Εορτολόγιο-Βίοι Αγίων: Σήμερα 10 Απριλίου, η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, Όσιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω, Άγιος Γρηγόριος Ε' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Άγιοι Αφρικανός, Θεόδωρος, Μάξιμος, Πομπήιος, Τερέντιος και άλλοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες, Προφήτιδα Ολδά, Άγιοι Ιάκωβος ο Πρεσβύτερος και Αζάς ο Διάκονος, Άγιος Δήμος (ή Δημήτριος) ο αλιεύς, Άγιος Χρύσανθος ο Ξενοφωντινός ο Νεομάρτυρας, Άγιος Μιλτιάδης πάπας Ρώμης, Οσία Αναστασία ηγουμένη του Ούγκλιχ, Άγιοι Μάρτυρες οι εν Καμπτακούια της Γεωργίας μαρτυρήσαντες.
Γιορτάζουν οι : Μάξιμος, Μάξιμα, Αναξιμένης, Δημοσθένης, Διονύσιος, Ετεοκλής, Ζήνων, Ηρακλής, Ηρακλεία, Ηφαιστίων, Θεμιστοκλής, Επαμεινώνδας, Θεόφραστος, Θησέας, Ισοκράτης, Μιλτιάδης, Ξενοφών, Ξενοφωντία, Όμηρος, Παρμενίων, Πελοπίδας, Περικλής, Πίνδαρος, Πολύβιος, Προμηθεύς, Σοφοκλής, Σωκράτης, Σωκρατία, Τιμόθεος, Τιμοθέη, Φιλοποίμην, Φωκίων
Άγιος Γρηγόριος ο Ε'
Γεννήθηκε το 1745 ή 1746 στη Δημητσάνα από φτωχή οικογένεια και το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Γονείς του ήταν ο βοσκός Ιωάννης και η Ασημίνα Αγγελοπούλου. Μετά τις βασικές σπουδές στο χωριό του, το 1765 πήγε στην Αθήνα για δύο χρόνια, όπου μαθήτευσε παρά τον Δημήτριο Βόδα, ιεροκήρυκα από τα Ιωάννινα. Το 1767 μετέβη στη Σμύρνη, όπου ένας θείος του που υπηρετούσε νεωκόρος στο ναό του Αγίου Γεωργίου τον βοήθησε να σπουδάσει στο περιώνυμο Γυμνάσιο της πόλης για πέντε χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ο Γεώργιος Αγγελόπουλος είχε σχέση με τη Μονή Φιλοσόφου της Αρκαδίας, μέσω της οποίας ενισχύθηκε ο έμφυτος ασκητισμός του. Έτσι, αποσύρθηκε στις Στροφάδες και στην εκεί Μονή του Αγίου Διονυσίου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Γρηγόριος.
Στη συνέχεια ο Γρηγόριος, αφού σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στην Πατμιάδα Σχολή υπό τους Δανιήλ Κεραμέα και Βασίλειο Κουταληνό, επέστρεψε στη Σμύρνη κατόπιν πρόσκλησης του τότε Μητροπολίτη Προκόπιου, όπου και χειροτονήθηκε διάκονος και αρχιδιάκονος. Γρήγορα χειροτονήθηκε ιερέας και κατόπιν ανέλαβε πρωτοσύγκελος Σμύρνης, θέση που διατήρησε μέχρι το 1785. Κατά την περίοδο της Διακονίας και Αρχιδιακονίας του στη Σμύρνη, ο Γρηγόριος διατηρούσε αλληλογραφία με τον εκ Δημητσάνας επίσκοπο Μεθώνης Άνθιμο Καράκολο, γνωστό υποκινητή της περιοχής στην ανεπιτυχή επανάσταση των Ελλήνων στα Ορλωφικά. Από την αλληλογραφία εκείνη σώθηκε μια πολύτιμη ιστορικά επιστολή του με ημερομηνία 4 Αυγούστου 1778, όπου θλιμμένος από την ατυχή έκβαση εκείνης της εξέγερσης ενημερώνει τον Άνθιμο ότι 60.000 περίπου Έλληνες από την Πελοπόννησο, μετά τις εκτεταμένες καταστροφές που τους προξένησαν Αλβανοί, έχουν καταφύγει πρόσφυγες στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές, όπου έγιναν πρόθυμα δεκτοί από τους Αγάδες ως εργάτες, επιτρέποντάς τους να δημιουργήσουν οικισμούς, εκκλησίες κ.λπ. και χορηγώντας τους απαλλαγή φόρων για μια δεκαετία. Πολλοί δε εξ αυτών άρχισαν να αναπτύσσουν εμπόριο και μέσα στη Σμύρνη .
Το 1785 ο Προκόπιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, οπότε την 1η Ιουλίου ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε επίσκοπος και τον διαδέχθηκε ως Μητροπολίτης Σμύρνης[1]. Από αυτή τη θέση ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα, η οποία τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο κήρυγμα και την κοινωνική δράση, ασχολούμενος ιδίως με την παιδεία του ποιμνίου του.
Την 1η Μαΐου του 1797, μετά την παραίτηση του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Γερασίμου Γ΄ (1791-1797) λόγω γήρατος, διάδοχός του εξελέγη ομόφωνα ο από Σμύρνης Γρηγόριος, ο οποίος και ανέλαβε στις 9 Μαΐου 1797 ως Γρηγόριος Ε΄.
Η πατριαρχία του συνέπεσε με μια δύσκολη και καθόλου ανέφελη περίοδο. Τα κηρύγματα του Ρήγα Φεραίου άρχιζαν να καλλιεργούν επαναστατικές δράσεις. Παρά ταύτα ο Γρηγόριος, αντιμετωπίζοντας με φρόνηση την κατάσταση, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κοινωνική δράση προς ανόρθωση της Εκκλησίας και της χριστιανικής κοινωνίας, προχωρώντας και στον έλεγχο κάποιων επισκόπων. Εκτός από τα κηρύγματα του Θείου Λόγου, που επιδιδόταν ο ίδιος, μερίμνησε για την παιδεία, ίδρυσε σχολεία, καθώς και το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, από το οποίο και εξέδωσε πλείστα βιβλία. Ο Πατριάρχης τέθηκε επικεφαλής εκστρατείας εναντίον των διαφωτιστικών ιδεών αφορίζοντας πρόσωπα όπως ο Ρήγας Φεραίος, καταδικάζοντας τα νεωτερικά ρεύματα ιδεών και απειλώντας με αφορισμό όσους διάβαζαν ύποπτα βιβλία.Οι Τούρκοι όμως άρχισαν να ασκούν πάνω του ισχυρές πιέσεις.
Έτσι, στις 19 Δεκεμβρίου 1798 εκθρονίστηκε και εξορίστηκε αρχικά στη Χαλκηδόνα και μετά από μερικούς μήνες στη Δράμα και τη Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης. Κατέληξε στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, όπου και παρέμεινε επί μια επταετία. Στη δε θέση του, Πατριάρχης ανέλαβε ο προηγουμένως εκδιωχθείς Νεόφυτος Ζ΄. Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1806 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης επανεξέλεξε ομόφωνα Πατριάρχη τον Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος και επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη στις 18 Οκτωβρίου, γενόμενος δεκτός με λαϊκό ενθουσιασμό. Και αυτή όμως η πατριαρχία υπήρξε δυσχερέστατη.
Και κατά τη δεύτερη εξορία του στο Άγιο Όρος ο Γρηγόριος ο Ε΄ επιδόθηκε στις εκεί προσφιλείς του πνευματικές ασκήσεις και μελέτες επί εννέα χρόνια. Από το ερημητήριό του όμως δεν έπαψε να παρακολουθεί τα δρώμενα της Εκκλησίας και του Γένους. Περί τα μέσα του 1818 τον επισκέφθηκε ο Ιωάννης Φαρμάκης και του ανακοίνωσε τα σχετικά με τη Φιλική Εταιρεία. Στις 15 Δεκεμβρίου 1818, μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄ την προηγουμένη ημέρα, Πατριάρχης εξελέγη για τρίτη φορά ο Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Ιανουαρίου του 1819 και ανέλαβε καθήκοντα. Πρώτη ενέργειά του υπήρξε τότε η δημιουργία του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Κιβώτιον του Ελέους» για την οικονομική βοήθεια των πτωχών και την αποφυλάκιση κρατουμένων για χρέη.Στη διάρκεια της τρίτης του Πατριαρχίας ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, η οποία υπήρξε η κρισιμότερη περίοδος του Πατριαρχείου από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδήλωση της επανάστασης του Υψηλάντη στη Βλαχία, άρχισαν μαζικές διώξεις κατά των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, με σφαγές και φυλακίσεις.
Ο Σουλτάνος, υπό την πίεση ακραίων μουσουλμανικών διαδηλώσεων κατά των Ελλήνων, ζήτησε από τον Σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλίλ να εκδώσει διαταγή σχετικά με τη γενική σφαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Ο Χατζή Χαλίλ, ύστερα από διαβουλεύσεις με τον Γρηγόριο, ο οποίος του ξεκαθάρισε πως ο ίδιος και το Γένος ήταν αμέτοχοι στην επανάσταση, και βασιζόμενος σε ένα εδάφιο του Κορανίου, αρνήθηκε να εκδώσει τη φετφά τoυ Σουλτάνου, ο οποίος εξοργισμένος τον τιμώρησε με θάνατο και θεώρησε υπεύθυνο και τον Γρηγόριο Ε'.
Μετά τη λειτουργία του Πάσχα (10 Απριλίου 1821) ο Γρηγόριος συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος για τρεις ημέρες, εξευτελιζόμενος από τον όχλο.
Κατόπιν, μια ομάδα τριών Εβραίων αγόρασαν το πτώμα του, το περιέφεραν στους δρόμους και το έριξαν στον Κεράτιο κόλπο. Τα ονόματα των τριών αυτών Εβραίων ήταν Μουτάλ, Μπιταχί και Λεβύ. Ένας Κεφαλονίτης πλοίαρχος, ονόματι Νικόλαος Σκλάβος, βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου και ετάφη στον ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος. Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, παραμένει κλειστή και σφραγισμένη μέχρι και σήμερα, σε ένδειξη τιμής. Στο Πατριαρχείο εισέρχεται κανείς έκτοτε μόνο από τις πλάγιες πύλες.
Το 1871 τα οστά του Γρηγορίου μεταφέρθηκαν από την Οδησσό στην Αθήνα και εναποτέθηκαν σε μαρμάρινη λάρνακα που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη Μητρόπολη Αθηνών. Στην οπίσθια όψη της λάρνακας υπάρχει η επιγραφή:
Τον επόμενο χρόνο, το 1872, με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ, ο γλύπτης Γεράσιμος Φυτάλης φιλοτέχνησε ανδριάντα του, ο οποίος τοποθετήθηκε δεξιά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών.