Μόνο σύγχυση στο εσωτερικό, ζημιά στη καθαρότητα των εθνικών μας θέσεων στο εξωτερικό, που έχει σαν αποτέλεσμα να δίνει όπλα στην Τουρκική προπαγάνδα, προκαλεί η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση με αφορμή τις δηλώσεις του κ. Γιάννη Τσιρώνη για το που βρίσκεται το Καστελόριζο.
Και επειδή σ' αυτούς τους δύσκολους αλλά και επικίνδυνους καιρούς για τα εθνικά θέματα δεν πρέπει να χάνουμε την ουσία, αλλά κυρίως τον προσανατολισμό μας, καλό θα ήταν η ενημέρωσή μας να είναι υπεύθυνη.
Ειδικά το θέμα του Καστελόριζου, αλλά και όλων των Δωδεκανήσων, διέπονται από την Συνθήκη των Παρισίων, την οποία, (συνθήκη), έχει αναλύσει διεξοδικά -εδώ και δύο χρόνια- ο . Μάλιστα, η ανάλυση αυτή αποτελεί πλέον εθνική, ευρωπαΐκή αλλά και διεθνώς αποδεκτή θέση, η οποία έτυχε της πλήρους αποδοχής και από το ΝΑΤΟ, για πρώτη φορά μετά από μισό αιώνα.
Την παραθέτουμε αυτούσια, ελπίζοντας, ότι αφενός ο κ. Γιάννης Τσιρώνης θα μάθει επιτέλους που βρίσκεται το Καστελόριζο και αφετέρου όλοι οι υπόλοιποι θα μάθουμε ποια είναι η εθνική μας θέση στο ζήτημα αυτό.
Το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο αναλύει διεξοδικά τη Συνθήκη των Παρισίων και το καθεστώς των Δωδεκανήσων, είναι η ομίλια του κ. Προκόπη Παυλόπουλου στην Ρόδο, στις 6 Μαρτίου 2017:
«Κύριε Δήμαρχε,
Σας ευχαριστώ θερμώς για την τιμή που μου περιποιείτε, ανακηρύσσοντάς με Επίτιμο Δημότη σας. Έχοντας πλήρη επίγνωση του ότι, όπως επανειλημμένως έχω τονίσει σε ανάλογες περιστάσεις, η τιμή αυτή δεν αφορά το πρόσωπό μου αλλά τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, θέλω να σας διαβεβαιώσω πως έχω επίσης πλήρη επίγνωση του ότι η ανακήρυξή μου ως Επίτιμου Δημότη του Δήμου Ρόδου μου επιβάλλει, μεταξύ άλλων, και το αντίστοιχο χρέος υπεράσπισης της Ιστορίας της Ρόδου. Μιας ένδοξης Ιστορίας χιλιετιών, την οποία λαμπρύνει επιπροσθέτως το απαράμιλλο κάλλος της Ρόδου, κάλλος που της έχει δώσει την θέση η οποία της ανήκει παγκοσμίως.
Με βάση τα όσα προανέφερα, και τιμώντας εμπράκτως την σημερινή μεγάλη επέτειο, επιτρέψατέ μου να σας εκθέσω τα όσα συνάγονται, με βάση το σύνολο του διεθνούς δικαίου, από τις διατάξεις περί παραχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Και εδώ θέλω να κάνω τις εξής δύο διευκρινίσεις:
Α. Πρώτον, ότι τα συμπεράσματα αυτά δεν αφορούν μόνο την υπεράσπιση των συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Χώρας μας αλλά και την συνακόλουθη υπεράσπιση των συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δοθέντος ότι η Ελλάδα ήταν, είναι και θα παραμείνει αναπόσπαστο και θεμελιώδες μέρος του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
Β. Δεύτερον, τα ίδια συμπεράσματα απευθύνονται, στηριζόμενα στο με το αμάχητο τεκμήριο της συμφωνίας τους με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο στο σύνολό τους, προς κάθε κατεύθυνση. Πρωτίστως δε προς εκείνους οι οποίοι είτε επινοούν δήθεν «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, είτε διεκδικούν εδάφη που δεν τους ανήκουν είτε, τέλος, αμφισβητούν την πλήρη κυριαρχία της Ελλάδας επί των Δωδεκανήσων. Βεβαίως με έμφαση στο αυτονόητο δικαίωμα της Ελλάδας να τα θωρακίζει αμυντικά εναντίον κάθε επιβουλής, με όλα τα διαθέσιμα μέσα.
Το καθεστώς της τελικής παραχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα διέπεται από τις διατάξεις της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (Απρίλιος του 1947) μεταξύ των Συμμάχων, νικητών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και της Ιταλίας. Ιδιαίτερη σημασία, εντός αυτού του θεσμικού πλαισίου, έχουν οι διατάξεις του άρθρου 14 της ως άνω Συνθήκης, σύμφωνα με τις οποίες: «1. Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λιψόν, Σύμην, Κω και Καστελλόριζον ως και τας παρακειμένας νησίδας. 2. Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημέναι». Από τις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες με βάση το σύνολο, όπως ήδη τόνισα, του διεθνούς δικαίου -άρα και με βάση τις γενικές αρχές που διέπουν την ερμηνεία του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου- συνάγονται και τα ακόλουθα ως προς το σημερινό καθεστώς των Δωδεκανήσων.
Α. Η διατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων είναι τόσο σαφής, ώστε δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ως προς την ουσία και την έκταση της κυριαρχίας της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί των Δωδεκανήσων. Ειδικότερα:
1. Η κυριαρχία αυτή είναι «πλήρης», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ουδένα περιορισμό επιδέχεται κατά την άσκησή της. Το δε περιεχόμενο της «πλήρους» κυριαρχίας προσδιορίζεται, ως προς τα Δωδεκάνησα, με βάση τους κανόνες του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος περί κυριαρχίας καθώς και με βάση τις περί κυριαρχίας των κρατών-μελών διατάξεις ιδίως του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ), δοθέντος ότι η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οιαδήποτε λοιπόν αμφισβήτηση της ερμηνείας των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων συνιστά, αυτοθρόως, παραβίαση του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου.
2. Η κυριαρχία της Ελλάδας, με την ως άνω έννοια, εκτείνεται όχι μόνον εφ’ όλων των νήσων που αναφέρονται ρητώς στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων αλλά, κατά την κατηγορηματική διατύπωση της κατά τα ανωτέρω παραγράφου, και επί των «παρακειμένων νησίδων» στο σύνολό τους. Επειδή δε οι διατάξεις αυτές ουδεμία διάκριση κάνουν εν προκειμένω, η διατύπωσή τους καταλαμβάνει τις κάθε είδους «παρακείμενες νησίδες», ανεξαρτήτως μεγέθους τους ή άλλου χαρακτηριστικού τους (π.χ. κατοικημένες ή μη). Υπό το πρίσμα δε αυτό είναι προφανές πως και στην περιοχή των Δωδεκανήσων δεν είναι νοητές, από πλευράς διεθνούς δικαίου, «γκρίζες ζώνες» αναφορικά με την έκταση και το περιεχόμενο της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής κυριαρχίας στην ως άνω περιοχή.
Β. Ως προς την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων, την οποία προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου ισχύουν τα εξής:
1. Τα περί αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, πρέπει να ερμηνεύεται και υπό το φως της εκ μέρους της Ελλάδας άσκησης, έναντι της Τουρκίας, του δικαιώματος προληπτικής άμυνας («anticipatory self-defence»), ιδίως μετά το 1974 και κατ’ ακολουθία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της εντεύθεν ραγδαίας και απροκάλυπτης αύξησης της επιθετικότητας της Τουρκίας εις βάρος της Χώρας μας.
α) Το δικαίωμα προληπτικής άμυνας θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Χάρτη του ΟΗΕ, οι οποίες καθιερώνουν –και μάλιστα ως jus cogens- το φυσικό δικαίωμα της «ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας» κράτους-μέλους του ΟΗΕ. Παρά δε την διατύπωση των ως άνω διατάξεων που, prima faciae, φαίνεται να θέτουν ως προϋπόθεση της προληπτικής άμυνας την εκδηλωμένη ένοπλη επίθεση, η μεγάλη πλειοψηφία των διεθνολόγων αλλά και η ίδια η διεθνής πρακτική δέχονται ότι για την άσκηση του δικαιώματος προληπτικής άμυνας αρκεί και η επικείμενη απειλή, πολλώ μάλλον η απειλή χρήσης βίας, η οποία και συνιστά ευθεία παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του Χάρτη του ΟΗΕ. Έτσι π.χ. οι ΗΠΑ, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, προσέφυγαν στην άσκηση του δικαιώματος προληπτικής άμυνας –και μάλιστα χωρίς χρονικό περιορισμό, αφού η απειλή εμφανίζεται επικείμενη επ’ αόριστο- ως νόμιμης προληπτικής δράσης λόγω επικείμενης απειλής και, κατ’ ακολουθία, επικείμενης επίθεσης. Την άποψη αυτή υιοθέτησε πλήρως ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, δηλώνοντας –στις 21 Μαρτίου 2005- μεταξύ άλλων και ότι: «Επικείμενες απειλές καλύπτονται πλήρως από το άρθρο 51, το οποίο διασφαλίζει το φυσικό δικαίωμα των κυρίαρχων κρατών να αμυνθούν εναντίον ένοπλης επίθεσης».
β) Ενόψει των προεκτεθέντων, a fortiori η Ελλάδα νομιμοποιείται, όταν και εφόσον το κρίνει σκόπιμο για την άμυνά της, να κάνει χρήση και ως προς τα Δωδεκάνησα του κατά τις διατάξεις του άρθρου 51 του Χάρτη του ΟΗΕ δικαιώματος προληπτικής άμυνας έναντι της Τουρκίας, δίχως μάλιστα χρονικό περιορισμό. Και τούτο διότι, ιδίως μετά το 1974 κατά τ’ ανωτέρω, η απειλή χρήσης βίας εκ μέρους της Τουρκίας –άρα η συνακόλουθη επικείμενη απειλή, όπως προεκτέθηκε- είναι αφενός κάτι παραπάνω από προφανής, και δη με επανειλημμένες και διαφόρων μορφών προκλήσεις και, αφετέρου, διαρκής όπως καταδεικνύει ακόμη και η σημερινή τουρκική συμπεριφορά στο Αιγαίο. Πρόσθετη απόδειξη συνιστά και το γεγονός του, εντελώς αντίθετου με κάθε έννοια του διεθνούς δικαίου, «casus belli» της Τουρκίας ως προς την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας.
2. Πέραν όμως της ως άνω επιχειρηματολογίας η Τουρκία δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, δικαίωμα να επικαλείται την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947. Και τούτο διότι:
α) Οι διατάξεις των άρθρων 34, 35 και 36 της προαναφερόμενης Συνθήκης της Βιέννης περί του Δικαίου των Διεθνών Συνθηκών (1969) ορίζουν, μεταξύ άλλων, και ότι:
α1) Κάθε συνθήκη ισχύει –επέκεινα δε δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις- μόνον μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Έναντι, λοιπόν, τρίτων κρατών η συνθήκη συνιστά «res inter alios acta».
α2) Εξ αυτού του λόγου μια συνθήκη δημιουργεί υποχρέωση για τρίτο κράτος μόνο υπό την διπλή προϋπόθεση ότι από τη μια πλευρά αυτή είναι η πρόθεση των συμβαλλόμενων μερών και, από την άλλη πλευρά, το τρίτο κράτος έχει αποδεχθεί την υποχρέωση ρητώς και εγγράφως.
α3) Κατά λογική νομική ακολουθία, μια συνθήκη δημιουργεί δικαίωμα για τρίτο κράτος μόνον υπό την, επίσης διπλή, προϋπόθεση ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιδιώκουν δια της συνθήκης εκχώρηση δικαιώματος στο τρίτο κράτος και, από την άλλη πλευρά, το τελευταίο συγκατατίθεται προς τούτο.
β) Η Τουρκία δεν είναι, υφ’ οιανδήποτε νομικώς παραδεκτή έννοια, συμβαλλόμενο μέρος στην Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947. Άρα η συνθήκη αυτή, ως προς την οποία η Τουρκία είναι τρίτο κράτος, δεν δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις υπέρ η εις βάρος της αντιστοίχως. Επιπλέον:
β1) Ουδεμία διάταξη της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων -όπως άλλωστε αποδεικνύει η ως τώρα εφαρμογή της- τεκμηριώνει, έστω και καθ’ υποφοράν, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιδίωξαν δι’ αυτής να εκχωρήσουν οιοδήποτε δικαίωμα στην Τουρκία, πολλώ δε μάλλον δικαίωμα σχετικό με την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων. Πραγματικά, όπως ανενδοιάστως προκύπτει από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες είχε συναφθεί η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων το 1947, η αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων αποφασίσθηκε ύστερα από πρόταση της τότε Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου αυτή να δεχθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα, λόγω των τότε επιφυλάξεων της σοβιετικής πλευράς αναφορικά με την χρησιμοποίησή τους για στρατιωτικούς λόγους από χώρα του δυτικού μπλοκ, όπως η Ελλάδα. Ουδεμία δηλαδή σχέση είχε η πρόβλεψη της αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων με την Τουρκία και την ασφάλειά της. Επιπλέον, ουδείς μπορεί να ισχυρισθεί, ακόμη και με εντελώς υποτυπώδη επιχειρήματα, ότι τα Δωδεκάνησα συνιστούν, έστω και καθ’ υποφοράν, απειλή για την Τουρκία των 79 και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων και των απέναντι των Δωδεκανήσων ακτών της.
β2) Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το ότι ουδέποτε ζητήθηκε συγκατάθεση της Τουρκίας για εκχώρηση τέτοιου δικαιώματος και ουδέποτε, κατά συνέπεια, υπήρξε εκ μέρους της τέτοια συγκατάθεση. Την ακρίβεια του επιχειρήματος αυτού τεκμηριώνει, και δη αμαχήτως, η ίδια η συμπεριφορά της Τουρκίας. Πραγματικά, π.χ. το 1975 η Τουρκία είχε απευθυνθεί –βλ. το τουρκικό Aide Memoire της 3ης Απριλίου 1975- στα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων καταγγέλλοντας δήθεν παραβιάσεις της, εκ μέρους της Ελλάδας, στην ευρύτερη περιοχή των Δωδεκανήσων. Η καταγγελία της αυτή κατέληγε με το εξής: «Εναπόκειται στις κυβερνήσεις των συμβαλλομένων χωρών… να απαιτήσουν από την Ελληνική Κυβέρνηση να συμμορφωθεί στο πνεύμα και στο γράμμα» της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων. Και μόνο από την διατύπωση αυτή προκύπτει αβιάστως πως ούτε η ίδια η Τουρκία ισχυρίσθηκε ότι αντλεί δικαίωμα προερχόμενο εκ της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων ως προς το καθεστώς των Δωδεκανήσων. Η δε «εκκωφαντική» σιωπή των συμβαλλόμενων μερών της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων σ’ αυτή την «καταγγελία» της Τουρκίας βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές.
Κύριε Δήμαρχε,
Με τις σκέψεις αυτές, και αφού σας ευχαριστήσω εκ νέου για την μεγάλη τιμή που μου επιδαψιλεύετε ανακηρύσσοντάς με Επίτιμο Δημότη σας, επιτρέψατέ μου να καταλήξω παρέχοντάς σας την ακόλουθη διαβεβαίωση: Καθ’ όλη την διάρκεια της θητείας μου, και όχι μόνο, θα πράξω ό,τι μου αναλογεί προκειμένου να υπερασπισθώ αφενός την μακραίωνη Ιστορία της μαγευτικής Ρόδου και τα διδάγματα που αυτή μας κληροδοτεί. Και, αφετέρου και σύμφωνα με όσα εξέθεσα, τα σύνορα, την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της Χώρας μας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν γένει».