Η Μονή Προυσού είναι κρυμμένη 31χιλιόμετρα νότια του Καρπενησίου και 53 βορειοδυτικά του Αγρινίου, 2 χιλιόμετρα από το ομώνυμο χωριό, και και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα προσκυνηματικά κέντρα της περιοχής. Η Ιερά Μονή Προυσού είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου (στην Απόδοση της Κοίμησης).
Κατά την παράδοςη το όνομα της Μονής οφείλεται στη θαυματουργή εικόνα της «Παναγίας Προυσιώτισσας». Η εικόνα αυτή κατάγεται από την Προύσα της Μικράς Ασίας και εικάζεται ότι είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Η Μονή ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα. Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Θεόφιλος (829-842), ο οποίος ήταν εικονομάχος. Η εικόνα της Παναγίας βρισκόταν σε ναό της Προύσας, αλλά υπό τον φόβο ότι θα καταστραφεί βάσει διατάγματος του αυτοκράτορα, φυγαδεύτηκε στη Στερεά Ελλάδα.
Η παράδοση συνδέει το καταφύγιο της εικόνας, τη σημερινή τοποθεσία της Μονής, με θαύματα που συνέβησαν κατά τη μεταφορά της εικόνας εκεί. Ο νέος που τη μετέφερε, μαζί με κάποιον υπηρέτη του, αποφάσισαν να ιδρύσουν μοναστήρι στο σημείο αυτό καθώς διαπίστωσαν ότι ήταν αδύνατο να μετακινήσουν την εικόνα από εκεί. Οι ίδιοι έγιναν οι πρώτοι μοναχοί, με τα ονόματα Διονύσιος και Τιμόθεος.
Η Ιερά Μονή Προυσσού είναι ένα από τα λίγα μοναστήρια που σώζονται στην Ευρυτανία. Το καθολικό της είναι ενδιαφέρων ναΐσκος, σταυροειδής με τρούλλο. Στα δυτικά του, στη ρίζα του βράχου, υπάρχει κρύπτη διαμορφωμένη σε παρεκκλήσι. Οι σήμερα σωζόμενες τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν γύρω στο 1785. Μέσα στην κρύπτη διασώζονται στην εξωτερική πλευρά τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, ενώ εσωτερικά υπάρχουν δύο στρώματα, από τα οποία το ένα χρονολογείται στα 1518. Πολύ αξιόλογο είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της κρύπτης, που χρονολογείται στα 1810.
Το Σκευοφυλακίου της Μονής περιέχει πλήθος πολύτιμων χειρόγραφων Κωδίκων, εικόνες, ιερά σκεύη, λειψανοθήκες και βιβλία. Στη Μονή λειτουργεί ενδιαφέρον μουσείο με μέρος των θησαυρών, όπως εικόνες από το 15ο και 16ο αιώνα, ιερά άμφια, αργυρά και χρυσά δισκοπότηρα, χειρόγραφοι κώδικες, τυπογραφημένα βιβλία και το σπαθί του Καραϊσκάκη.
Έξω από τη Μονή υπάρχουν δύο κάστρα αριστερά και δεξιά, οι «πύργοι του Καραϊσκάκη». Υπάρχει επίσης εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, που κτίστηκε το 1754. Τέλος, σώζεται, πλήρως αναστηλωμένο το κτίριο που στέγασε επί Τουρκοκρατίας τη «Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων» που λειτούργησε στη Μονή.
Η Μονή παρέμεινε ενεργή όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, αν και η φήμη της δεν ήταν πολύ μεγάλη, λόγω και του δύσβατου της περιοχής. Το 1748 η Μονή έγινε Σταυροπηγιακή. Από την ιδρυσή της η μονή προσέφερε σημαντική βοήθεια στους αγώνες του Έθνους και κυρίως κατά την επανάσταση του 1821.
Λίγα χρόνια πριν την εθνεγερσία του 1821 στάλθηκε στο μοναστήρι ως ηγούμενος, ο αγιορείτης πνευματικός Κύριλλος Καστανοφύλλης. Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας και η πρόφαση ήταν να διορθώσει την δήθεν πνευματική και ηθική παρακμή του. Αμέσως και βάση σχεδίου οργάνωσε και λειτούργησε τη "Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων" ( 1818-1828 ). Η Μονή αποτέλεσε κέντρο πολιτικής καθοδήγησης του απελευθερωτικού αγώνα(υπάρχουν επιστολές του Μαυροκορδάτου κ.α). Έπαιξε δε κρίσιμο ρόλο στην όλη διαχείρηση της πολιορκείας του Μεσολογγίου αλλά και στη σωτηρία πολλών μετά την καταστροφή της "Εξόδου".
Λειτούργησε δε καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα σαν θεραπευτήριο και αναρρωτήριο τραυματιών. Ο Καραϊσκάκης είχε εδώ το στρατηγείο του, όχι μόνο τους έξι μήνες που ήταν άρρωστος. Απλά το υπόλοιπο διάστημα ήταν αναγκασμένος να οργώνει τη Ρούμελη. Μάλιστα ο στρατηγός Καραϊσκάκης δώρισε το ασημένιο κάλυμμα της εικόνας σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη θέρμη, η οποία τον ταλαιπωρούσε και από την οποία γιατρεύτηκε κατά την παραμονή του στη Μονή. Το Σκευοφυλάκιο της Μονής διαθέτει σήμερα τα όπλα του Καραϊσκάκη.
Μεγάλο μέρος της Μονής κάηκε από τους Γερμανούς στις 16 Αυγούστου του 1944, γιατί αυτή αποτελούσε κέντρο στήριξης των ανταρτών της αντίστασης. Καταστράφηκαν πολλά κειμήλια, σκεύη, χειρόγραφα και βιβλία, αλλά ευτυχώς όχι και η πολύτιμη εικόνα της Παναγίας, η οποία είχε τοποθετηθεί σε κρύπτη.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο ξεκίνησε εκ νέου η ανοικοδόμηση της Μονής από τον ηγούμενο Γερμανό, η οποία συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 1970 από τον τότε ηγούμενο της μονής και μετέπειτα ηγούμενο της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους Γρηγόριο.