«Η πλούσια παρακαταθήκη των Ελλήνων της Καππαδοκίας είναι και θα παραμείνει ζωντανή. Αυτή η παρακαταθήκη για εμάς που προερχόμαστε από τη Θεσσαλονίκη, μας είναι ιδιαίτερα γνωστή, γιατί διατηρήθηκε χάρη στις άοκνες προσπάθειες των Καππαδοκών, μεγάλος αριθμός εκ των οποίων βρήκε νέα εστία στη Βόρεια Ελλάδα».
Αυτό τόνισε ο υφυπουργός στον χαιρετισμό που απηύθυνε κηρύσσοντας, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, την έναρξη του Β΄ διεθνούς επιστημονικού συμποσίου, με αντικείμενο την ιστορική, γλωσσολογική και πολιτιστική παράδοση της Καππαδοκίας, ως ελάχιστο δείγμα αναγνώρισης της μακραίωνης συμβολής των Ελλήνων της Καππαδοκίας στον Οικουμενικό Ελληνισμό και Πολιτισμό.
Ο κ. Αμανατίδης κάνοντας μία ιστορική αναδρομή στη σημαντική αυτή πτυχή του ελληνισμού, μίλησε για τον πλούτο που συνθέτει ένα μοναδικό μωσαϊκό και αναδεικνύει την σε «γη Πολιτισμού», που τα τεκμήριά της το 1985 ανακηρύχτηκαν Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Λόγος για τον οποίο η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού του υπουργείου Εξωτερικών, όπως εξήγησε ο υφυπουργός έθεσε υπό την αιγίδα της το συνέδριο, «όχι μόνο ως μια κίνηση συμβολική, αλλά και ως ένδειξη σεβασμού προς αυτή τη μακραίωνη κληρονομιά», είπε ο υφυπουργός Εξωτερικών, υπογραμμίζοντας ότι στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του στην άσκηση μορφωτικής και πολιτιστικής διπλωματίας οι πόρτες του υπουργείου είναι ανοιχτές «σε κάθε πρωτοβουλία περαιτέρω ανάδειξης και ενίσχυσης του πολιτιστικού μας κεφαλαίου, που προβάλλει τη χώρα μας αλλά και συμβάλλει στην ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των λαών».
ελληνικής και χριστιανικής ταυτότητας
Πρότυπο εξάλλου, κατέληξε ο κ. Αμανατίδης, αποτελεί μέχρι σήμερα «η προσήλωση που επέδειξε η καππαδοκική ρωμιοσύνη για τη διατήρηση της η οποία υπήρξε αξιοζήλευτη, όμοια με τους ακρίτες προγόνους της, που φύλαγαν ακούραστα τα σύνορα», σημείωσε ο υφυπουργός, συγχαίροντας την Πανελλήνια Ένωση Καππαδοκικών Σωματείων για τη διοργάνωση του συνεδρίου.