Τρεις μήνες μετά την εκλογή του και λίγες εβδομάδες μετά την ανάληψη του αξιώματος του ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν και η κυβέρνησή του έχουν λιγοστές επαφές με την τουρκική κυβέρνηση.
Την περασμένη Τετάρτη, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν, ήταν ο πρώτος υψηλόβαθμος αξιωματούχος των ΗΠΑ που μίλησε με εκπρόσωπο της τουρκικής κυβέρνησης και συγκεκριμένα με τον Ιμπραήμ Καλίν, σύμβουλο εξωτερικής πολιτικής του Προέδρου Ερντογάν.
Οι αναλυτές έχουν προβλέψει ότι ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει να επαναφέρει τις σχέσεις με την Τουρκία σε ένα λειτουργικό επίπεδο όπου οι συζητήσεις θα γίνονται μέσω των θεσμικών οργάνων, έτσι ώστε στην συνέχεια να αναλάβουν δράση οι διπλωμάτες και άλλοι αξιωματούχοι. Αυτό είναι αντίθετο με όσο γινόντουσαν επί Τραμπ, όταν ο Ερντογάν ήταν μεταξύ των ηγετών που μιλούσε συχνότερα ο πρώην πρόεδρος.
Αυτός ο άμεσος διάλογος στο ανώτερο επίπεδο, έφερε μερικές δραστικές πολιτικές αποφάσεις του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών του να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία, που έπιασε εξ’ απήνης ακόμα και την δική του κυβέρνηση και προκάλεσε αναταράξεις στην Γερουσία.
Αλλά καθώς οι αξιωματούχοι του Μπάιντεν αναλαμβάνουν τα νέα καθήκοντά τους, Η Τουρκία απουσιάζει εμφανώς από τις χώρες με τις οποίες έχουν αρχίσει ήδη τις επαφές τους οι κορυφαίοι υπουργοί του νέου προέδρου.
Τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν όσο και ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν μίλησαν με συμμάχους των ΗΠΑ στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και την Ασία για να συζητήσουν τομείς αμοιβαίας ή συνεχιζόμενης συνεργασίας. Ούτε ο Μπλίνκεν ούτε ο Ώστιν έχουν μιλήσει ακόμη με τους τούρκους ομολόγους τους, όπως φυσικά δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής συνομιλία μεταξύ Μπάιντεν και Ερντογάν.
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί στην Γερουσία των ΗΠΑ συνεχίζεται η διαδικασία της έγκρισης του διορισμού αξιωματούχων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο. Ωστόσο, αυτό δεν εξηγεί εξ ολοκλήρου γιατί η Τουρκία αποκλείστηκε από τις πρώτες επαφές αξιωματούχων της αμερικανικής διοίκησης ή με τον ίδιο τον Μπάιντεν, ο οποίος μίλησε ακόμη και με τους αντιπάλους των ΗΠΑ όπως τον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο Δρ. Τσάρλι Στίβενσον, αναπληρωτής λέκτορας που διδάσκει αμερικανική εξωτερική πολιτική στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins στην Ουάσινγκτον, δήλωσε ότι οι δημοσιευμένες συνομιλίες ή η έλλειψή τους οφείλονται στα μηνύματα που θέλει να στείλει η νέα διοίκηση.
«Ειδικά τώρα με το νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, η κυβέρνηση θέλει να στείλει μηνύματα φιλίας και συνεργασίας», δήλωσε ο Στίβενσον, προσθέτοντας ότι: «Κατά συνέπεια, υπάρχει απροθυμία των ΗΠΑ να συνεργαστεί με χώρες με τις οποίες εκκρεμούν διαφωνίες, όπως η Τουρκία».
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με τον Στίβενσον, δεν έχει υπάρξει ακόμα επικοινωνία σε υψηλό επίπεδο με την Άγκυρα, είναι ότι ο Πρόεδρος Μπάιντεν και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου του δεν έχουν πάρει ακόμα τις τελικές αποφάσεις τους για την Τουρκία και επεξεργάζονται τους τρόπους που θα την αντιμετωπίσουν.
Η ομάδα του Μπάιντεν είναι γνωστό ότι βλέπει την Τουρκία ως ταραχοποιό συνεργάτη. Ο Μπλίνκεν ίσως να αποτύπωσε αυτή την αντίληψη όταν κατά την διαδικασία του διορισμού του χαρακτήρισε την Τουρκία ως «ο λεγόμενος στρατηγικός εταίρος» και αυτό φαίνεται ήδη να αντικατοπτρίζεται διακριτικά σε μερικές από τις πρώτες επίσημες δηλώσεις της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, στο κείμενο της ανακοίνωσης της τηλεφωνικής κλήσης μεταξύ του Σάλιβαν και του Μπιόρν Ζάιμπερτ, επικεφαλής του ιδιαιτέρου γραφείου της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναφέρεται ότι «οι δυο πλευτές συζήτησαν και για θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος όπως οι σχέσεις με την Κίνα και την Τουρκία».
Οι εντάσεις για την υποστήριξη των ΗΠΑ στους Κούρδους μαχητές της Συρίας, για την αγορά του ρωσικού S-400 από την Τουρκία και για τις διαφωνίες σχετικά με τα «πισωγυρίσματα» της τουρκικής δημοκρατίας είναι μόνο μερικά από τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν με την πάροδο των ετών μεταξύ της Άγκυρας και της Ουάσινγκτον, και για κανένα από αυτά δεν υπάρχει μια εύκολη λύση αποδεκτή και από και τις δύο πλευρές.
Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι η Τουρκία είναι χαμηλά στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Την περασμένη εβδομάδα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέφρασε την ανησυχία του για τη συμπεριφορά των τουρκικών αρχών εναντίον φοιτητών, ιδίως εκείνων από την κοινότητα των ΛΟΑΤΚΙ, που διαμαρτύρονται στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη. Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών απέρριψε τις καταγγελίες των ΗΠΑ ζητώντας να επικεντρωθούν στα εσωτερικά τους προβλήματα.
Μια άλλη σύντομη διαμάχη έγινε όταν ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι συμμετείχαν στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 εναντίον του Ερντογάν, ένας ισχυρισμός που απορρίφθηκε γρήγορα από το υπουργείο Εξωτερικών.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Σοϊλού κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι βρίσκονται πίσω από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, ωστόσο, η επανάληψη αυτών των ισχυρισμών φαίνεται τώρα να είναι πολύ διαφορετική από την εποχή του Τραμπ. Οι επιθέσεις του Σοϊλού εναντίον αξιωματούχων της εποχής Ομπάμα πλήττουν άμεσα την τρέχουσα κυβέρνηση Μπάιντεν, αφού πολλοί από αυτούς, όπως ο Μπλίνκεν, ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι και το 2016.
Οι δηλώσεις αυτές και η έλλειψη επαφών σε υψηλό επίπεδο σίγουρα δεν αρέσουν στην Άγκυρα, ενώ αν συνεχιστεί αυτή η συμπεριφορά σνομπαρίσματος από τις ΗΠΑ υπονομεύεται η προσπάθεια του Ερντογάν να δείξει ότι η Τουρκία βγαίνει από την διεθνή διπλωματική απομόνωση.
Ο Δρ Αϊκάν Ερντεμίρ, διευθυντής του Τουρκικού Προγράμματος στο Ίδρυμα για την Άμυνα της Δημοκρατίας (FDD) στην Ουάσινγκτον, πιστεύει ότι για αυτόν τον λόγο ο Ερντογάν «διψάει» για να κερδίσει έστω κάτι λίγο για να δείξει ότι η ρητορική του έχει αποτέλεσμα.
«Αυτές τις μέρες, η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν περιστρέφεται γύρω από το πώς θα «πουλήσει» στο εσωτερικό της χώρας του τις διάφορες κοινές φωτογραφίες και τηλεφωνικές επαφές που έχει με αρχηγούς κρατών για να δώσει την εντύπωση ότι η Άγκυρα δεν είναι τόσο απομονωμένη όσο αναφέρουν τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης», εξήγησε ο Ερντερμίρ και πρόσθεσε ότι: «Ο Ερντογάν, επομένως, επιθυμεί διακαώς να βρει μια αντίστοιχη ευκαιρία με τον Μπάιντεν, έτσι ώστε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να μπορέσουν να πουλήσουν το αφήγημα της αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας».
ΠΗΓΗ: AHVAL