Ο κύκλος των κινητών εορτών του Πάσχα, που αρχίζει από τις απόκριες και φτάνει ως την Δευτέρα του αγίου Πνεύματος, μετά την Πεντηκοστή, αποτελεί τον σπουδαιότερο, κατά τη λαϊκή θρησκευτική και λατρευτική αντίληψη, κύκλο του ετήσιου εορτολογικού κύκλου. Καθώς μάλιστα εντάσσεται χρονικά στην άνοιξη, χαρακτηρίζεται για μια σειρά συμφυρμών προς αρχέγονες λατρευτικές δοξασίες και τελετουργικές πρακτικές, οι οποίες έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο της ελληνορθόδοξης λαϊκής λατρείας και παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς του ελληνικού λαού, και δίνουν στις γιορτές αυτές τον ιδιαίτερο εθιμικό τόνο τους.
Από την πλευρά του ετήσιου λαϊκού εορτολογικού κύκλου, η άνοιξη αποτελεί μια οριακή και μεταβατική περίοδο. Το πέρασμα από την αφορία του χειμώνα στην ανοιξιάτικη βλάστηση, σημαδεύεται από μια σειρά πανάρχαιων εθίμων, που κατά κανόνα ανήκουν στον κύκλο της σποράς και της βλάστησης, ορισμένα από τα οποία έχουν ενταχθεί και στο λαϊκό εορτολόγιο των ορθοδόξων λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρά την μεγάλη αντίθεση της Εκκλησίας. Στα ανοιξιάτικα έθιμα κυριαρχούν οι εθιμικές χαρές της αποκριάς, αλλά και οι πένθιμες ώρες που αφιερώνονται στους νεκρούς και στις ψυχές τους, όπως συμβαίνει λ.χ. με τα Ψυχοσάββατα. Είναι άλλωστε πανάρχαια η εντύπωση ότι το χθόνιο είναι ταυτοχρόνως και γονιμικό, ότι δηλαδή ό,τι σχετίζεται με τους νεκρούς και τις ψυχές του έχει άμεση σχέση με την άνθιση, την ευφορία και την καρποφορία της γης, σύμφωνα με την εξομοίωση του σπόρου που πέφτει στη γη και κατόπιν καρπίζει με το νεκρό, ο οποίος θάβεται στο χώμα για να αναστηθεί.
Στον κύκλο αυτών των αντιλήψεων έχουν την ρίζα τους και οι θρησκευτικές ιδέες που σχετίζονται με τον νέο θνήσκοντα και αναστημένο θεό, οι οποίες υπάρχουν σε πολλούς λαούς της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, εκεί δηλαδή όπου πρωτοδημιουργήθηκε και άνθισε ο ανθρώπινος πολιτισμός. Σύμφωνα μάλιστα με μια άποψη, οι ιδέες αυτές, που καθορίζουν τον εθιμικό χαρακτήρα της άνοιξης, δημιουργήθηκαν ήδη κατά την πρώϊμη νεολιθική περίοδο, τότε που ο άνθρωπος εγκαταστάθηκε μόνιμα σε έναν τόπο και από τροφοσυλλέκτης έγινε τροφοπαραγωγός, καθώς απαντούν μεταφυσικά στις αναζητήσεις και τις αγωνίες μιας κατά βάση αγροτοκτηνοτροφικής ανθρώπινης κοινωνίας.
Μια σειρά από διαβατήρια έθιμα και μεταβατικές τελετουργίες χαρακτηρίζουν τους ανοιξιάτικους εορτολογικούς σταθμούς, οι οποίοι κατά κανόνα περιστρέφονται γύρω από τον κινητό κύκλο των εορτών του Πάσχα, ο οποίος αρχίζει με την Αποκριά και τελειώνει με την Πεντηκοστή και την Κυριακή των Αγίων Πάντων. Οι Αποκριές με το εθιμικό τους ξέσπασμα, τον ανάποδο κόσμο τους και την εθιμική αθυροστομία τους – η οποία αρχικά είχε γονιμικό χαρακτήρα, μετά απέκτησε μυητική λειτουργικότητα και κατέληξε να γίνει πάνδημο πείραγμα – αλλά και η Σαρακοστή με τον ιερό χαρακτήρα της και την αποχή από τροφές και διασκεδάσεις, προετοιμάζουν τον πιστό για την χαρά και την ευωχία του Πάσχα.
Ιδιαίτερη εαρινή γονιμική σημασία αποκτά, στο πλαίσιο αυτό, ο Λάζαρος, την ανάσταση του οποίου τιμά η Εκκλησία το τελευταίο Σάββατο της Σαρακοστής, πριν την Κυριακή των Βαΐων, αλλά και ο λαός με μια σειρά φυτομορφικών μεταμφιέσεων, μιμικών αναπαραστάσεων ανάστασης και ευετηρικών γυναικείων αγερμών. Τα λαϊκά αυτά δρώμενα φανερώνουν την άμεση σύνδεση του λαϊκού εορτολογίου της άνοιξης με την γονιμότητα της φύσης και την οργιαστική βλάστηση της εποχής. Την άμεση σχέση των εορτών αυτών με την φύση και τον κύκλο της φανερώνουν οι εθιμικές λιτανείες της Διακαινησίμου Εβδομάδος, που κυκλώνουν και καθαγιάζουν τον ζωτικό οικονομικό χώρο εκμετάλλευσης κάθε παραδοσιακής κοινότητας, ως τελετές ανακαίνισης της ιερότητας της φύσης και της τελετουργικής σχέσης του ανθρώπου με αυτήν, έννοιες που έχουν χαθεί υπό το βάρος της τεχνολογικής ανάπτυξης και λόγω της ανθρώπινης αλαζονείας που αυτή προκαλεί και υποστηρίζει. Την ίδια μάλιστα σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τη πρωταρχική μάνα γη ανανεώνουν τελετουργικά παραδοσιακά ανοιξιάτικα παιχνίδια, όπως η πασχαλινή κούνια, με τις ποικίλες κοινωνικές συνδηλώσεις της, αλλά και τα αθλητικά αγωνίσματα των παραδοσιακών κοινωνιών.
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι ανοιξιάτικοι εθιμικοί άνθινοι στολισμοί, είτε είναι στα πλαίσια της εκκλησιαστικής λατρείας (στόλισμα επιταφίου και εικόνων με λουλούδια, βάγια και δάφνες της Κυριακής των Βαΐων, λεμονόφυλλα ή νερατζόφυλλα της πρωινής λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου κ.λπ.), είτε εκφράζουν μια φυσική ιερότητα, όπως τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς. Με τους ανοιξιάτικους αυτούς στολισμούς, ο άνθρωπος επιδιώκει να πάρει τελετουργικά την δύναμη και την θαλερότητα της φύσης, σε μια εποχή που αυτή είναι κατεξοχήν ορατή και αντιληπτή, για την πορεία του μέσα στο χρόνο, ως και την άνοιξη του επόμενου έτους.
Ακόμη και στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, με τις εθιμικά καθιερωμένες ανοιξιάτικες εξόδους των αστών προς την ύπαιθρο, επιδιώκεται η τελετουργική μεταφορά της δύναμης της φύσης στον δομημένο χώρο, στο ανθρωπογενές περιβάλλον της φύσης, ως μια ανάμνηση της παλαιότερης αγροτοκτηνοτροφικής καταγωγής των αστικών πληθυσμών μας. Παρόμοια γονιμική σημασία λαμβάνει και η τελετουργική έναρξη των θαλάσσιων λουτρών, με το εθιμικό πιάσιμο μιας πέτρας με μούσκλια (της μαλιαρής πέτρας), κατά την εορτή της Ανάληψης, αλλά και ο πάνδημος εορτασμός του προστάτη των ποιμένων αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου ή την Δευτέρα του Πάσχα), οπότε και ευλογούνται τα βασικά είδη της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής μας, το γάλα και τα ποικίλα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Η βασική ιδέα που συνέχει τις λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες που σχετίζονται με τον κύκλο των κινητών εορτών του Πάσχα είναι εκείνη του θνήσκοντος και αναστημένου θεού. Μια ιδέα που αποτελεί την βάση της χριστιανικής θρησκείας, απαντά όμως και σε άλλους, προχριστιανικούς πολιτισμούς, και βεβαίως σχετίζεται με τον κύκλο της σποράς των δημητριακών, τον σπόρο που πέφτει στη γη (: πεθαίνει) το φθινόπωρο για να αναστηθεί (: βλαστήσει) την άνοιξη. Ήταν λοιπόν φυσικό οι σχετικές λαϊκές τελετουργίες, με τις ρίζες τους να χάνονται στα βάθη του χρόνου, να διατηρήσουν αν όχι στοιχεία αυτούσια, τουλάχιστον αναμνήσεις από τις αντίστοιχες λαϊκές τελετουργίες που συνόδευαν την λαϊκή εκδοχή της λατρείας προχριστιανικών θεοτήτων, στα πλαίσια του φαινομένου της «σπερματικής διδασκαλίας», όπως η Εκκλησία την δέχεται, δηλαδή της προετοιμασίας της ανθρωπότητας για την πραγμάτωση του σχεδίου της θείας οικονομίας, δια της ενσαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Η ανάσταση της φύσης, μετά τη νάρκη του χειμώνα, που από τον λαϊκό άνθρωπο ερμηνεύεται – με τους όρους της ανθρώπινης ζωής – ως θάνατος, αποτελούσε βασική για την αγροτοκτηνοτροφική κοινότητα καμπή, μια οριακή μετάβαση στον διαρκώς ανακυκλούμενο και κοινωνικά κατασκευασμένο χρόνο των παραδοσιακών κοινοτήτων, που γρήγορα περιχαρακώθηκε μαγικά με τελετουργίες. Οι τελετουργίες αυτές σκόπευαν βεβαίως στην αναβλάστηση και αναγέννηση της φύσης, στην ευκαρπία και την ευγονία, απαραίτητων όρων για την ατομική, οικογενειακή και κοινωνική επιβίωση, σε μια κοινότητα αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Στο πλαίσιο αυτό η τελετουργική επισήμανση όχι μόνο της αρχής και του τέλους, αλλά και του σημείου συνάντησης των δύο αυτών «ορίων», της ζώνης όπου συναντιώνταν και εκπήγαζε το ένα από το άλλο, υπήρξε σημαντικότατο συστατικό στοιχείο των ανοιξιάτικων αυτών τελετουργιών. Καθώς οι πένθιμες τελετουργίες δίνουν σταδιακά τη θέση τους στις ανάλογες αναστάσιμες, στα έθιμα και την παραδοσιακή θρησκευτική συμπεριφορά του λαού μας, θα πρέπει να τονίσουμε την ψυχολογική διάσταση και λειτουργικότητα των τελετουργιών, που αποτελούν και τον κύριο λόγο της ύπαρξής τους, στα πλαίσια της λαϊκής θρησκευτικότητας και της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς του λαού.
Η τελετουργία, ως σημείο επαφής ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα, ανάμεσα στον φυσικό και τον υπερφυσικό κόσμο, έχει από μόνη της μια παραμυθητική διάσταση, η οποία και την κάνει ιδιαιτέρως αγαπητή στο λαό. Αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, σημείο επαφής με το θείο και τόπο έδρασης της ελπίδας για συνέχιση της ζωής και μετά τον θάνατο, γι’ αυτό και επαναλαμβάνεται με προσήλωση από τις αγροτοκτηνοτροφικές, κατά κύριο λόγο αλλά όχι αποκλειστικά, κοινότητες.
Στα σχετικά με τα έθιμα του κύκλου των εορτών του Πάσχα, ο οποίος αρχίζει από τις απόκριες και φτάνει ως τη Δευτέρα του αγίου Πνεύματος, ολοφάνερος είναι, νομίζω, ο φυσιολατρικός και ταυτόχρονα βαθύτατα κατανυκτικός χαρακτήρας που έχει το «Πάσχα των Ελλήνων». Είναι άλλωστε ο χαρακτήρας αυτός, και πρωτίστως η σύνδεση με την αναγεννημένη ανοιξιάτικη φύση, που κάνει το Πάσχα την μεγαλύτερη, από την άποψη της λαϊκής θρησκευτικότητας, γιορτή των Ελλήνων, σε αντίθεση με τον μάλλον περισταλμένο χαρακτήρα του εορτασμού του στη Δύση.
Η γνήσια θρησκευτική συγκίνηση συνδέεται, στη λαϊκή λατρευτική συνείδηση και πρακτική, με την ανάμνηση των νεκρών προγόνων, και ταυτοχρόνως με τη χαρά του ανοιξιάτικου «ξυπνήματος» της φύσης και την προσδοκία μιας αίσιας παραγωγικής περιόδου, που θα ακολουθήσει. Γι’ αυτό και στα ελληνικά πασχαλινά έθιμα, όπως ευκρινέστατα έχει παρατηρήσει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η φύση κυριαρχεί, μια φύση σύμμαχος και συμπαραστάτης του παραδοσιακού ανθρώπου, που τη σέβεται ως δημιούργημα του Θεού δημιουργού και περιμένει από αυτή να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Σήμερα, που οι όροι και οι συνθήκες της ζωής έχουν ριζικά αλλάξει, το Πάσχα συνεχίζει να έχει για όλους μας την ίδια θρησκευτική, συναισθηματική και οικογενειακή αξία, καθώς κατά κανόνα συνδυάζεται με την πρόσκαιρη επιστροφή στους γενέθλιους τόπους καταγωγής μας. Εκεί, μέσα στη λαμπρή ελληνική φύση, αναδημιουργούμε τους δεσμούς με τον τόπο και τους ανθρώπους, και αναδομούμε το σύστημα των αντιστάσεών μας να μπορέσουμε να υπομείνουμε τους ρυθμούς που η σύγχρονη πραγματικότητα επιβάλλει.
Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που η Ελληνική Λαμπρή αποτελεί για όλους μας ξεχωριστό εορτολογικό ορόσημο, κορύφωση του ετήσιου εορτολογικού κύκλου και μαζί τρόπο συγκρότησης ταυτότητας. Στους δύσκολους και δυσχειμέριους καιρούς μας, το μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου και του εορτασμού της με τα μέσα, τους τρόπους και τις εκφράσεις της ελληνορθόδοξης παράδοσης αποτελεί το καλλίτερο πνευματικό όπλο για την αντιμετώπιση των πανίσχυρων αλλοτριωτικών τάσεων, που αποσκοπούν να μας μεταβάλλουν σε έναν άβουλο και παγκοσμιοποιημένο ανθρώπινο χυλό.
Από την άποψη αυτή, τα πασχαλινά μας έθιμα και το αναστάσιμο ήθος του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού μας δείχνουν τον τρόπο και το ήθος της ελληνορθόδοξης αντίστασης απέναντι σε όσα ήρθαν, σε όσα έρχονται και σε όσα θα έρθουν.