H στρατηγική του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας εποχής για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς ισορροπίες, καθώς παραδοσιακή έννοια της «παγκόσμιας τάξης» φαίνεται να υποχωρεί.
«Δεν νομίζω ότι θα επιστρέψουμε σε αυτό που είχαμε πριν». Αυτή ήταν η πρόβλεψη του Άλεξ Γιάνγκερ, πρώην επικεφαλής της βρετανικής υπηρεσίας εξωτερικών πληροφοριών MI6, του οποίου οι δηλώσεις την περασμένη εβδομάδα στην εκπομπή “Newsnight” του BBC σχετικά με την κατάσταση της διεθνούς τάξης κατά τη δεύτερη θητεία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ πήραν έκταση.
«Βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή όπου, σε γενικές γραμμές, οι διεθνείς σχέσεις δεν θα καθορίζονται από κανόνες και πολυμερείς θεσμούς», είπε ο Γιάνγκερ. «Θα καθορίζονται από ισχυρούς ηγέτες και συμφωνίες… Αυτός είναι ο τρόπος σκέψης του Ντόναλντ Τραμπ, σίγουρα του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν. Είναι και ο τρόπος σκέψης του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ.»
Ο Τραμπ έκανε ελάχιστα για να διαψεύσει τις απόψεις του Γιάνγκερ τις επόμενες ημέρες. Τη Δευτέρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ψήφισαν μαζί με τη Ρωσία, τη Βόρεια Κορέα, τη Λευκορωσία και μια ομάδα στρατιωτικών καθεστώτων της Δυτικής Αφρικής εναντίον ενός ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που καταδίκαζε τη ρωσική επιθετικότητα, στην τρίτη επέτειο από την πλήρους κλίμακας εισβολή του Κρεμλίνου στην Ουκρανία.
Αναλυτές και Ευρωπαίοι σχολιαστές σοκαρισμένοι από την κίνηση, την ερμήνευσαν ως τη σαφέστερη μέχρι τώρα ένδειξη ότι ο Τραμπ είναι διατεθειμένος να αγνοήσει τις διεθνείς νόρμες και να εκφοβίσει τους συμμάχους των ΗΠΑ.
Εν μέσω εμπορικών πολέμων και αποσταθεροποίησης των συμμαχιών, ο πρόεδρος των ΗΠΑ εμφανίστηκε να εξωραΐζει την αρπαγή εδαφών της Ουκρανίας από τη Ρωσία. Ο Ρίτσαρντ Γκάουν, ειδικός στα θέματα του ΟΗΕ από το International Crisis Group, δήλωσε το χάσμα μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης αποτελεί «τη μεγαλύτερη ρήξη μεταξύ των δυτικών δυνάμεων στον ΟΗΕ από τον πόλεμο στο Ιράκ - και ίσως να είναι ακόμη πιο θεμελιώδης».
Ο Τραμπ φαίνεται να επιδιώκει αυτή τη ρήξη και αυτοπροβάλλεται ως παράγοντας ειρήνης. «Είχαμε κάποιες εξαιρετικές συνομιλίες με τη Ρωσία, από τότε που επέστρεψα στον Λευκό Οίκο», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου αυτή την εβδομάδα. «Η κυβέρνησή μου κάνει μια αποφασιστική ρήξη με τις αξίες εξωτερικής πολιτικής της προηγούμενης διοίκησης και με το παρελθόν.»
Ωστόσο, η πολιτική του σηματοδοτεί επίσης και μια επιστροφή σε ένα πιο μακρινό παρελθόν. Η ατζέντα του Τραμπ υπό το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» ενδιαφέρεται ελάχιστα για τη διεθνιστική προσέγγιση που διαμόρφωσε για δεκαετίες την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Δεν φαίνεται να αναγνωρίζει το πώς η παγκόσμια τάξη που δημιούργησαν οι ΗΠΑ έχει ενισχύσει την αμερικανική ηγεμονία και την οικονομική ευημερία της χώρας. Αντίθετα, βλέπει έναν κόσμο όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάνει υπερβολικά πολλά, έχουν εξαπατηθεί από συμμάχους και έχουν εκμεταλλευτεί από αντιπάλους.
Έτσι, είναι προτιμότερο, σύμφωνα με τη στρατηγική σκέψη του Λευκού Οίκου, να πρέπει οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν έναν κόσμο διαμορφωμένο μόνο από μεγάλες δυνάμεις και τους υποτακτικούς τους, και να συμπεριφερθούν ως η ισχυρότερη από όλες. Οι προσπάθειές του να εκβιάσει γείτονες όπως το Μεξικό και ο Καναδάς, να απειλήσει με προσάρτηση της Διώρυγας του Παναμά και να ζητήσει την ενσωμάτωση της Γροιλανδίας ήταν όλες κινήσεις ενός αυτοκρατορικού ηγεμόνα που επιδιώκει να εδραιώσει τη σφαίρα επιρροής του.
«Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ αντιμετωπίζει τα άλλα κράτη ως λιγότερο κυρίαρχα και ανεξάρτητα και περισσότερο ως ευκαιρίες για κερδοσκοπία, φοροδιαφυγή και εξορύξεις, », έγραψε η Ατόσα Αραξία Αβραχαμιάν, συγγραφέας του “Hidden Globe: How Wealth Hacks the World”.
Ο Μάικλ Κίματζ, διευθυντής του Kennan Institute στο Wilson Center, ανέλυσε σε άρθρο του στο Foreign Affairs πώς ο Τραμπ φαίνεται να ευθυγραμμίζεται περισσότερο με ηγέτες όπως ο Πούτιν, ο Σι, ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όλοι αυταρχικοί ηγέτες που βλέπουν τα έθνη τους δεμένα με ένα ένδοξο παρελθόν το οποίο πρέπει να αποκατασταθεί στο μέλλον. Απεχθάνονται τον κοσμοπολιτισμό των αστικών ελίτ στις δικές τους κοινωνίες και είναι σκεπτικοί απέναντι στις φιλελεύθερες αιτιάσεις της παραπαίουσας «τάξης που βασίζεται σε κανόνες», την οποία υποστηρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και σχεδόν έναν αιώνα.
Ο Κίματζ υποστηρίζει ότι, με τον Τραμπ στην εξουσία, η κυρίαρχη άποψη στις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου θα είναι ότι «δεν υπάρχει ένα παγκόσμιο σύστημα και κανένα κοινά αποδεκτό σύνολο κανόνων». Σε αυτό το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, η ιδέα της «Δύσης» θα υποχωρήσει ακόμη περισσότερο, και μαζί της θα μειωθεί και η σημασία της Ευρώπης, η οποία στη μεταψυχροπολεμική εποχή ήταν εταίρος της Ουάσιγκτον στην εκπροσώπηση του «δυτικού κόσμου».
Οι Ευρωπαίοι ήδη προσπαθούν να διαχειριστούν αυτό το σοκ. Ο Φρίντριχ Μερτς, ο επερχόμενος κεντροδεξιός καγκελάριος της Γερμανίας, δεσμεύτηκε να οδηγήσει τη χώρα του σε μια πιο ανεξάρτητη πορεία, μειώνοντας την εξάρτηση από την αμερικανική στρατιωτική προστασία. Παράλληλα, εξέφρασε την οργή του για την προσέγγιση του Τραμπ προς το Κρεμλίνο και για τις δηλώσεις του περί υπαιτιότητας της Ουκρανίας στον πόλεμο με τη Μόσχα λόγω της επιδίωξής του να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
«Αυτό είναι βασικά μια κλασική αντιστροφή του ρόλου του θύτη και του θύματος», δήλωσε ο Μερτς σε γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό. «Αυτό είναι το ρωσικό αφήγημα, και έτσι το παρουσιάζει ο Πούτιν εδώ και χρόνια. Και ειλικρινά, είμαι κάπως σοκαρισμένος που ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να το έχει υιοθετήσει τώρα.»
Πιθανώς βλέπουμε «την πρώτη σύγκρουση σε μια σημαντική προσπάθεια των ΗΠΑ να διαπραγματευτούν ξανά τους όρους της σχέσης τους με την Ευρώπη», έγραψε ο Κρίστοφερ Τσίβις, ανώτερος συνεργάτης του Ιδρύματος Carnegie για τη Διεθνή Ειρήνη. «Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο μακριά θα φτάσει η κυβέρνηση Τραμπ, αλλά αυτή η θεμελιώδης σχέση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία γεννήθηκε τη στιγμή που οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν σε παγκόσμια υπερδύναμη, θα αλλάξει με θεμελιώδη τρόπο».
Ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του θεωρούν ότι επιτελούν μια μεγάλη αναπροσαρμογή της παγκόσμιας ισορροπίας. Φαίνεται πως επιδιώκουν να κάνουν μια «αντίστροφη στρατηγική Κίσινγκερ» - δηλαδή να προσεγγίσουν τη Ρωσία ώστε να δημιουργήσουν ρήγμα στις σχέσεις της με την Κίνα, όπως έκανε ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον το 1972, όταν πέτυχε την επαναπροσέγγιση με το Πεκίνο, αποδυναμώνοντας τη Σοβιετική Ένωση.
Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές αμφιβάλλουν ότι αυτή η στρατηγική μπορεί να πετύχει. «Η Κίνα και η Ρωσία έχουν αναπτύξει μια πολύ πιο ολοκληρωμένη εταιρική σχέση, που εκτείνεται πέρα από την ασφάλεια στην οικονομική ανάπτυξη», δήλωσε ο Κούι Χονγκτζιάν, ειδικός στις ευρωπαϊκές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ξένων Σπουδών του Πεκίνου.
Και όπως είπε ένας Έλληνας φιλόσοφος, «Κανένας άνθρωπος δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές». Ο Τραμπ, όμως, μοιάζει αποφασισμένος να αποδείξει ότι αυτός ο φιλόσοφος έκανε λάθος.
Πηγή: The Washington Post, μέσω skai.gr