Η πέμπτη εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ μέσα σε τέσσερα χρόνια, ενδεχομένως να φέρει τη σταθερότητα που προσδοκούσε η χώρα. Μετά από μια έντονη και πολωμένη προεκλογική εκστρατεία το δεξιό Λικούντ του πρώην πρωθυπουργού, Μπενιαμίν Νετανιάχου μαζί με τους συμμάχους του κυρίως ορθόδοξα και ακροδεξιά κόμματα, εξασφάλισε 64 από τις 120 έδρες στη νέα βουλή. Τρεις δηλαδή περισσότερες από τις 61 που χρειαζόταν για να μπορεί να έχει πλειοψηφία, κάτι που θα αποδειχθεί πολύτιμο στην περίπτωση που αρχίσουν οι γκρίνιες και κυρίως οι παραιτήσεις και οι αποχωρήσεις.
Για τον Μπενιαμίν Νετανιάχου το αποτέλεσμα της περασμένης Τρίτης αποτελεί ένα τεράστιο θρίαμβο. Ο γερόλυκος της ισραηλινής πολιτικής σκηνής παρά το γεγονός ότι είναι αντιμέτωπος με πάμπολες υποθέσεις στα δικαστήρια κατηγορούμενος για διαφθορά κατάφερε όχι μόνο να διασωθεί για άλλη μια φορά, αλλά και να αυξήσει τα εκλογικά ποσοστά του. «Πατώντας» γερά πάνω σε θέματα ασφάλειας και ισχύς ο 73χρονος πολιτικός έπεισε την πλειοψηφία των συμπατριωτών του, πως είναι ο μόνος που μπορεί να τους εγγυηθεί καλύτερες μέρες. «Ο λαός θέλει πυγμή, όχι αδυναμία», τόνισε λίγο μετά που έκλεισαν οι κάλπες, ενώ οι ψηφοφόροι του πανηγύριζαν την εκλογική του επιστροφή στην εξουσία φωνάζοντας «Μπίμπι, βασιλιά του Ισραήλ».
Στο πλευρό του Λικούντ, βρίσκονται θρησκευτικές, ακροδεξιές παρατάξεις, οι οποίες κατάφεραν να εξασφαλίσουν περισσότερες έδρες από εκείνες που είχαν συγκεντρώσει στις προηγούμενες εκλογές. Είναι γεγονός πως η επόμενη κυβέρνηση του Ισραήλ θα είναι μακράν η πιο θρησκευόμενη στην ιστορία της χώρας. Από τα τέσσερα κόμματα που αναμένεται να αποτελέσουν τον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό, τα τρία είναι θρησκευτικά. Η Ενωμένη Ιουδαϊκό Τορά και το Shas, είναι δύο υπερορθόδοξα κόμματα με σκληρές θέσεις, για παράδειγμα που απαγορεύουν στις γυναίκες να συμμετέχουν στις κοινοβουλευτικές τους θέσεις. Το τρίτο, ο Θρησκευτικός Σιωνισμός που βρίσκεται στη συντηρητική πλευρά του θρησκευτικού φάσματος, κλίνει προς την υπερορθοδοξία.
Μαζί, αυτά τα τρία κόμματα θα αντιπροσωπεύουν περισσότερες από τις μισές έδρες στη νέα κυβέρνηση. Αν σε αυτά προστεθούν και επτά βουλευτές από το ίδιο το Λικούντ που ανήκουν σε αυτό το φάσμα, τότε αποδεικνύεται πως 40 από τους 65 βουλευτές της νέας κυβέρνησης όταν θα συγκροτηθεί η Κνεσέτ θα είναι ορθόδοξοι Εβραίοι. Είναι ακριβώς για αυτό τον λόγο που η αιχμηρή εφημερίδα Haaretz έγραψε την επόμενη μέρα των εκλογών, πολλοί Ισραηλινοί αναρωτιούνται πλέον, αν η χώρα τους πρόκειται να μετατραπεί σε μια θεοκρατία. «Δεν βλέπω το Ισραήλ να γίνεται ένα πλήρες θρησκευτικό κράτος», επισήμανε ο Ραβίνος Ούρι Ρέγεφ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Hiddush, μιας οργάνωσης που προωθεί τη θρησκευτική ελευθερία στο Ισραήλ. «Αλλά θα το πλησιάσουμε πολύ πιο κοντά από ποτέ πριν», πρόσθεσε. Η Τάνι Φρανκ, διευθύντρια του Ιουδαϊσμού και του Κέντρου Πολιτικής στο Ινστιτούτο Shalom Hartman που εδρεύει στην Ιερουσαλήμ, είναι της ίδιας άποψης. «Σίγουρα θα δούμε τα θρησκευτικά κόμματα να πιέζουν και να σπρώχνουν το κράτος προς μια πιο θρησκευτική κατεύθυνση. «Αλλά δεν πρόκειται να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη, γιατί οι υπερορθόδοξοι Εβραίοι είναι αρκετά έξυπνοι και μεθοδικοί, ώστε να γνωρίζουν πως θα προκληθούν αντιδράσεις», εξήγησε.
Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως ουδέποτε υπήρξε διαχωρισμός θρησκείας και κράτους στη γειτονική μας χώρα. Τα ζητήματα γάμου και διαζυγίου, για παράδειγμα, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των θρησκευτικών αρχών. Με σπάνιες εξαιρέσεις, οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν λειτουργούν το Σάββατο και οι περισσότερες επιχειρήσεις λιανικής είναι κλειστές εκείνη την ημέρα. Πολλά ζητήματα της καθημερινότητας ρυθμίζονται με βάση θρησκευτικές διατάξεις. Με τη νέα κυβέρνηση, ο φόβος είναι πως αυτά τα ζητήματα θα αυξηθούν και πως οποιαδήποτε πρόοδος έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στην προώθηση της θρησκευτικής ελευθερίας και του πλουραλισμού, κινδυνεύει να χαθεί.
Συνέπειες, όμως θα υπάρχουν όχι μόνο στην εσωτερική διακυβέρνηση αλλά στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Η νέα κυβέρνηση της χώρας θα κρατεί πολύ πιο σκληρή ίσως και εθνικιστική γραμμή στα περισσότερα ζητήματα, όπως για παράδειγμα τις σχέσεις με το Ιράν και με τον αραβικό κόσμο γενικότερα, τις ΗΠΑ αλλά και την Τουρκία. Μεγάλο ενδιαφέρον θα έχει να δούμε πώς θα αντιδράσει ο Μπενιαμίν Νετανιάχου στα ανοίγματα που έκανε πρόσφατα η κυβέρνηση του Γιαΐρ Λαπίντ προς Τουρκία και Λίβανο και κυρίως σε ό,τι αφορά στη συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα με τη Βηρυτό. Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει δηλώσει προεκλογικά πως θα την ξηλώσει, ωστόσο εκφράζονται αμφιβολίες, αν τελικά θα τολμήσει να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση.
Εκεί πάντως που δεν αναμένεται καμία πρόοδος είναι στη διένεξη με τους Παλαιστινίους. Η επιστροφή του «Μπίμπι» στην ηγεσία της χώρας έρχεται σε μια περίοδο που παρατηρείται η πιο θανατηφόρα έξαρση βίας εδώ και χρόνια, ενώ το ενδεχόμενο για ειρηνική επίλυση της κόντρας μέσω της λύσης δύο κρατών βρίσκεται σε τέλμα. Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας επισημαίνουν ότι το υπερεθνικιστικό αίσθημα της συμμαχίας του Μπενιαμίν Νετανιάχου, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο ηγέτης του Θρησκευτικού Σιωνισμού, Ιταμάρ Μπεν Γκβίρ, ο οποίος στο παρελθόν έχει υποστηρίξει την απέλαση των Παλαιστινίων, εντείνει τους φόβους για κλιμάκωση των εντάσεων και θάβει τις πιθανότητες για εξεύρεση λύσης μεταξύ των δύο πλευρών.
Ασυλία για τις δίκες
Σκιές στον εκλογικό θρίαμβο που κατέγραψε ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ρίχνουν οι κατηγορίες με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος. Ο μακροβιότερος ηγέτης του Ισραήλ κατηγορείται για απάτη, παραβίαση εμπιστοσύνης και αποδοχή δωροδοκιών σε μια σειρά σκανδάλων που αφορούν πλούσιους συνεργάτες και μεγιστάνες των Μέσων Ενημέρωσης. Για αυτό το λόγο από τον περασμένο χρόνο βρίσκονται σε εξέλιξη δικαστικές διαδικασίες.
Ο «Μπίμπι» αρνείται τις κατηγορίες θεωρώντας τη δίκη του ως κυνήγι μαγισσών εναντίον του, που ενορχηστρώνεται από εχθρικά Μέσα Ενημέρωσης και ένα μεροληπτικό δικαστικό σύστημα. Η επάνοδός του στην εξουσία θα σηματοδοτήσει εξελίξεις και προς αυτή την κατεύθυνση. Σύμφωνα με αναλυτές είναι πολύ πιθανόν να επιδιώξει να εξασφαλίσει ασυλία για τον εαυτό του, με την υποστήριξη της ακροδεξιάς συμμαχίας του, που υπόσχεται να αναθεωρήσει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Έχοντας πάντως μια σχετικά ισχυρή πλειοψηφία στην Κνεσέτ, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου είναι σε θέση να μπορεί να αποδυναμώσει το δικαστικό σώμα και τους θεσμούς επιβολής του νόμου, ώστε να αποφύγει να βρεθεί ξανά ενώπιον του νόμου και το κυριότερο να καταδικαστεί.
Σε αναμμένα κάρβουνα η αραβική μειονότητα
Πρωταγωνίστρια των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, η άκρα δεξιά ετοιμάζεται να μετάσχει για πρώτη φορά στον κυβερνητικό συνασπισμό στο Ισραήλ με στόχο «να ενισχύσει την εβραϊκή ταυτότητα» της χώρας, προς μεγάλη ανησυχία της αραβικής μειονότητας. Πριν δύο χρόνια το ακροδεξιό κόμμα του Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ κατάφερε να συγκεντρώσει μόλις το 0,42% των ψήφων στις εκλογές. Ένα χρόνο αργότερα ο Μπενιαμίν Νετανιάχου άσκησε την επιρροή του προκειμένου ο Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ να ενώσει τις δυνάμεις του με έναν άλλο ακροδεξιό πολιτικό, τον Μπεζαλέλ Σμότριτς, με την ίδρυση του κόμματος «Θρησκευτικός Σιωνισμός». Το κόμμα συγκέντρωσε σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση το 5% των ψήφων.
Σήμερα ο Θρησκευτικός Σιωνισμός είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, έχοντας συγκεντρώσει ποσοστό 11%, δηλαδή μισό εκατομμύριο ψήφους. Μια άνοδος που συνδέεται τόσο με την τάση της ισραηλινής κοινωνίας να στραφεί προς τα δεξιά όσο και με τις πρόσφατες εξελίξεις, εκτιμούν οι αναλυτές. «Ο Νετανιάχου νομιμοποίησε την ακροδεξιά διότι την είχε ανάγκη για τον συνασπισμό του, την ώρα που πολλοί Ισραηλινοί τη θεώρησαν απλώς ως μια πιο σκληρή εκδοχή του κόμματος του Λικούντ», εξήγησε ο Γιόσι Κλάιν Χαλεβί, ερευνητής του ινστιτούτου Shalom Hartman στην Ιερουσαλήμ.
Ο Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ κινήθηκε μεθοδικά. Υιοθετώντας το εγχειρίδιο της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, κυρίως αυτό της Μαρίν Λεπέν, κατάφερε να αλλάξει την εικόνα του και να εμφανιστεί ως ένας αξιοσέβαστος πολιτικός πείθοντας πολλούς ψηφοφόρους ότι είναι μετριοπαθής. Σημαντικό ρόλο, ανέφερε ο Ισραηλινός ερευνητής, έπαιξε και το γεγονός πως κοινωνία του Ισραήλ γίνεται ολοένα και περισσότερο δεξιά και περισσότερο παραδοσιακή και πιο εθνικιστική από ηθικής και θρησκευτικής άποψης.
Η προοπτική να μετάσχει στην κυβέρνηση η άκρα δεξιά ανησυχεί τους Ισραηλινούς Άραβες, που αποτελούν σχεδόν το 20% του πληθυσμού της χώρας. «Υπάρχει μεγάλη αγανάκτηση για το γεγονός ότι ο Μπενιαμίν Νετανιάχου σχηματίζει κυβέρνηση με τον Μπεν Γκβιρ. Οι άνθρωποι ανησυχούν για τα μέτρα που θα εφαρμοστούν και ότι η ένταση θα οξυνθεί στις πόλεις με μικτό πληθυσμό», εξήγησε ο Τζααφάρ Φάραχ διευθυντής της Moussawa, μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης προάσπισης των δικαιωμάτων των Ισραηλινών Αράβων. «Οι πολίτες αναρωτιούνται πώς θα είναι εφικτή η συμφιλίωση μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Πραγματικά δεν υπάρχει ελπίδα», υπογράμμισε.