Η βιομηχανία φύλαξης των βλαστοκυττάρων σε ιδιωτικές τράπεζες έχουν μετατραπεί σε ένα σκοτεινό παρακλάδι της οικονομίας, με ευθύνες του υπουργείου Υγείας, όπως αποκαλύπτει το «Πρώτο Θέμα». Το πόρισμα Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ) που φέρνει στη δημοσιότητα η εφημερίδα, σε συνδυασμό με καταγγελίες χιλιάδων γονιών που έπεσαν θύματα εξαπάτησης αποκαλύπτει ένα σοβαρό κίνδυνο που απειλεί ένα τόσο ευαίσθητο θέμα.
Ο έλεγχος των επιθεωρητών και η παράδοση της έκθεσής τους προσφάτως στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας ξεκίνησε με αφορμή το τον περασμένο Ιούνιο στην τράπεζα φύλαξης κυττάρων ομφαλοπλακουντιακού αίματος Stem Health Hellas, η οποία ήταν συνδεδεμένη με μεγάλο όμιλο στη χώρα μας. Δεκάδες χιλιάδες γονείς ενημερώθηκαν τότε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι τα βλαστοκύτταρα που είχαν παραδώσει αντί σημαντικού τιμήματος για φύλαξη στην ιδιωτική τράπεζα κινδύνευαν να καταστραφούν, καθώς η οικονομική της κατάσταση δεν επέτρεπε τη συνέχιση της λειτουργίας της. Ο κίνδυνος κατατρύχει χιλιάδες που έχουν εναποθέσει τα βλαστοκύτταρα -και τις ελπίδες τους- στις ιδιωτικές τράπεζες της χώρας, καθώς όλες είναι χωρίς άδεια λειτουργίας και πιστοποίηση από το υπουργείο Υγείας και άρα είναι άδηλες οι συνθήκες φύλαξης του πολύτιμου βιολογικού υλικού!
Ο Συνήγορος του Καταναλωτή Λευτέρης Ζαγορίτης, μάλιστα, κατέθεσε την περασμένη εβδομάδα μηνυτήρια αναφορά στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών για τη διερεύνηση τέλεσης αξιόποινων πράξεων και για τον καταλογισμό ποινικών ευθυνών κατά των υπεύθυνων μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες φύλαξης βλαστοκυττάρων, της Stem Health Hellas, καθώς και κατά παντός άλλου υπεύθυνου. Επιπλέον, πλήθος καταγγελιών γονέων κατά της επίμαχης τράπεζας που έγιναν στον Συνήγορο του Καταναλωτή κοινοποιήθηκαν στο ΣΕΥΥΠ.
Το πόρισμα «καίει»
«Η Ελλάδα στερήθηκε νομοθετικού πλαισίου για χρόνια ως προς τη ρύθμιση της λειτουργίας των τραπεζών βλαστικών κυττάρων ομφαλοπλακουντιακού αίματος, γεγονός που δεν διασφάλισε την τήρηση των διεθνώς αποδεκτών κανόνων λειτουργίας τους. Το αποτέλεσμα ήταν η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη του δικτύου εταιριών με αντικείμενο τη διαχείριση βιολογικού υλικού», διαπιστώνεται στο πόρισμα του ΣΕΥΥΠ. Από το 2005, όταν άρχισαν να λειτουργούν τράπεζες βλαστοκυττάρων στην Ελλάδα, τις άδειες έδινε το υπουργείο Εμπορίου. Το 2008 η χώρα ενσωμάτωσε τις από το 2004 ευρωπαϊκές οδηγίες στη νομοθεσία της (ΠΔ26/2008 και νόμος 3984/2011), ωστόσο στην πράξη όλα παρέμειναν κενό γράμμα αναφορικά με τον έλεγχο, τα πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας, τη φύλαξη, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή του βιολογικού υλικού των βλαστοκυττάρων.
Η πραγματικότητα που διαμορφώθηκε ήταν αμιγώς εμπορική, με όρους τους οποίους επιβάλλουν η ελεύθερη αγορά και το ζητούμενο του κέρδους - αποτυπώθηκε στις περίπου 20 ιδιωτικές τράπεζες φύλαξης βλαστοκυττάρων που λειτούργησαν την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας, με τιμές φύλαξης που κυμαίνονταν από 1.800 έως 3.000 ευρώ. Παράλληλα ιδρύθηκαν και λειτουργούν τρεις δημόσιες τράπεζες βλαστοκυττάρων με δωρεάν φύλαξη και χρήση από όποιον χρειαστεί το βιολογικό υλικό. Σήμερα εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 10 ιδιωτικές, δηλαδή οι μισές από όσες δραστηριοποιούνταν την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, όπως προέκυψε από τον έλεγχο του ΣΕΥΥΠ, η συλλογή και επεξεργασία του βιολογικού υλικού διαφοροποιούνταν σημαντικά από τράπεζα σε τράπεζα, χωρίς να υπάρχουν κοινά στάνταρ επιστημονικά.
Η υπουργική απόφαση που έθεσε τις ειδικότερες ρυθμίσεις λειτουργίας των τραπεζών εκδόθηκε τον περασμένο Μάρτιο. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι και τον Ιούλιο, όταν συντάχθηκε το πόρισμα του ΣΕΥΥΠ, καμία ιδιωτική τράπεζα ιστών και κυττάρων ή ομφαλοπλακουντιακού αίματος δεν αιτήθηκε άδεια λειτουργίας από το υπουργείο Υγείας, σύμφωνα με τη διαδικασία που δρομολόγησε η υπουργική απόφαση. «Σημαντική ευθύνη για την καθυστέρηση φέρουν ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ) και το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ)» διαπιστώνουν οι επιθεωρητές, χαρακτηρίζοντας μάλιστα την ολιγωρία των αρμοδίων αρχών ως προς τον έλεγχο των τραπεζών «αξιοσημείωτη». Καταπέλτης είναι το πόρισμα για τον ΕΟΜ, καταλογίζοντας στον Οργανισμό ότι «δεν φαίνεται να ανταποκρίθηκε στον θεσμικό και ιστορικό του ρόλο, εφόσον δεν έχει τοποθετηθεί σε ζητήματα επί ισχυρισμών για τη χρησιμότητα της δημόσιας ή ιδιωτικής φύλαξης των βλαστοκυττάρων αλλά και των μεσεγχυματικών κυττάρων του ομφάλιου λώρου». Καλείται δε ο ΕΟΜ να διατυπώσει και να κοινοποιήσει επισήμως τη γνώμη για τη φύλαξή τους.
H περίπτωση της Stem Health Hellas
Με το νομοθετικό πλαίσιο για τις τράπεζες φύλαξης βιολογικού υλικού να υπάρχει μόνο στα χαρτιά, η Stem Health Hellas ακολούθησε την εύκολη, όπως αποδεικνύεται, ίσως, οδό, η οποία φέρεται, σύμφωνα με το πόρισμα να απέχει μακράν από νομικά, επιστημονικά και ηθικά όρια: «Η εταιρεία δεν έχει καταθέσει φάκελο δικαιολογητικών στη Διεύθυνση Ανάπτυξης Μονάδων Υγείας του υπουργείου Υγείας προκειμένου να λάβει την κατά το νόμο προβλεπόμενη άδεια λειτουργίας και συνεπώς δεν έχει κατατεθεί, μεταξύ άλλων, η εγγυητική επιστολή ύψους 100.000 ευρώ προκειμένου να εξασφαλιστούν σε περίπτωση παύσης λειτουργίας οι οικονομικές απαιτήσεις της μεταφοράς και της συντήρησης του κρυοσυντηρημένου υλικού σε άλλη τράπεζα. Από την ίδρυσή της η εταιρεία λειτούργησε ως εμπορική ανώνυμη εταιρεία, δίχως άδεια και επομένως δίχως έλεγχο και εποπτεία καμιάς δημόσιας υγειονομικής ή άλλης αρχής, μολονότι διαχειριζόταν βιολογικό υλικό», αναφέρεται στο πόρισμα του ΣΕΥΥΠ.
Σε περίπτωση παύσης των δραστηριοτήτων της τράπεζας ο νόμος προέβλεπε ότι οι ιστοί και τα κύτταρα που έχει αποθηκεύσει μεταφέρονται με τη συναίνεση και σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής σε άλλη αδειοδοτημένη τράπεζα.
Στην περίπτωση της Stem Health Hellas οι δεκάδες χιλιάδες πελάτες-γονείς ενημερώθηκαν τον περασμένο Ιούλιο ότι θα ενεργοποιηθεί σύμβαση διασύνδεσης με άλλη μεγάλη τράπεζα που θα αναλάμβανε τη φύλαξη των βλαστοκυττάρων, ωστόσο δεν πληροφορήθηκαν μια μικρή λεπτομέρεια: ότι η συμφωνία θα είχε ισχύ εφόσον οι συμβαλλόμενες εταιρείες είχαν άδεια λειτουργίας, όρος που δεν πληρούται...
Ευθύνες βαραίνουν, κατά τους επιθεωρητές, και τα υψηλόβαθμα διοικητικά όργανα της εταιρείας «που δεν μερίμνησαν για την εύρυθμη και σύννομη λειτουργία της».
Αναφέρεται ενδεικτικά: η εταιρεία δεν εναρμονίστηκε με τις συστάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τη σύσταση και διαχείριση αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Λάμβανε δείγματα για δωρεά μολονότι δεν είχε τη σχετική διαπίστευση για να το κάνει. Παρέδιδε επεξεργασμένα αποθηκευμένα δείγματα βλαστοκυττάρων σε ιδιωτική κλινική για τις ανάγκες μεταμόσχευσης αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων σε παιδιά με αυτισμό παρανόμως, καθώς ο νόμος το επιτρέπει μόνο σε ειδικές μονάδες νοσηλευτηρίων κοινωφελούς χαρακτήρα που επιπλέον έχουν λάβει την ειδική άδεια. Αλλά και οι εμπορικές τακτικές της εταιρείας -αν υποτεθεί ότι αποτελούν εμπορεύσιμο προϊόν το αίμα ή οι ιστοί- κρίνεται από τους ειδικούς του ΣΕΥΥΠ ότι εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου περί αθέμιτων και παραπλανητικών τακτικών. Οπως διαπιστώνουν οι επιθεωρητές, η εταιρεία βασίστηκε σε συμφωνίες για την επέκταση του κύκλου εργασιών της με τα μαιευτήρια του ομίλου τα έτη 2008-2009 ώστε να λαμβάνουν αποζημίωση από τους γονείς για τη συλλογή κατά τον τοκετό ομφαλοπλακουντιακού αίματος, καθώς και με τους γιατρούς στους οποίους απέδιδε οικονομικό αντάλλαγμα, «κατακερματίζοντας τη συνολική και αδιαίρετη πράξη του τοκετού και παρεμβαίνοντας μονοσήμαντα στην επιλογή των γονέων, καθόσον η σχετική ενημέρωση από τους γιατρούς δεν δύναται να είναι ανεπηρέαστη και αντικειμενική όταν βασίζεται σε οικονομικό κίνητρο».
Σοκαριστικά είναι τα στοιχεία και τα ευρήματα που παραθέτουν οι επιθεωρητές από την ολοκλήρωση δύο επιτόπιων ελέγχων τον περασμένο Ιούνιο και Ιούλιο στις 13 δεξαμενές της Stem Health Hellas, εκεί όπου έχουν εναποτεθεί τα βλαστοκύτταρα και οι προσδοκίες των γονέων για την εξασφάλιση της υγείας των παιδιών τους. «Οι συναγερμοί όλων των δεξαμενών ηχούσαν υποδηλώνοντας την ύπαρξη κάποιας δυσλειτουργίας ή την προειδοποίηση για επικείμενη δυσλειτουργία. Η μία εκ των δεξαμενών παρουσίαζε αποκόλληση του σωλήνα τροφοδοσίας με άζωτο, με ταυτόχρονη διαφυγή στον χώρο και η πλήρωσή της γινόταν χειροκίνητα, με αποτέλεσμα τα επιφανειακά δείγματα να κινδυνεύουν να κρυσταλλοποιηθούν.
Επιπλέον, παρατηρήθηκε άναρχη καταχώρηση των δειγμάτων με συνέπεια να δυσχεραίνεται η ιχνηλασιμότητά τους. Από τις ενδείξεις επί των δεξαμενών γινόταν σαφές ότι η βαθμονόμησή τους δεν είχε διενεργηθεί από το 2013 και μετά. Δεν λειτουργούσαν οι αισθητήρες των δεξαμενών. Υπήρχε βλάβη του κλιματισμού στον χώρο των ψυγείων που επέτεινε τον κίνδυνο βλάβης των μηχανημάτων και του συντηρημένου υλικού. Το ηλεκτρονικό αρχείο των κατόχων του βιολογικού υλικού δεν ήταν στην κατοχή της εταιρίας».