Στην εκπομπή «ΥΠΕΡΒΑΣΗ» του KONTRA CHANNEL εμφανίσθηκε ο Πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος και ανεξάρτητος βουλευτής Νίκος Νικολόπουλος και αποκάλυψε τα τερτίπια της Εθνικής Τράπεζας που έχει στερήσει τον τελευταίο χρόνο την επικούρηση από 16.500 συνταξιούχους της!
Ο Χριστιανοδημοκράτης βουλευτής, ασκώντας συνεχή κοινοβουλευτικό έλεγχο, επέμενε στην άποψή του, ότι οφείλουν η διοίκηση Φραγκιαδάκη και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διερευνήσουν και να δώσουν επαρκείς εξηγήσεις για τα «χαμένα λεφτά» της επικούρησης (ΛΕΠΕΤΕ) και η πρώτη ασφαλώς να πάψει να παίζει κρυφτούλι και ν’ αποδώσει στους δικαιούχους τα χρήματά τους.
Ειδικότερα, ο ανέφερε ότι έχει ενημερωθεί πως εκατοντάδες συνταξιούχοι ήδη έχουν καταθέσει μηνυτήριες αναφορές, με τις οποίες διατυπώνουν βαρύτατες κατηγορίες κατά παντός υπευθύνου της ΕΤΕ για σειρά, ενδεχομένως, ποινικά κολάσιμων αδικημάτων.
Συγκεκριμένα, ο ανεξάρτητος βουλευτής έχοντας πληροφορίες, είπε στην εκπομπή, ότι τα κεφάλαια του αποταμιευτικού λογαριασμού επικούρησης ΛΕΠΕΤΕ «εξαφανίστηκαν» για την –παράνομη- στήριξη της μετοχής της ΕΤΕ, χρήματα δηλαδή που συσσωρεύονταν επί 70 χρόνια, έπεσαν στον «καιάδα» των ατέρμονων ανακεφαλαιοποιήσεων. Ας σημειωθεί ότι το ποσό της επικούρησης του ΛΕΠΕΤΕ, που μέχρι και τον Νοέμβριο του 2017 κατέβαλλε στους συνταξιούχους της η Εθνική, ήταν προϊόν εισφορών των εργαζομένων, τόκων, επενδυτικών αποδόσεων των αποθεματικών του Λογαριασμού και μέρος των αμοιβών και προμηθειών τους όσο υπηρετούσαν στην Τράπεζα. Ο υπολογισμός του καταβαλλόμενου ποσού ήταν εξατομικευμένος για τον κάθε εργαζόμενο, ανάλογα με αυτό που είχε εισφέρει. Από το 1949 που ιδρύθηκε ο λογαριασμός, η Τράπεζα είχε την ευθύνη της διαχείρισής του και είχε εγγυηθεί την απόδοσή του. Οι εν ενεργεία υπάλληλοι καταβάλλουν ακόμα εισφορές.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε μια πρώτη δικαστική απόφαση, λέγοντας:
«Πρόσφατα εκδόθηκε από το Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας απόφαση (με αριθμό 3638/2018) που δικαιώνει εν μέρει 20 συνταξιούχους που προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, υποχρεώνοντας την Εθνική να συνεχίσει να τους πληρώνει 200 ευρώ το μήνα μέχρι να εκδοθεί η απόφαση για την αγωγή τους. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι στο σκεπτικό της δημοσιευμένης απόφασης διαλαμβάνονται κρίσεις που κλονίζουν τη νομική επιχειρηματολογία της Εθνικής και αυξάνουν τις πιθανότητες να βγει η τράπεζα χαμένη από τις δικαστικές αντιπαραθέσεις για τον ΛΕΠΕΤΕ».
Ακολούθως, ο Νίκος Νικολόπουλος εξειδίκευσε περισσότερο την απόφαση του δικαστηρίου τονίζοντας:
Ερμηνεύοντας τον κανονισμό του ΛΕΠΕΤΕ, το δικαστήριο έκρινε ότι η επικούρηση «αποτελεί μία κατά κυριολεξία μισθολογική εργοδοτική παροχή» και ο ΛΕΠΕΤΕ αποτελεί Ένωση Περιουσίας για το συγκεκριμένο σκοπό. Ο κανονισμός του ΛΕΠΕΤΕ, σύμφωνα με το δικαστήριο, εγκρινόταν από το διοικητικό συμβούλιο της Εθνικής και όχι με νόμο, κάτι που σημαίνει ότι απορρίπτεται ο ισχυρισμός της τράπεζας ότι ο ΛΕΠΕΤΕ είναι συνταξιοδοτικό ταμείο.
Μια από τις σημαντικότερες κρίσεις του δικαστηρίου είναι ότι η Εθνική είναι υποχρεωμένη να τηρεί τις συμφωνίες που έχουν γίνει με το προσωπικό για την επικούρηση (pacta sunt servanda), η καταβολή της οποίας αποτελεί συμπεφωνημένη παροχή, μέρος της σύμβασης εργασίας».
Στη συνέχεια, ο ανεξάρτητος βουλευτής αποκάλυψε πως η Εθνική ισχυρίζεται ότι το αποθεματικό του λογαριασμού έχει εξανεμιστεί, αρνούμενη όμως να αποδώσει λογαριασμό με αποτέλεσμα να υπάρχουν αμφιβολίες και για το αν η Τράπεζα κατέβαλε τα ποσά που υποχρεούτο να καταβάλει στον ΛΕΠΕΤΕ, αλλά και υποψίες ότι παράνομα χρησιμοποίησε τα χρήματα των υπαλλήλων της για την ανακεφαλαιοποίησή της.
Ακολούθως, ο ανεξάρτητος βουλευτής είπε:
«Η πρόταση της Τράπεζας, να μεταφερθούν οι συνταξιούχοι της στο ΕΤΕΑΠ είναι απαράδεκτη, καθώς ούτε η Τράπεζα ούτε οι εργαζόμενοι κατέβαλλαν ποτέ εισφορές στον Κοινωνικό Φορέα. Δηλαδή “κοινωνική ευαισθησία” με τα λεφτά των άλλων.
Ευχόμαστε να μην ισχύει τίποτα από όσα φοβούνται οι συνταξιούχοι της Τράπεζας ότι συνέβησαν και η Τράπεζα να έχει διαχειριστεί όλα αυτά τα χρόνια με σύνεση και με αίσθημα ευθύνης τα κεφάλαια του ΛΕΠΕΤΕ, η δε διακοπή της επικούρησης να είναι η προσπάθεια να δοθεί ένα “δωράκι” προς τους μελλοντικούς ιδιοκτήτες.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Τράπεζα με δική της ευθύνη έχει τοποθετήσει θρυαλλίδα στα θεμέλια της κοινωνίας, αλλά και του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, καθώς δεν εφαρμόζει την αρχή της διαφάνειας, της διαχείρισης και της καλής πίστης των συναλλαγών».
Ολοκληρώνοντας την παρέμβασή του, ο Νίκος Νικολόπουλος είπε:
«Η εξέλιξη αυτή εκτός από τον κοινωνικό της αντίκτυπο, καθώς πλήττει οικονομικά 16.500 οικογένειες, δημιουργεί και ερωτηματικά σχετικά με την ορθή διαχείριση κεφαλαίων που με καλή πίστη χιλιάδες εργαζόμενοι εμπιστεύτηκαν όχι σε έναν οποιοδήποτε εργοδότη τους, αλλά σε ένα Πιστωτικό Ίδρυμα».