Πόλεμος στην Ουκρανία: Ο «πόλεμος-αστραπή» του Πούτιν αποτυγχάνει

 
Πόλεμος στην Ουκρανία

Ενημερώθηκε: 01/03/22 - 01:20

Του Μιχάλη Ψύλου

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν φαίνεται ότι υποτίμησε την Ουκρανία. Αν και ο ρωσικός στρατός συνεχίζει με αμείωτη την προέλασή του προς το Κίεβο –παρά την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την Ουκρανική πλευρά στο Γκόμελ της Λευκορωσίας-παραμένει πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε πώς εξελίσσονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνολικά.

Πολλοί πιστεύουν ότι τα πράγματα στην Ουκρανία θα μπορούσαν να αλλάξουν σε σύντομο χρονικό διάστημα, εάν ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποφάσιζε να αυξήσει την ένταση της επίθεσης. Η ισχύς του ρωσικού στρατού είναι πολύ ανώτερη από την ουκρανική, καθώς ο αριθμός των στρατιωτών είναι πενταπλάσιος και τα μαχητικά αεροσκάφη δεκαπλάσια.

Ωστόσο, η Ρωσία αντιμετωπίζει «σκληρότερη από την αναμενόμενη αντίσταση», όπως εκτιμούν όλοι οι αναλυτές. «Ο ρωσικός blitzkrieg –αστραπιαίος πόλεμος- έχει αποτύχει», γράφει εύστοχα η γερμανική Frankfurter Allgemeine Zeitung.

Μετά από πέντε ημέρες επιχειρήσεων ,ο ρωσικός στρατός έχει διεισδύσει από τρία μέτωπα στην Ουκρανία: βόρεια από τη Λευκορωσία, ανατολικά από τη Ρωσία και νότια από την Κριμαία. Εχει κατακτήσει στρατηγικά κέντρα και μεγάλες εδαφικές εκτάσεις, όπως την περιοχή Χερσώνα στη βορειοδυτική Κριμαία, αλλά δεν κατάφερε να ελέγξει μεγάλες πόλεις εκτός από τη Μελιτόπολη, ένα κέντρο 150.000 κατοίκων ,βορειοανατολικά της Κριμαίας.

Το Κίεβο βομβαρδίζεται σχεδόν από κάθε κατεύθυνση εδώ και μέρες και ο ρωσικός στρατός, με τις ειδικές δυνάμεις να έχουν διεισδύσει στην πόλη για να αποδυναμώσουν την άμυνά της, με διάφορα μέσα. Αλλά μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, το Κίεβο παραμένει υπό τον έλεγχο των Ουκρανών.

Το Χάρκοβο, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη της Ουκρανίας, αν και δέχεται σφοδρή επίθεση, δεν είχε κατακτηθεί από τους Ρώσους, μέχρι την ώρα που γράφονταν επίσης αυτές οι γραμμές.

Ο ρωσικός σχεδιασμός

Πηγή προσκείμενη στον ρωσικό στρατό, που επικαλείται το Bloomberg ,λέει ότι οι Ρώσοι στρατηγοί δεν θέλουν να μεταφερθούν οι μάχες στις πόλεις, για να αποφευχθούν σφαγές μεταξύ αμάχων.

Πάντως, ακόμη και αν οι πρώτες μέρες της στρατιωτικής επιχείρησης δεν φαίνονται θριαμβευτικές για τη Ρωσία, η ανισορροπία των δυνάμεων στο πεδίο παραμένει τεράστια και η Μόσχα θα μπορούσε να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο αποφασίζοντας να εντείνει τους βομβαρδισμούς στο Κίεβο και άλλα πόλεις, αποφασίζοντας να τις καταλάβει με μαζική χρήση βίας.

Αλλά αν η διεθνής αποστροφή για την εισβολή που αποφάσισε ο Πούτιν είναι ήδη πρακτικά ομόφωνη, οι σφαγές μεταξύ αμάχων που ενδεχομένως να ακολουθούσαν ,σίγουρα θα έκαναν και την κοινή γνώμη στον υπόλοιπο κόσμο, ακόμη πιο εχθρική .Κάτι που θα κόστιζε ακόμη πιο πολύ επικοινωνιακά σε βάρος της Μόσχας.

Οι Ρώσοι στρατηγοί λένε μάλιστα ότι ο σχεδιασμός από την αρχή ήταν η επιχείρηση να διαρκέσει μία έως δύο εβδομάδες. Μια χρονική περίοδο που η Μόσχα θεωρούσε αναγκαία ώστε να έχει ηττηθεί ο ουκρανικός στρατός και να έχει αντικατασταθεί η κυβέρνηση του Κιέβου.

Το αμερικανικό «Institute for the Study of War», εκτιμά πάντως ότι είναι πολύ πιθανό η Ρωσία να προσπάθησε τουλάχιστον, και προφανώς απέτυχε, να καταλάβει το Κίεβο με μια ταχεία επιχείρηση των ειδικών δυνάμεων, με στόχο την περικύκλωση της πόλης και τη σύλληψη της Ουκρανικής ηγεσίας.

Φαίνεται όμως ότι αρκετά πράγματα δεν πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο. Οι στρατιωτικοί αναλυτές εκπλήσσονται, για παράδειγμα, που ο ουρανός πάνω από το Κίεβο τουλάχιστον, εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τον έλεγχο της ουκρανικής αεροπορίας, γεγονός που καθιστά δύσκολη την προώθηση των ρωσικών χερσαίων στρατευμάτων

«Γεωπολιτική καταστροφή»

Ο Ρώσος ιστορικός και πρώην σύμβουλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, Αντρέι Γκράτσεφ θεωρεί ότι ο Πούτιν «πέτυχε με αυτήν την επιχείρηση κατά της Ουκρανίας να συνδυάσει το έγκλημα με ένα τεράστιο λάθος, ίσως και μοιραίο από πολιτική άποψη».

Ο Γκράτσεφ υποστηρίζει ότι «αυτό που βλέπουμε τώρα, εξελίσσεται σε μια γεωπολιτική καταστροφή, ίσως η μεγαλύτερη του 21ου αιώνα. Πρώτα και κύρια για την Ουκρανία, για την Ευρώπη, αλλά και για τη Ρωσία» .Εκτιμά όμως ότι η κρίση που βιώνουμε σήμερα, δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως μία «τρέλα ενός διαταραγμένου προέδρου». «Είναι η συνέχεια 30 ετών επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου», σημειώνει

Σύμφωνα με τον Γκράτσεφ, οι στόχοι που ανακοίνωσε ο Πούτιν, δηλαδή η ενίσχυση της ασφάλειας της Ρωσίας και η εξομάλυνση των σχέσεων της Μόσχας με τον υπόλοιπο κόσμο, δεν έχουν επιτευχθεί. Η Ρωσία θα βρεθεί αντιμέτωπη με την ανοικοδόμηση του ΝΑΤΟ και την επιστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αντί να πετύχει την αποστρατικοποίηση της Ουκρανίας». Ο πρώην σύμβουλος του τελευταίου σοβιετικού ηγέτη προειδοποιεί επίσης ότι «ο Πούτιν είναι πιθανό να αντιμετωπίσει μια Ουκρανία που θα έχει στο μεταξύ ενισχυθεί από τη Δύση με πιο εξελιγμένα όπλα. Έτσι θα αποτελεί έναν πολύ πιο επικίνδυνο και ισχυρό εχθρό».

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο διάσημος Βρετανός ιστορικός ,Πολ Κένεντι, εκτιμά ότι «ο Πούτιν κάνει το ίδιο λάθος ,που έκανε η ΕΣΣΔ πριν από 40 χρόνια», καθώς προχώρησε σε «μια πολεμική προσπάθεια δυσανάλογη με την οικονομική πραγματικότητα της χώρας του».

Ο Πολ Κένεντι, σε συνέντευξή του στην Corriere della Sera, περιγράφει τον Πούτιν ως έναν « αλλαγμένο ηγέτη, εμμονικό με το ουκρανικό ζήτημα που αισθάνεται προδομένος από τη Δύση». Σήμερα –λέει ο Κένεντι-μπορεί ο Πούτιν να βάλει φωτιά στην Ουκρανία, αλλά τελικά δεν θα βγει νικητής.

«Ο Ρώσος πρόεδρος φαίνεται ισχυρός γιατί ξόδεψε το 70% του προϋπολογισμού της χώρας του για την κατασκευή νέων πυραύλων, πολεμικών σκαφών και μαχητικών αεροπλάνων. Όμως η ρωσική οικονομία έχει πολύ εύθραυστα θεμέλια, ενώ εισβάλλοντας σε μια κυρίαρχη χώρα, δίνει στην πραγματικότητα νέο σθένος στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ: τους κάνει να αναζωογονηθούν», τονίζει ο Βρετανός ιστορικός.

«Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου το αποτέλεσμα της σύγκρουσης είναι ακόμη άγνωστο», σημειώνει ο Πολ Κένεντι.Προσθέτει μάλιστα ότι η επιχείρηση αυτή μπορεί να οδηγήσει και «στην αφύπνιση της ρωσικής κοινωνίας. Γιατί οι Ρώσοι δεν θα ήθελαν να μείνουν όμηροι αυτής της εθνικιστικής πολιτικής».

ΠΗΓΗ: Ναυτεμπορική