27 Σεπτεμβρίου 1905: Απαγχονίστηκε ο εκ των πρωταγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα Κωνσταντίνος Χρήστου ή «Καπετάν Κώττας» 

 
kapetan kotas

Ενημερώθηκε: 16/10/23 - 21:47

Του Λεωνίδα Σ. Μπλαβέρη

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1905 απαγχονίστηκε στο Μοναστήρι ο εκ των πρωταγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα Κωνσταντίνος Χρήστου, πιο γνωστός με το προσωνύμιο «Καπετάν Κώττας», ο οποίος γεννήθηκε το 1860 στο χωριό Ρούλια της Φλώρινας, που μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον Ελληνικό Στρατό φέρει προς τιμήν του το όνομά του.

Ο Καπετάν Κώττας ήταν ένας σλαβόφωνος Έλληνας οπλαρχηγός, ο οποίος έδρασε στα Κορέτσια της δυτικής Μακεδονίας, εξ ου και πολλές φορές θα τον βρούμε με το προσωνύμιο «Ο Αετός των Κορεστίων». Αρχικά, την περίοδο 1898-1900, πολέμησε με την οργάνωση ΕΜΕΟ (τους Κομιτατζήδες) εναντίον των Οθωμανών Τούρκων, προστατεύοντας με τους άνδρες του τους Χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής, από τους οποίους όμως σύντομα διαχώρισε τη στάση του, λόγω των βιαιοπραγιών που αυτοί έκαναν εναντίον των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας.

Αργότερα, την περίοδο 1901-1904, ο Καπετάν Κώττας συμμετείχε στο Μακεδονικό αγώνα αναδειχθείς ως ένας εκ των πρωταγωνιστών του. Συνελήφθη από τις Οθωμανικές αρχές, φυλακίστηκε στο Μοναστήρι, όπου και τελικώς εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το «Κώττας» είναι τοπική παραφθορά του βαπτιστικού του ονόματος Κωνσταντίνος (Κώστας). Ως προελέχθη, ο Καπετάν Κώττας ήταν Σλαβόφωνος μεν, αλλά Έλληνας στη ψυχή μέχρι το κόκκαλο.

Σε λίγους μήνες, το 1900, ο Καπετάν Κώττας έρχεται σε ρήξη με τους κομιτατζηδες εξ αιτίας της συμπεριφοράς τους προς τους Έλληνες και ελληνόφρονες της περιοχής. Τον Αύγουστο του 1900 επήλθε η οριστική ρήξη του Κώττα με την ΕΜΕΟ και τους Κομιτατζήδες της, καθώς ο νέος αρχηγός τους Γκεόργκι Ιβανώφ του ζήτησε να μεσολαβήσει ώστε να μπορέσει να κινηθεί ελεύθερα στον κάμπο της Φλώρινας, για να καταδιώξει τον επίσης αντιρρησία Χρήστο Ποπόφσκι, εκμεταλλευόμενος την επιρροή του Κώττα στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής.

Τότε, την άνοιξη του 1901, είναι η εποχή που έρχεται σε επαφή με τον νέο τότε Μητροπολίτη Καστοριάς Εθνομάρτυρα Γερμανό Καραβαγγέλη και αρχίζει ένας συντονισμός δράσεων για την προστασία των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής.

Στις αρχές του 1902 ο Κώττας, με τη συνδρομή του Μητροπολίτη Καστοριάς, Γερμανού Καραβαγγέλη, προχωρά στη συγκρότηση ένοπλων σωμάτων Ελλήνων σε διάφορα χωριά των Κορεστίων και των Πρεσπών, όπου η δράση των Βουλγάρων ήταν ακόμα έντονη. Έτσι και υπό τη συνεχή καθοδήγηση του Κώττα, οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής ένιωθαν πλέον ασφαλείς από τις επιθέσεις των βουλγαρικών σωμάτων, ενώ οι ιερείς και δάσκαλοι μπόρεσαν ξανά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, χωρίς προβλήματα.

Τον Ιανουάριο του 1904, ο Κώττας Χρήστου, μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες της περιοχής, μετέβησαν στην Αθήνα για να καταστρώσουν από κοινού με Έλληνες αξιωματικούς, την επίσημη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνος. Στην Αθήνα, με τη μεσολάβηση του Στέφανου Δραγούμη ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος συναντήθηκε με τον Καπετάν Κώττα, ο οποίος παρουσίασε την κρίσιμη κατάσταση του Ελληνισμού της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, ζητώντας του παράλληλα την αρωγή του ελληνικού κράτους. Η συνάντηση αυτή επρόκειτο να αποτελέσει την επίσημη εμπλοκή του ελληνικού κράτους στην υπόθεση της Μακεδονίας και του Μακεδονικού Αγώνα.

Τον Ιανουάριο 1904 θα συναντηθεί στην Αθήνα με τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τον Παύλο Μελά , σηματοδοτώντας έτσι την επίσημη ανάμειξη του Ελληνικού κράτους στον Μακεδονικό Αγώνα 

Όντως, στα τέλη Φεβρουαρίου του 1904, πραγματοποίησαν την πρώτη τους παράνομη είσοδο στη Μακεδονία οι Π.Μελάς, Αλ.Κοντούλης, Αν.Παπούλας και Γ.Κολοκοτρώνης. Η ηγετική του μορφή αναγνωρίζεται από τον Παύλο Μελά ο οποίος του αναθέτει την ηγεσία των ανταρτικών σωμάτων της δυτικής Μακεδονίας.

Ως το Μάιο του 1904, τα ενωμένα σώματα Μακεδόνων και Κρητών οπλαρχηγών, υπό τις γενικές οδηγίες του Καπετάν Κώττα έδρασαν στη Βορειοδυτική Μακεδονία, προσπαθώντας να εξοντώσουν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.

Στις 9 Ιουνίου 1904, στρατιωτικό απόσπασμα των Οθωμανών Τούρκων εντόπισε το κρησφύγετο του Καπετάν Κώττα στη γεννέτηρά του Ρούλια, όπου είχε απομείνει με τρεις στενούς συνεργάτες του και τον συνέλαβε, μάλλον από προδοσία, μεταφέρεται μαζί με τους υπολοίπους, αρχικά στις φυλακές Καστοριάς, στη συνέχεια στις φυλακές Κορυτσάς και τελικώς στις φυλακές του Μοναστηρίου. Εκεί του προτείνουν να τον αφήσουν ελεύθερο με αντάλλαγμα την προσφορά υπηρεσιών στον Οθωμανικό στρατό, κάτι όμως που εκείνος αρνείται κατηγορηματικώς. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Έλληνα προξένου και του Μητροπολίτη Καστοριάς για να τον απελευθερώσουν, οι Τούρκοι αρνούνταν κατηγορηματικά.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1905 είχε οριστεί ως η μέρα του θανάτους του δι΄ απαγχονισμού. Αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων από Ορθόδοξο ιερέα που είχε ζητήσει να του φέρουν, ο Καπετάν Κώττας οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ του Μοναστηρίου. Καθ΄οδόν προς τα εκεί επιχείρησε να δραπετεύσει, αλλά μετά από απηνή καταδίωξη συνελήφθη εκ νέου και οδηγήθηκε τελικώς στην πλατεία Ατ Παζάρ, όπου απαίτησε να του λύσουν τα χέρια.
Ανέβηκε μόνος του και ευθυτενής στο ικρίωμα , όπου αφού του πέρασαν το σχοινί στο λαιμό, φώναξε για τελευταία φορά, με δυνατή φωνή, στα σλαβικά: «Ντα ζίβι Γκάρτσια», δηλαδή «Ζήτω η Ελλάς» και κλώτσησε μόνος του το σκαμνί, πάνω στο οποίο τον είχαν ανεβάσει!

Ο Καπετάν Κώττας δεν μιλούσε ελληνικά, ήταν σλαβώφονος, αλλά Έλληνας στην ψυχή και στην καρδιά. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι στο λαιμό του είχε περασμένο νόμισμα με τον Μέγα Αλέξανδρο, ενώ η σφραγίδα του έγραφε στα ελληνικά «Ελευθερία ή Θάνατος». Όταν δε μιλούσε στους ντόπιους χωρικούς της δυτικής Μακεδονίας, οι πρώτες του κουβέντες ήταν «είμαστε Έλληνες», κρατώντας υψηλό το φρόνημα των Ελλήνων και των ελληνοφρόνων της περιοχής του.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ