χίτλερ δύο στενοί του φίλοι στρατηγοί, έγινε ένθερμος επικριτής του Χίτλερ και του ναζιστικού καθεστώτος, κάνοντας έκκληση στους Γερμανούς να παραδοθούν.
Το 1945, παρουσιάστηκε ως μάρτυρας κατηγορίας της Σοβιετικής πλευράς στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Στη διάρκειά της ο Πάουλους ρωτήθηκε από δημοσιογράφο για τους 91.000 αιχμάλωτους του Στάλινγκραντ·και τότε είχε απαντήσει σε αυτόν να μεταφέρει στις γυναίκες και τις μητέρες τους, ότι οι σύζυγοι και οι γιοι τους είναι καλά. Τελικώς από τους 91.000 Γερμανούς αιχμαλώτους που συνελήφθησαν στο Στάλινγκραντ, οι μισοί πέθαναν από τις κακουχίες κατά τη μεταφορά τους στα διάφορα στρατόπεδα της Σιβηρίας, ενώ οι υπόλοιποι σχεδόν όλοι πέθαναν από τις απάνθρωπες συνθήκες διαβιώσεως κατά την αιχμαλωσία τους στα σοβιετικά στρατόπεδα. Μόλις περίπου 6.000 πρώην Γερμανοί στρατιώτες της 6ης Στρατιάς, αιχμάλωτοι των Σοβιετικών, επέστρεψαν στην πατρίδα τους στα μέσα της δεκαετία του ’50. Αυτό το «ψέμα», όπως τον κατηγόρησαν οι συμπατριώτες του, δεν του το συγχώρησαν ποτέ και ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που δεν επέστρεψε στην τότε Δυτική Γερμανία, αλλά προτίμησε, από το 1953 που απελευθερώθηκε δύο χρόνια πιο νωρίς από τους υπόλοιπους συμπατριώτες του, να ζήσει μόνος του στην «ασφάλεια», όπως πίστευε, της Ανατολικής.
Το διάστημα 1953 - 1956, ο Πάουλους έζησε στη Δρέσδη και εργάστηκε ως πολιτικός αρχηγός του Ινστιτούτου Έρευνας Στρατιωτικής Ιστορίας της Ανατολικής Γερμανίας.
Στα τέλη του 1956, ο Φρίντριχ Πάουλους διαγνώστηκε με αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση και στις 1 Φεβρουαρίου 1957 πέθανε στη Δρέσδη, 14 χρόνια ακριβώς μετά από την παράδοση της 6ης Στρατιάς στους Σοβιετικούς, σε ηλικία 66 ετών μόνος του. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η σορός του να μεταφερθεί στο Μπάντεν-Μπάντεν της τότε Δυτικής Γερμανίας και να ταφεί δίπλα στη σύζυγό του Κωστάνς, η οποία είχε πεθάνει από το 1949.